Του Θανάση Πεταλά,
Το Ηπειρωτικό Δίκαιο (Civil Law) και το αγγλοσαξονικό Κοινοδίκαιο (Common Law) μοιράζονται το κοινό στοιχειό ότι συγκαταλέγονται στα νομικά συστήματα του δυτικού πολιτισμού. Κατά τα άλλα συνιστούν δύο διαφορετικές οικογένειες δικαίου με τις δικές τους ιστορικές καταβολές και πολιτισμικές επιρροές, που εξελίσσονται, βέβαια, σήμερα παράλληλα προς τις αρχές και τις ανάγκες του δυτικού κόσμου.
Παλαιότερα στον αγγλοσαξονικό χώρο η σύμβαση ως έννομη σχέση ιδιωτών, που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις για τα μέρη, ήταν έννοια ξένη. Το ακανθώδες ζήτημα της αποκατάστασης οποιασδήποτε ζημίας συμβαλλόμενου μέρους ωστόσο, που προκαλείται λόγω αθέτησης συμβατικού όρου, καθώς η ζημία ως γεγονός διαταράσσει την ομαλή κοινωνική συμβίωση και θίγει τις συναλλαγές, είναι πάντοτε υπαρκτό. Έτσι, λοιπόν, το Κοινοδίκαιο ανέπτυξε σταδιακά δικούς του μηχανισμούς ρύθμισης της ανώμαλης εξέλιξης της σύμβασης με ουσιώδεις διαφορές από το Ηπειρωτικό Δίκαιο. Παρακάτω θα αναφερθούν δύο ζητήματα που αντικατοπτρίζουν ίσως τις βασικότερες διαφορές στην ακολουθούμενη από τα δύο νομικά συστήματα λογική για τη ρύθμιση της αθέτησης μιας ανειλημμένης στη σύμβαση υποχρέωσης.
Το ζήτημα της τυπολογίας
Καταρχάς, υπάρχει διαφορετική προσέγγιση σε ό,τι άφορα την τυπολογία των περιπτώσεων ανώμαλης εξέλιξης της σύμβασης. Από τη μία μεριά, ο ελληνικός αστικός κώδικας ακολουθεί ένα περιπτωσιολογικό σύστημα, έχοντας τον αντίστοιχο γερμανικό για πρότυπό του. Τυποποιεί δηλαδή κατ’ αρχήν δυο μονό περιπτώσεις ανωμαλίας εκ μέρους του οφειλέτη, ήτοι την αδυναμία εκπλήρωσης της παροχής και την υπερημερία του οφειλέτη, και μία εκ μέρους του δανειστή, την υπερημερία δανειστή. Η ανώμαλη εξέλιξη μιας σύμβασης ωστόσο μπορεί να οφείλεται και σε άλλους παράγοντες, που δεν γίνεται να αφεθούν αρρύθμιστοι από τον νόμο. Τι θα γινόταν για παράδειγμα σε μια πώληση, όταν ο πωλητής εκπληρώνει μεν τη συμβατική του υποχρέωση (παραδίδει το πράγμα και μεταθέτει την κυριότητά του στον αγοραστή κατ’ ΑΚ 1034) αλλά το πωλούμενο πράγμα αποδειχθεί εκ των υστέρων ελαττωματικό; Ή όταν ο οφειλέτης αρνείται να εκπληρώσει την παροχή του;
Η προστασία του έτερου καλόπιστου μέρους και το συμφέρον των συναλλαγών γενικώς επιτάσσουν στον νομοθέτη να προβλέψει και αυτού του είδους την παθολογία στη σύμβαση. Έτσι, θεωρία και νομολογία κατασκεύασαν την έννοια της «πλημμελούς εκπλήρωσης της σύμβασης» και υπήγαγαν σε αυτήν τις φαινομενικά αρρύθμιστες περιπτώσεις, κάποιες από τις οποίες προαναφέραμε. Έρεισμά της αποτελεί η γενική διάταξη 330 ΑΚ, που προβλέπει ενοχή (αλλιώς ευθύνη) του οφειλέτη για κάθε υπαίτια αθέτηση συμβατικής του υποχρέωσης. Ζητήματα, βέβαια, που αφορούν το πραγματικό συγκεκριμένων συμβάσεων (π.χ. πώλησης, εργολαβίας κτλ.) ρυθμίζονται ξεχωριστά στα επιμέρους κεφάλαια του ειδικού μέρους (π.χ. ρυθμίσεις για πραγματικό ελάττωμα του πωληθέντος πράγματος).
