Της Δήμητρας Βασιλείου,
Ο Kassovitz ίσως ούτε ο ίδιος θα μπορούσε ποτέ να σκεφτεί τριάντα χρόνια πριν πως μια τόσο cult ταινία για τις αστυνομικές αυθαιρεσίες, τη βίαιη αντίδραση των αστικών ταραχών και το αίσθημα απομόνωσης των πληθυσμών στα προάστια θα μπορούσε να αποδοθεί με τόσο ρεαλιστικό τρόπο σε ένα μιούζικαλ τύπου Broadway εν έτει 2025. Η ταινία αποκαλύφθηκε και βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ των Καννών το 1995, ενώ κέρδισε τρία βραβεία, ανάμεσά τους το βραβείο καλύτερης ταινίας στα César, αποτελώντας σύμβολο μιας ολόκληρης γενιάς και κλασσικό έργο του γαλλικού κινηματογράφου.
Το προσκήνιο της επιστροφής
Μετά την επιτυχία της ταινίας του, ο Kassovitz διερωτώταν συχνά πόσο πιθανή είναι η επιστροφή με μια δεύτερη ταινία. Για τον ίδιο ήταν αδύνατο, αφού όπως ανέφερε το μόνο που θα μπορούσε να προβάλλει ήταν βία και πάλι βία. Έπειτα, πριν από μερικά χρόνια, έλαβε ένα τηλεφώνημα από τον παραγωγό Farid Benlagha Le Hazif, που του πρότεινε να κάνουν ένα μιούζικαλ. Ο Kassovitz, αν και μισεί το μουσικό θέατρο, δεν θα μπορούσε να αντισταθεί σε μια τέτοια πρόκληση.
Ανασκόπησε την ταινία του, ψάχνοντας για μικρές στιγμές που κρύβουν βαθύτερη, ανεκμετάλλευτη σημασία και θα μπορούσαν να εξηγηθούν μέσω τραγουδιών. «Δεν υπάρχει σκηνή στο La Haine που να υπάρχει για το τίποτα», είπε. «Γι’ αυτό η ταινία είναι διαχρονική. Υπάρχουν μηνύματα σε κάθε σκηνή». Μετά από μόλις μια νύχτα δουλειάς, βρήκε 15 τέτοιες στιγμές. Ο Kassovitz είπε το ναι και ο σκηνοθέτης σκηνής Serge Denoncourt εντάχθηκε σύντομα ως συν-σκηνοθέτης του.
Ο Kassovitz και ο Serge Denoncourt φαίνεται πως δεν γυρνάνε την πλάτη στο παρελθόν, αλλά ούτε κλείνουν τα μάτια στο παρόν, γιατί δυστυχώς «μέχρι τώρα τίποτα δεν έχει αλλάξει». Η στιγμή που συνειδητοποιούμε πως μια ταινία του 1995 με βαθιά μηνύματα για τις κοινωνικές ανισότητες και την αστυνομική βία έρχεται να «κουμπώσει» τόσο εύκολα στο σήμερα, χωρίς καμία δόση υπερβολής, αποτελεί γροθιά στο στομάχι. Αυτό το σόου συνδυάζει χορό, κινηματογράφο, ραπ, θέατρο και ζωντανό θέαμα σε μια σύγχρονη και μοναδική μορφή και συνοδεύεται από ένα πρωτότυπο soundtrack, το οποίο γεφυρώνει τη δεκαετία του ’90 με το σήμερα. Ο υπότιτλος, λοιπόν, έχει ανανεωθεί για να αντικατοπτρίζει το σημερινό κοινωνικό κλίμα, από το «Μέχρι εδώ όλα πάνε καλά» στο «Μέχρι εδώ, τίποτα δεν έχει αλλάξει». Αυτό γίνεται εμφανές από την αρχή, με έναν τίτλο σε ασπρόμαυρο, ο οποίος αναμειγνύει εικόνες πρόσφατων εξεγέρσεων και διαδηλώσεων ενάντια στην αστυνομική βία, από τον George Floyd και το κίνημα Black Lives Matter έως το Justice pour Adama και το θάνατο του Nahel. Μ’ έναν εκλεπτυσμένο τρόπο, ο Kassovitz εισάγει στοιχεία της σύγχρονης εποχής, όπως η παρουσία κινητών τηλεφώνων —που δεν υπήρχαν το 1995—, αναφορές στη τεχνητή νοημοσύνη, καθώς και πολιτισμικά νεύματα στον Naruto, την Aya Nakamura ή τον Kylian Mbappé. Σε μια χιουμοριστική στιγμή, ο Σαΐντ σχολιάζει το σημερινό πρόεδρο του Rassemblement National: «Αν βγει ο Bardella, θα φύγω από ‘δω».
