Του Κωνσταντίνου Μπαρτζώκα,
Η απομόνωση των ηλικιωμένων αποτελεί ένα πολυσύνθετο κοινωνικό ζήτημα που απασχολεί τόσο τη διεθνή κοινότητα όσο και την ελληνική πραγματικότητα. Σε μια εποχή, όπου η τεχνολογία και οι διαδικτυακές εφαρμογές κυριαρχούν στην επικοινωνία, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία κινδυνεύουν να μείνουν στο περιθώριο, αν δεν έχουν επαρκείς ψηφιακές δεξιότητες. Όμως, η αποξένωσή τους δεν πηγάζει μόνο από την έλλειψη πρόσβασης σε καινούργια μέσα, αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο η γενικότερη κουλτούρα του «διαρκώς δικτυωμένου» ατόμου απομακρύνει τους ανθρώπους κάθε ηλικίας από την προσωπική επαφή. Αν προσθέσει κανείς τις συχνές αλλαγές στους ρυθμούς ζωής, τη συρρίκνωση παραδοσιακών δομών στήριξης και τη μείωση του διαθέσιμου χρόνου για οικογενειακές συναναστροφές, καθίσταται σαφές ότι η μοναξιά των ηλικιωμένων απαιτεί δράσεις σε πολλαπλά επίπεδα.
Παρότι το «ψηφιακό χάσμα» είναι μία από τις πιο άμεσες αιτίες απομόνωσης, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας ξεκινά και από τον ίδιο τον τρόπο, με τον οποίο οι νεότεροι λειτουργούν. Οι ενήλικες μέσης ή νεαρής ηλικίας συχνά επικοινωνούν σχεδόν αποκλειστικά μέσα από μηνύματα, κοινωνικά δίκτυα και βιντεοκλήσεις, απομακρύνοντας ακούσια τους ηλικιωμένους που δυσκολεύονται να προσαρμοστούν. Επιπλέον, η αδιάκοπη προσήλωση στις οθόνες δημιουργεί μια κατάσταση, όπου ακόμη και όταν βρισκόμαστε οικογενειακώς γύρω από ένα τραπέζι, τα βλέμματά μας είναι χαμένα σε ειδοποιήσεις και ενημερώσεις, αφήνοντας τους μεγαλύτερους να αισθάνονται αόρατοι. Αυτή η παραμέληση εντείνεται όταν οι ηλικιωμένοι ζουν σε αστικές περιοχές, έχουν χάσει τους συνομηλίκους τους ή αδυνατούν να κυκλοφορήσουν εύκολα, οπότε περιμένουν περισσότερα από τα παιδιά και τα εγγόνια τους για τη διατήρηση της κοινωνικής τους ζωής.
Τα εγγόνια διαθέτουν μια ξεχωριστή ικανότητα να παίξουν καταλυτικό ρόλο στην αντιμετώπιση της μοναξιάς των παππούδων. Συχνά, η σχέση των δύο γενεών είναι ιδιαίτερα συναισθηματική, στηρίζεται στη στοργή και στην επιθυμία των νέων να μάθουν την ιστορία της οικογένειας από τις αφηγήσεις των παππούδων. Αν μέσα σε αυτό το κλίμα προστεθεί η μεταφορά απλών ψηφιακών γνώσεων, το αποτέλεσμα μπορεί να γίνει διπλά θετικό. Οι παππούδες, βλέποντας τα εγγόνια να ασχολούνται μαζί τους με υπομονή και πραγματικό ενδιαφέρον, νιώθουν σημαντικοί και ξαναμπαίνουν στον κόσμο της πληροφορίας. Μια εβδομαδιαία επίσκεψη, για παράδειγμα, μπορεί να περιλαμβάνει μια μικρή εξάσκηση στη χρήση εφαρμογών βιντεοκλήσης ή την εκμάθηση βασικών λειτουργιών ενός κινητού τηλεφώνου. Αντί να βλέπουν την τεχνολογία ως απειλή που τους στερεί τη φυσική επαφή, οι ηλικιωμένοι μαθαίνουν να τη χρησιμοποιούν συμπληρωματικά, ώστε να διατηρούν την επικοινωνία με τα εγγόνια τους και να διευκολύνουν πρακτικές ανάγκες, όπως η αναζήτηση πληροφοριών ή η ηλεκτρονική διαχείριση ραντεβού.