Στον αγγλοσαξονικό χώρο, από την άλλη μεριά, έχει καθιερωθεί ο γενικός όρος “breach of contract”, ο οποίος καλύπτει κάθε περίπτωση μη συμμόρφωσης με συμβατική υποχρέωση. Σύμφωνα με αυτόν, αθέτηση σύμβασης υφίσταται όταν το ένα συμβαλλόμενο μέρος, χωρίς να συντρέχει κάποια νόμιμη δικαιολογία μη εκπλήρωσης, αδυνατεί ή αρνείται να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις ή τις εκπληρώνει πλημμελώς ή καθιστά τον εαυτό του ανίκανο να τις εκπληρώσει. Η περίπτωση στην οποία κύριος πλοίου, που συμφώνησε την εκναύλωσή του, το πωλεί και το μεταβιβάζει σε τρίτον, συνιστά ενδεικτικό παράδειγμα breach of contract, παρμένο από τη νομολογία των αγγλικών δικαστηρίων, και πιο συγκεκριμένα νομικής αδυναμίας εκπλήρωσης της παροχής, η οποία μάλιστα προκλήθηκε υπαίτια από τον οφειλέτη [Omnium D’ Enterprises v. Sutherland (1919)]. Το πότε υπάρχει breach of contract κρίνεται κατά περίπτωση, ανάλογα με τους ορούς που συμφωνήσαν τα μέρη κατά τις διαπραγματεύσεις για τη συνομολόγηση της σύμβασης.
Εξαίρεση του ανωτέρω κανόνα συνιστά ο θεσμός της “frustration” (ματαίωση σύμβασης). Σύμφωνα με αυτόν, δεν υπάρχει αθέτηση όταν η μη εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων δικαιολογείται από κάποια νόμιμη δικαιολογία μη εκπλήρωσης. Αυτή, όπως είναι λογικό, θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα σοβαρή και απρόβλεπτη, ώστε να θεωρηθεί ικανή να ματαιώσει την όλη σύμβαση. Έχει κριθεί για παράδειγμα στην υπόθεση Howell εναντίον Coupland (1876) πως η εντελώς απρόβλεπτη και καταστροφική δράση του παράσιτου ερυσίβη (είδος μύκητα) στις καλλιέργειες πατάτας συνιστά νόμιμη δικαιολογία μη εκπλήρωσης της υποχρέωσης του παραγωγού να παραδώσει συγκεκριμένη ποσότητα της σοδειάς πατάτας στον αντισυμβαλλόμενό του. Αξίζει να ειπωθεί εδώ πως μπορούν τα τεθούν στη σύμβαση ρήτρες μη εκπλήρωσης από τα μέρη, οι οποίες να τα απαλλάσσουν από υποχρέωση εκπλήρωσης, εάν τούτη αποτρέπεται από συγκεκριμένους αστάθμητους παράγοντες (φυσικές καταστροφές, απεργίες, κτλ.). Σε κάθε περίπτωση πάντως ο αθετήσας δεν θα ευθύνεται, ενώ και το έτερο συμβαλλόμενο μέρος δικαιούται να αρνηθεί την εκπλήρωση της αντιπαροχής του.
Το συμπέρασμα που εξάγεται από τα παραπάνω είναι διαφορά τυπολογίας των λόγων ανώμαλης εξέλιξης. Το ελληνικό δίκαιο, πάρα το πλατύ ρυθμιστικό εύρος της 330 ΑΚ, δεν παύει να είναι αποσπασματικό, περιέχον περισσότερες διατάξεις που προβλέπουν ξεχωριστά τα διάφορα ενδεχόμενα παθολογίας της σύμβασης. Στο αγγλοσαξονικό αντίθετα η ανώμαλη εξέλιξη αντιμετωπίζεται ενιαία και κάθε επιμέρους λόγος αθέτησης της σύμβασης εμπίπτει στην έννοια breach of contract. Άλλοι όροι που συναντιούνται στη θεωρία, λόγου χάρη “total και partial breach”, “anticipatory breach”, συνιστούν απλώς παραλλαγές και εξειδικεύσεις του γενικού όρου breach of contract και δεν μεταβάλλουν ποιοτικά την ευθύνη του οφειλέτη.
