9.6 C
Athens
Τετάρτη, 15 Ιανουαρίου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου

Η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου


Της Ευμορφίλης Μεξίδου,

Η αρχή της απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου “non reformatio in pejus” (n.r.i.p.) αποτελεί μια από τις σημαντικότερες αρχές του ποινικού δικονομικού δικαίου, που κατοχυρώνεται στο α. 470 ΚΠΔ. Σύμφωνα, λοιπόν, με την αρχή αυτή, στις περιπτώσεις που ο καταδικασθείς ασκεί ένδικο μέσο, ή ασκείται υπέρ αυτού, κατά καταδικαστικής απόφασης δεν δύναται να επέλθει χειροτέρευση στη θέση του, ούτε να του ανακληθούν όσα ευεργετήματα του παρασχέθηκαν από την προσβαλλόμενη απόφαση. Ωστόσο, είναι δυνατή η επιβολή παρεπόμενης ποινής που εκ παραδρομής δεν του επιβλήθηκε, εφόσον είναι υποχρεωτική εκ του νόμου η επιβολή της, ή μέτρου ασφαλείας κατά τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα.

Ο δικαιολογητικός λόγος της εν λόγω απαγόρευσης θα πρέπει να αναζητηθεί τόσο στη φύση των ενδίκων μέσων, όσο και στην αρχή της «δίκαιης δίκης». Πράγματι, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, δεν είναι λίγες οι φορές που έχει εκδοθεί εσφαλμένη δικαστική απόφαση, αφού πάντοτε, κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το δικαστή υπεισέρχεται ο ανθρώπινος παράγοντας, ως εκ τούτου, δικαιολογημένα μπορεί να εκδοθεί δικαστική απόφαση που να κηρύσσει ένοχο έναν αθώο ή να επιβάλλει αυστηρότερη ποινή από αυτήν που θα έπρεπε πραγματικά να του επιβληθεί ή τον απαλλάσσει λόγω ελλείψεως του υποκειμενικού στοιχείου του δόλου, ενώ δεν συντρέχει, στην προκειμένη περίπτωση, η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος για το οποίο εισήχθη σε δίκη.

Ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί ο κατηγορούμενος να αντιδράσει στην έκδοση άδικης σε βάρος του απόφασης είναι να προσβάλλει αυτή με την άσκηση από τον ίδιο ή τον εισαγγελέα υπέρ αυτού, των προβλεπομένων από τις διατάξεις του ΚΠΔ ενδίκων μέσων. Επομένως, ο λόγος για τον οποίο θεσπίστηκε η αρχή της n.r.i.p. είναι αυστηρά εγγυητικός, καθώς θα ήταν αντιφατικό από τη μία να παρέχεται στον κατηγορούμενο η δυνατότητα ασκήσεως ενδίκων μέσων προς άρση της τελεσθείσας σε βάρος του αδικίας, κι από την άλλη να υπονομεύεται το δικαίωμά του αυτό, αφού η τυχόν χειροτέρευση της θέσης του θα οδηγούσε σε άμβλυνση της διάθεσής του να διεκδικήσει την αθώωσή του ή την επιβολή μικρότερης ποινής ή την απαλλαγή λόγω μη στοιχειοθέτησης της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος για το οποίο παραπέμφθηκε σε δίκη. Κατά συνέπεια, θα αποδυνάμωνε το δικαίωμά του για άσκηση ενδίκων μέσων. Καμία ποινική δίκη, λοιπόν, δεν είναι «δίκαιη» όταν δεν εξασφαλίζει τη στοιχειώδη ασφάλεια δικαίου στον πολίτη που αποζητά προστασία ή την αποκατάσταση της πιθανής αδικίας. Γίνεται, έτσι, φανερό ότι οι δύο αρχές αλληλοσυμπληρώνονται καθώς αν εκλείψει η μία από τις δύο, τότε θα υποσκάπτεται ο φιλελεύθερος και σύγχρονος χαρακτήρας της ποινικής δικονομίας.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: CQF-avocat