Η αίσθηση ότι τα πράγματα παραμένουν απογοητευτικά ίδια επηρέασε και τον Philippe Fragione, ή αλλιώς Akhenaton, γνωστό Γάλλο ράπερ, όταν ξαναείδε την ταινία προκειμένου να γράψει ένα τραγούδι για το μιούζικαλ «Οι αστυνομικοί. Οι νεοναζί. Οι άνθρωποι της υψηλής κοινωνίας. Όλα είναι ακριβώς τα ίδια. Και η κατάσταση στα προάστια —ακριβώς η ίδια». Αυτό που παραμένει, επίσης, είπε, είναι το μίσος —από τους νέους στα παραμελημένα προάστια προς την κυρίαρχη τάξη, η οποία με τη σειρά της τους μισεί. Στο τραγούδι που έγραψε σκιαγραφεί τον Vinz σε ηλικία 50 ετών να μιλά με το νεότερο θυμωμένο εαυτό του, λέγοντάς του να μην «μαριναριστεί» στο μίσος. «Vinz, άκουσέ με προσεκτικά, είμαι το άτομο που θα μπορούσες να γίνεις. Ο Vinz σε 30 χρόνια κάτω από ήρεμους ουρανούς. Αλλά όλα αυτά δεν είναι δυνατά αν δεν σηκώσεις το κεφάλι σου», ξεκινά το τραγούδι.
Η πλοκή του έργου παραμένει η ίδια, αλλά διανθίζεται με νέες πολιτικές αναφορές και τη χρήση της τεχνολογίας, όπως η χρήση βιντεοπροβολών και η πρωτότυπη μουσική, που αποτελεί σύνθεση αναγνωρισμένων καλλιτεχνών, όπως ο Youssoupha και ο Oxmo Puccino. Στη σκηνή υπάρχουν, επίσης, διάδρομοι και μια περιστρεφόμενη σκηνή, η οποία κάνει τους ηθοποιούς να μην κινούνται, αλλά το σκηνικό να κυλά, δημιουργώντας μία αίσθηση ανισορροπίας. Μάλιστα, είναι εντυπωσιακό πως μέλη της ομάδας σχεδιασμού βίντεο επέστρεψαν στη φτωχή γειτονιά, όπου είχε γυριστεί μεγάλο μέρος της ταινίας πριν 30 χρόνια, για να σκανάρουν βασικά κτίρια και σημεία αναφοράς, τα οποία χρησιμοποίησαν για το τρισδιάστατο ψηφιακό φόντο του μιούζικαλ. Η πρώτη σκηνή δημιουργεί το σκηνικό και είναι εντυπωσιακά ρεαλιστική. Στη βάση μίας γκρίζας πολυκατοικίας, τα τυφλά της τείχη καλύπτονται από τοιχογραφίες με τα πορτρέτα του Αρθούρου Ρεμπώ και του Σαρλ Μποντλέρ. Τα όργανα της τάξης, με κράνη, φυλάνε σκοπιά. Καθώς ο νεαρός Σαΐντ φωνάζει από κάτω στον Βινζ να κατέβει, τα παράθυρα μιας πολυκατοικίας ζωντανεύουν με φιγούρες. Στη συνέχεια, ο Βινζ και ο Σαΐντ ξεκινούν το ταξίδι τους, με το σκηνικό να προχωρά, καθώς κινούνται πάνω σ’ ένα διακριτικό κυλιόμενο διάδρομο, μια ευρηματική ιδέα που εντυπωσιάζει. Η περιπέτεια των τριών νέων φίλων από μια γειτονιά του Chanteloup-les-Vignes, του Σαΐντ (Samy Belkessa), του Βινζ (Alexander Ferrario) και του Ουμπέρ (ο ράπερ Alivor από τη Χάβρη), την επομένη μιας νύχτας ταραχών μετά από αστυνομική βία που άφησε ένα νεαρό μεταξύ ζωής και θανάτου, ενώ στην κατοχή τους βρίσκεται ένα όπλο, το οποίο έχασε ένας αστυνομικός στη σύγκρουση, ξεδιπλώνεται μπροστά μας μέσα από δώδεκα σκηνικά, παιγμένα, ραπαρισμένα και χορευμένα, ακολουθώντας την πλοκή της ταινίας.