Το ζήτημα της ευθύνης
Εδώ θα μας απασχολήσει η έννοια του πταίσματος. Με τον όρο πταίσμα (αλλιώς υπαιτιότητα) εννοείται η ψυχική σύνδεση του οφειλέτη με την παράνομη πράξη του, που παραβιάζει τη σύμβαση. Αναλόγως αν ο οφειλέτης με τη συμπεριφορά του επιδίωκε τη συμβατική παράβαση ή απλώς πιθανολογούσε ότι αυτή θα μπορούσε να επέλθει, αλλά σε καμία περίπτωση δεν την αποδεχόταν, γίνεται η πρώτη χονδρική διάκριση μεταξύ δόλου και αμελείας. Μια λεπτομερέστερη διερεύνηση της στάσης του οφειλέτη απέναντι στην παράνομη πράξη του με γνώμονα πιο ειδικά κριτήρια θα αποκάλυπτε περαιτέρω διαβαθμίσεις της έννοιας του πταίσματος σε πιο συγκεκριμένα μεγέθη (π.χ. δόλος άμεσος ή ενδεχόμενος, ενσυνείδητη και μη συνειδητή αμέλεια, βαριά και ελαφρά αμέλεια).
Στο μεν ελληνικό δίκαιο η ευθύνη του οφειλέτη για αθέτηση των συμβατικών του υποχρεώσεων είναι νόθος αντικειμενική. Κοινώς, το συμβαλλόμενο μέρος που δε συμμορφώνεται με ανειλημμένη συμβατική του υποχρέωση ευθύνεται, μόνον εφόσον βαρύνεται με πταίσμα του. Ειδάλλως θεωρείται ότι δεν φέρει ευθύνη και απαλλάσσεται από την υποχρέωσή του. Ο κανόνας αυτός συνάγεται από το γράμμα της ΑΚ 330, που όπως προείπαμε, προβλέπει ευθύνη του οφειλέτη για κάθε υπαίτια αθέτηση συμβατικής του υποχρέωσης. Ισχύει, επομένως, μαχητό τεκμήριο ευθύνης του οφειλέτη. Αν καταφέρει αυτός να αποδείξει ότι ανυπαίτια παραβίασε την υποχρέωσή του δεν ευθύνεται. Αυτό ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις ανώμαλης εξέλιξης της σύμβασης, δηλαδή υπερημερία, αδυναμία και πλημμελή εκπλήρωση της παροχής.
Στον αντίποδα, το αγγλικό Κοινοδίκαιο δεν ενδιαφέρεται για την υπαιτιότητα, καθιερώνοντας γνήσια αντικειμενική ευθύνη του οφειλέτη για αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης. Κάθε σύμβαση αντιμετωπίζεται δηλαδή ως περιέχουσα μια «εγγύηση» (warranty) και συνεπώς το μέρος που την παραβίασε ευθύνεται, ανεξαρτήτως εάν φέρει πταίσμα ή όχι. Ενδεικτικά παρατίθεται το άρθρο 14 παρ. 2 του νόμου “Sale of Goods Act” (1979), το οποίο προβλέπει ευθύνη του πωλητή ελαττωματικών προϊόντων, ανεξάρτητα από το αν αυτός βαρύνεται με πταίσμα ή όχι. Η καλή πίστη του αθετήσαντος συμβατική του υποχρέωση δεν θεραπεύει τυχόν παραβίαση εδώ. Βεβαίως, περιορισμός της ευθύνης σε περίπτωση επέλευσης τυχαίου γεγονότος ή σε κατάσταση ανωτέρας βίας δεν αποκλείεται, εφόσον συμφωνήθηκε από τα μέρη κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης.
Επομένως, στην επιλογή μεταξύ προστασίας αφενός των συμβαλλόμενων μερών και αφετέρου των συναλλαγών είναι εμφανές ότι το αγγλοσαξονικό σύστημα επιλέγει το δεύτερο. Εισάγει πιο αυστηρές ρυθμίσεις ακολουθώντας το δόγμα “sanctity of contracts” (ιερότητα της σύμβασης), που απηχεί εμπορευματική αντίληψη στις συναλλαγές. Έμφαση δίνεται στη σταθερότητα και ασφάλεια της οικονομικής δραστηριότητας από κίνδυνους που γεννούν αβεβαιότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο οφειλέτης μένει εντελώς απροστάτευτος (frustration). Το ελληνικό σύστημα αντιθέτως προτάσσει το συμφέρον του οφειλέτη και νοιάζεται για την απόδοση δικαιοσύνης, η οποία εν προκειμένω θεωρείται ότι επέρχεται με την απαλλαγή του οφειλέτη για ανυπαίτια αθέτηση.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Απόστολος Σ Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, 2η Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2015.
- Διονύσιος Ν. Γιατράς, Η ένταξη της εκ των προτέρων αθέτησης (anticipatory breach) στο αγγλικό δίκαιο των συμβάσεων σε σύγκριση με το ελληνικό αστικό δίκαιο, 2021, Αθήνα.