Από την πλευρά τους, οι ηλικιωμένοι μπορούν να κάνουν βήματα για να προσεγγίσουν τα εγγόνια, δίχως να αισθάνονται ότι μεταφέρουν μόνο βάρη και προβλήματα. Ένας τρόπος είναι να δείχνουν ειλικρινές ενδιαφέρον για τις ασχολίες των νεότερων και να ζητούν να μάθουν, για παράδειγμα, πώς λειτουργεί το παιχνίδι που προσελκύει τους εφήβους ή γιατί οι περισσότεροι συνομήλικοι των εγγονών τους χρησιμοποιούν μια συγκεκριμένη εφαρμογή. Με αυτόν τον τρόπο, οι παππούδες παύουν να δείχνουν απλώς αμήχανοι απέναντι σε κάθε ψηφιακό εργαλείο και κερδίζουν το σεβασμό των παιδιών, που διαπιστώνουν ότι οι μεγάλοι δεν απορρίπτουν απλά εκ προοιμίου ό,τι δεν κατανοούν. Η διάθεση συνεργασίας από την πλευρά των ηλικιωμένων μπορεί να καταλήξει σε μια χαρούμενη δραστηριότητα, για παράδειγμα στη δημιουργία κοινών ψηφιακών άλμπουμ από οικογενειακές φωτογραφίες ή σε βιντεοσκόπηση συνεντεύξεων, όπου οι παππούδες αφηγούνται σημαντικά γεγονότα της ζωής τους. Αυτά τα μικρά πρότζεκτ δημιουργούν ένα κλίμα συντροφικότητας ανάμεσα σε δύο γενιές που, παρά την ηλικιακή διαφορά, μπορούν να αλληλοσυμπληρωθούν: οι νέοι συμβάλλουν με την τεχνογνωσία, οι μεγαλύτεροι προσφέρουν σοφία και ιστορική συνέχεια.
Η διατήρηση φιλικών επαφών εντός της τρίτης ηλικίας είναι, επίσης, ζωτικής σημασίας για να αποφευχθεί η απομόνωση. Οι παππούδες που χάνουν σταδιακά τους συνομήλικούς τους ή αραιώνουν τις συναντήσεις τους νιώθουν διπλά αποκομμένοι: από τη μια, αντιμετωπίζουν την περιορισμένη κινητικότητά τους και από την άλλη, διαπιστώνουν ότι ο κοινωνικός τους κύκλος συρρικνώνεται. Παρ’ όλα αυτά, σε διάφορες πόλεις και χωριά της Ελλάδας, λειτουργούν δομές και ομάδες που απευθύνονται ακριβώς σε αυτούς. Τα ΚΑΠΗ, αν αξιοποιηθούν σωστά, μπορούν να μεταμορφωθούν σε ζωντανά κέντρα συνάθροισης. Σε ορισμένα μέρη, οργανώνονται μαθήματα μαγειρικής, χειροτεχνίας ή χορού, καθώς και μικρά σεμινάρια βασικής εκπαίδευσης σε υπολογιστές ή κινητά. Μια τέτοια συμμετοχή επιδρά ευεργετικά στην αυτοπεποίθηση των ηλικιωμένων, που ανακαλύπτουν ότι δεν είναι αργά για να μάθουν καινούργια πράγματα, ενώ παράλληλα συναντούν φίλους και γνωρίζουν καινούργιους.
Η ανάγκη για ανθρώπινη επαφή παραμένει καθοριστική. Καμία εφαρμογή δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη θαλπωρή της πρόσωπο με πρόσωπο επικοινωνίας. Πολλοί ηλικιωμένοι θα χαρούν να συναντιούνται τακτικά με φίλους για έναν καφέ ή μια κουβέντα στο σπίτι, να προγραμματίζουν περιπάτους μαζί ή να επισκέπτονται μια έκθεση. Στο μεταξύ, οι ψηφιακές πλατφόρμες επιτρέπουν τη διατήρηση της επαφής σε μεγαλύτερες αποστάσεις: μπορούν να δημιουργηθούν απλές ομάδες συνομιλίας, στις οποίες οι φίλοι ανταλλάσσουν μηνύματα ή οργανώνουν συναντήσεις. Όταν, όμως, κάποιος νιώθει ότι δεν μπορεί καθόλου να διαχειριστεί τη χρήση εφαρμογών, η βοήθεια ενός συγγενή ή γείτονα έστω και σε βασικό επίπεδο μπορεί να φανεί πολύτιμη. Η αίσθηση ότι οι άνθρωποι γύρω του νοιάζονται και προσφέρουν συμβουλές ή χρόνο, εξαλείφει τη μοναξιά και δημιουργεί μια αίσθηση ότι ο ηλικιωμένος ανήκει σε μια ζωντανή κοινότητα, αντί να μένει κλεισμένος στο σπίτι του.