Η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου ισχύει στις περιπτώσεις ασκήσεως ενδίκων μέσων (έφεση – αναίρεση) κατά καταδικαστικής απόφασης μόνο, όχι και στις περιπτώσεις των βουλευμάτων, στα οποία γίνεται δεκτό ότι μπορεί να χειροτερεύσει η θέση του κατηγορουμένου. Η παραδοχή αυτή προκύπτει ευθέως από τη διάταξη 470 του ΚΠΔ, ενισχύεται ταυτόχρονα κι από το α. 318 εδ. β’ ΚΠΔ στο οποίο επεξηγείται ότι η εξουσία του συμβουλίου εφετών δεν περιορίζεται καθόλου ακόμα κι όταν ασχολείται με την υπόθεση «ύστερα από την έφεση του κατηγορουμένου». Γίνεται, επιπροσθέτως, δεκτό πως η αρχή αυτή τυγχάνει εφαρμογής και στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ασκεί ένδικο μέσο κατά απόφασης που τον αθωώνει λόγω έμπρακτης μετάνοιας, ή με αιτιολογία που θίγει χωρίς να είναι αναγκαίο την υπόληψή του (α. 486 παρ. 1 α’, 506 α’ ΚΠΔ) κι αυτό γίνεται, διότι, εν προκειμένω, δεν θίγεται το διατακτικό της απόφασης αλλά το αιτιολογικό της.

Η χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου επέρχεται σε κάθε περίπτωση που διαπιστώνεται μείωση της τιμής, περιουσίας ή της προσωπικής ελευθερίας του κατηγορουμένου. Η δυσμενής αυτή εξέλιξη μπορεί να είναι είτε άμεση (πραγματική), είτε έμμεση (νομική). Άμεση χαρακτηρίζεται η εντονότερη προσβολή των εννόμων αγαθών του κατηγορουμένου, με την επιβολή επαυξημένων ποινικών κυρώσεων, η οποία αναφέρεται στο σκέλος του διατακτικού που έχει σχέση με την ποινή, ενώ ως έμμεση, η χωρίς επαύξηση της ποινής αποδοχή βαρύτερης ενοχής για τον κατηγορούμενο, ανεξάρτητα από την επαύξηση των ποινικών κυρώσεων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα άμεσης χειροτέρευσης είναι α) όταν επιτείνεται το είδος ή το ύψος της ποινής που επιβλήθηκε, π.χ. κάθειρξη αντί για φυλάκιση, β) όταν επιβάλλεται για πρώτη φορά κι άλλη κύρια ή και παρεπόμενη ποινή, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του α. 470 εδ. β’ ΚΠΔ, γ) όταν επιβάλλεται παρεπόμενη ποινή μεγαλύτερης διάρκειας από την πρωτοδίκως επιβληθείσα (ΑΠ 1207/1983).

Αντιστοίχως, έμμεση (νομική) χειροτέρευση επέρχεται ενδεικτικά στις εξής περιπτώσεις: α) μεταβολή του νομικού χαρακτηρισμού προς το βαρύτερο, π.χ. από αποδοχή προϊόντων εγκλήματος α. 394 ΠΚ σε κακουργηματική κλοπή α. 374 ΠΚ, β) υιοθέτηση από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο βαρύτερου είδους συρροής εγκλημάτων. Αυτό γίνεται όταν η αληθινή κατ’ ιδέαν συρροή χαρακτηρίζεται ως αληθινή πραγματική ή όταν ένα κατ’ εξακολούθηση έγκλημα εντάσσεται στην αληθινή πραγματική συρροή. Άξιο αναφοράς κρίνεται σε αυτό το σημείο, ότι με την τροποποίηση του α. 98 παρ. 2, η τυχόν παραδοχή αληθινής πραγματικής συρροής αντί εγκλήματος κατ’ εξακολούθηση, δεν συνιστά χειροτέρευση όταν η πράξη από κακούργημα κατ’ εξακολούθηση γίνεται πλημμέλημα με τη μορφή της αληθινής πραγματικής συρροής, γ) όταν δεν γίνονται δεκτά τα ελαφρυντικά ή οι λόγοι μείωσης της ποινής, τα οποία είχε δεχτεί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ή όταν ανακαλούνται τα ευεργετήματα, όπως η μετατροπή της φυλάκισης σε χρήμα (α. 80 Α ΠΚ), δ) όταν η πράξη με νέο χαρακτηρισμό διώκεται αυτεπάγγελτα, ενώ κατά την πρωτόδικη απόφαση διωκόταν μόνο κατ’ έγκληση, με την προϋπόθεση όμως ότι δεν υπάρχει έγκληση κι ο νέος χαρακτηρισμός οδηγεί σε καταδίκη. Χειροτέρευση υπάρχει, επίσης, κι όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μετατρέπει την ποινή, η οποία πρωτοδίκως (ακόμη και με ισχύ προηγούμενου ΠΚ) είχε μετατραπεί.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Kindel Media