Πολλές γνώριμες σκηνές είναι παρούσες, όπως εκείνη στη στέγη της πολυκατοικίας, όπου ψήνουν λουκάνικα και ο Σαΐντ διεκδικεί το μερίδιό του, ο μονολογικός θυμός του Βινζ μπροστά στον καθρέφτη του, σε στυλ Ρόμπερτ Ντε Νίρο στο Taxi Driver ή η σκληρή ανάκριση του Σαΐντ και του Ουμπέρ. Η αφήγηση αυτή τη φορά εξελίσσεται μέσω τραγουδιών, τα οποία προσαρμόζονται στη ψυχοσύνθεση και τη συναισθηματική κατάσταση του εκάστοτε κάθε φορά ήρωα. Υπεύθυνος για τη μουσική είναι ο παραγωγός Proof, που δίνει έμφαση στο rap, ένα μουσικό είδος που ήταν ανερχόμενο πριν από 30 χρόνια και πλέον κυρίαρχο, με κάποιες προσθήκες ηλεκτρονικής μουσικής (με τους The Blaze), ακόμη και συμφωνικής (με το Le Chant des partisans). Ο τραγουδιστής και μουσικός Matthieu Chedid, καθώς και οι ράπερ Youssoupha, Médine, Akhenaton, Oxmo Puccino και Tunisiano, όπως και νέες φωνές της rap σκηνής συνεισέφεραν. Οι ηθοποιοί ερμηνεύουν αυτά τα τραγούδια, τα οποία γράφτηκαν ειδικά για το έργο και περιλαμβάνονται σε άλμπουμ που κυκλοφόρησε την Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2024.
Φυσικά παρά τη σοβαρότητα των ζητημάτων που πραγματεύεται η ταινία, οι χιουμοριστικές σκηνές δεν απουσιάζουν. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή, στην οποία η τριάδα αποπειράται να κλέψει ένα αυτοκίνητο ή η στιγμή στο θυροτηλέφωνο μιας πολυκατοικίας σε μια αστική γειτονιά. Οι χορογραφίες, δημιουργίες της Émilie Capel και του Yaman Okur σε κρατάνε σε εγρήγορση καθ’ όλη τη διάρκεια, προσδίδοντας χορευτική εκφραστικότητα και οπτικό χιούμορ.
Η διασκευή της ταινίας La haine ξεφεύγει από τα κλισέ και γκρεμίζει κάθε στερεοτυπική αντίληψη, που κυριαρχεί γύρω από τα μιούζικαλ. Όπως ανέφερε και ο Kassovitz, το θέμα των θανατηφόρων αστυνομικών λαθών στις φτωχές γειτονιές της Γαλλίας έχει γίνει αρκετά αναγνωρισμένο, ιδίως μεταξύ γνωστών καλλιτεχνών, οι οποίοι έχουν αναδειχθεί από αυτές τις γειτονιές, ώστε να πουν τις δικές τους ιστορίες χωρίς να χρειάζονται «μεσάζοντες», όπως εκείνος για να τις «ανθρωποποιήσουν», πρόσθεσε ο Kassovitz. Επίσης, δεν περιμένει το μιούζικαλ του να ανοίξει μυαλά, αλλά ελπίζει να υπενθυμίσει στους θεατές τους λόγους που αγάπησαν την ταινία —την αδικία, την αγάπη για τους άλλους— έναντι του μίσους.
«Θυμηθείτε γιατί αγωνιστήκατε», είπε ο Kassovitz. «Θυμηθείτε ότι το έχετε μέσα σας — είναι ακόμα εκεί», κλείνοντας τη παράσταση με τη λέξη «Αγάπη» (L’ amour) και το κοινό να καταχειροκροτά συγκινημένο.