Παράλληλα, είναι σημαντικό οι ίδιοι οι ηλικιωμένοι να μην αποσύρονται φοβικά από κάθε δυνατότητα καινούργιας εμπειρίας. Η αμφίδρομη φύση της επικοινωνίας επιβεβαιώνεται και εδώ: οι μεγαλύτεροι σε ηλικία οφείλουν να αναζητούν ευκαιρίες, χωρίς να περιμένουν παθητικά από τους άλλους να γεμίσουν το κενό. Η οικογένεια και ιδίως τα εγγόνια μπορούν να αποτελέσουν κινητήρια δύναμη, ωστόσο η αλληλεπίδραση με φίλους ή συνομηλίκους προσφέρει μια διαφορετική ποιότητα και δίνει ευκαιρίες να μοιραστούν κοινούς προβληματισμούς ή αναμνήσεις. Μεγάλες πόλεις στην Ελλάδα ήδη διαθέτουν ενώσεις και λέσχες ανάγνωσης αποκλειστικά για άτομα τρίτης ηλικίας, ενώ έχουν δημιουργηθεί και διαδικτυακοί χώροι συνάντησης, όπου ηλικιωμένοι ανταλλάσσουν απόψεις και εμπειρίες. Μολονότι πολλοί δεν διαθέτουν εξοικείωση με τον κυβερνοχώρο, αρκεί η ύπαρξη ενός πρόθυμου «ψηφιακού μέντορα» για να κάνει κανείς τα πρώτα του βήματα.
Η οικογένεια, τέλος, οφείλει να αφιερώνει περισσότερο χρόνο σε δια ζώσης στιγμές. Η επίσκεψη ενός εγγονιού στους παππούδες δεν χρειάζεται να είναι μια τυπική υπόθεση λίγων λεπτών. Μια συζήτηση που διαρκεί, ένα γεύμα που προετοιμάζεται από κοινού ή μια απλή βόλτα στη γειτονιά αρκεί για να ανανεώσει τους δεσμούς αγάπης. Αν προστεθεί και λίγη τεχνολογική εκπαίδευση, θα προκύψει μια γόνιμη συνεργασία, όπου οι παππούδες μαθαίνουν κι αισθάνονται ικανοποιημένοι, ενώ οι νέοι κερδίζουν μια πολύτιμη σχέση, απαλλαγμένη από τη βιασύνη και τη φρενίτιδα των μηνυμάτων. Ταυτόχρονα, οι ίδιοι οι ηλικιωμένοι μπορούν να γίνουν πιο εξωστρεφείς, να καλέσουν τους φίλους τους για μια μάζωξη ή να δεχτούν με ανοιχτή καρδιά τις προτάσεις των αγαπημένων τους προσώπων. Έτσι, με απλά βήματα, οι αποστάσεις γεφυρώνονται και η τεχνολογία χρησιμοποιείται ως εργαλείο στήριξης, όχι ως φράγμα που αποξενώνει.
Αν η κοινωνία θελήσει πραγματικά να αντιμετωπίσει την απομόνωση των ηλικιωμένων, χρειάζεται να προωθήσει μια κουλτούρα, όπου οι γενιές μιλούν μεταξύ τους και σέβονται η μία την άλλη. Τα εγγόνια έχουν τη δυνατότητα να μυήσουν τους μεγαλύτερους στα νέα μέσα, ενώ οι ηλικιωμένοι μπορούν να διηγηθούν ιστορίες ζωής και να μάθουν στους νεότερους αξίες που πολλές φορές χάνονται στη σύγχρονη βιασύνη. Οι φιλικές σχέσεις μεταξύ συνομηλίκων ενισχύουν την κοινωνικότητα και προστατεύουν από τη μοναξιά. Η τεχνολογία γίνεται γέφυρα, όταν χρησιμοποιείται με ευελιξία και σεβασμό στις ανάγκες κάθε ηλικίας. Η ουσιαστική επαφή παραμένει πάντοτε το πιο ισχυρό όπλο κατά της απομόνωσης και της θλίψης. Οργανωμένες δράσεις από την τοπική αυτοδιοίκηση, συστηματικά σεμινάρια ψηφιακής εκπαίδευσης και διαγενεακές δραστηριότητες είναι επιπλέον βήματα που μπορούν να μετατρέψουν τη μοναξιά σε συμμετοχή, τη σιωπή σε διάλογο και τον φόβο της εξέλιξης σε ευκαιρία διαρκούς μάθησης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Social isolation and loneliness among older people: advocacy brief, who.int, διαθέσιμο εδώ
- What is the effect of intergenerational activities on the wellbeing and mental health of older people?: A systematic review, pmc.ncbi.nlm.nih.gov, διαθέσιμο εδώ