Το α. 470 ΚΠΔ θέτει το πλαίσιο εντός του οποίου οφείλει να κινηθεί το δικαστήριο του ενδίκου μέσου, κάθε δε, παράβαση αυτού, δηλαδή, κάθε ανεπίτρεπτη άμεση ή έμμεση χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου, όπως γίνεται παγίως δεκτό, τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία, συνιστά υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η΄ ΚΠΔ. Το αναιρετικό δικαστήριο διαπιστώνοντας την παραβίαση της αρχής n.r.i.p. ενεργώντας κατ’ άρθρο 519 ΚΠΔ, αναιρεί την απόφαση κατά το αντίστοιχο κεφάλαιο και παραπέμπει έπειτα την υπόθεση για νέα συζήτηση σε ομοειδές κι ισόβαθμό δικαστήριο, άλλο από εκείνο του οποίου η απόφαση προσβλήθηκε με αναίρεση ή στο ίδιο αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει την υπόθεση.

Συνοψίζοντας κι αναφορικά με το β’ εδάφιο του α. 470 ΚΠΔ, αυτό εισάγει δύο εξαιρέσεις στην αρχή της απαγόρευσης χειροτέρευσης της θέσης, κάμπτεται δηλαδή ο απόλυτος χαρακτήρας της αρχής. Στις περιπτώσεις αυτές δεν δεσμεύεται το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όταν, δηλαδή, πρόκειται να επιβληθεί παρεπόμενη ποινή που ενώ έπρεπε υποχρεωτικά να επιβληθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, από παραδρομή δεν επιβλήθηκε, καθώς κι όταν κρίνει ότι πρέπει να επιβληθεί μέτρο ασφαλείας που προβλέπεται στον Ποινικό Κώδικα (όχι σε ειδικές ποινικές διατάξεις). Εύλογα, λοιπόν, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η αρχή της απαγόρευσης χειροτέρευσης της θέσης συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα του κατηγορουμένου ως ατόμου και μέλους του κοινωνικού συνόλου, διότι δίνει τη δυνατότητα για μία δεύτερη κρίση, για τη θεραπεία των τυχόν λαθών που έχουν εμφιλοχωρήσει στην πρωτοβάθμια απόφαση, αλλά και μια δεύτερη ευκαιρία για επιεικέστερη μεταχείρισή του.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Άγγελος Ι. Κωνσταντινίδης, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο – Βασικές έννοιες, 5η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2022.
  • Αδάμ Χ. Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, 11η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2024.
  • Δ. Συμεωνίδης – Ελένη Γ. Ραϊκου, Απαγόρευση χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου, Νοέμβριος 2016, Διπλωματική Εργασία, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Διαθέσιμη εδώ.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ευμορφίλη Μεξίδου
Ευμορφίλη Μεξίδου
Γεννήθηκε το 2003 στην Θεσσαλονίκη όπου και μεγάλωσε. Διανύει το 4ο έτος της Νομικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, έχοντας μεγάλη αγάπη για το αντικείμενο. Γνωρίζει πολύ καλά αγγλικά και γερμανικά. Ειναι λάτρης των λογοτεχνικών βιβλίων και στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με την γυμναστική, τον εθελοντισμό και την ανάγνωση νομικών συγγραμμάτων. Θεωρεί την αρθογραφία σπουδαία ενασχόληση, διότι έτσι προάγεται η ελευθερία της έκφρασης, μία από τις πολλές εκφάνσεις της δημοκρατίας, και ταυτόχρονα διευρύνονται οι πνευματικοί ορίζοντες τόσο του αρθρογράφου, όσο και του αναγνώστη.