Του Δημήτρη Κυριαζή,
Κοινωνία με τάσεις αυτοκτονικές. Τα προβλήματα κι οι ακριβείς τους λύσεις έχουν χάσει τον ορίζοντα του συλλογικού κι εντοπίζονται στον ίδιο τους τον εκφραστή. Η αυτοκτονία δεν αποτελεί παρά τη διοχέτευση της προσωπικής δυσανασχέτησης που προέρχεται από εξωτερικούς, εξωγενείς παράγοντες. Δεν αποτελεί παρά μία πράξη «λυτρωτική», που το άτομο θεωρώντας ότι δίνει λύση στα προβλήματα και την καταπίεση που βιώνει, επιλέγει να τιμωρήσει τον εαυτό του. Από τις λίγες περιπτώσεις που ο θύτης είναι και θύμα. Ο εν δυνάμει αυτόχειρας θεωρεί ότι είναι ο ίδιος υπεύθυνος που αδυνατεί να διαχειριστεί μια καθημερινότητα πνιγμένη στις αντιφάσεις μεταξύ θυσίας κι ουσίας, που τελικά αποφασίζει να «θυσιάσει» τον εαυτό του.
Μπορεί κάλλιστα να λογιστεί από κάποιους ως μια έκφραση ακραίας αυτολογοκρισίας, πηγή της οποίας είναι η ίδια η εξατομίκευση. Η παρωχημένη καταστρατήγηση του συλλογικού και του συνανήκειν, δεν ωφελεί πουθενά, παρά μόνο στην αυτοκαταστροφή και στον φόνο, συμβολικού και μη, του ίδιου του εαυτού. Ανάλογες προεκτάσεις ισχύουν και στην ενδυματολογική μόδα και στη μόδα της εμφάνισης, άλλωστε. Τα υπερβολικά πολλά τατουάζ, τα piercings, η γραβάτα, οι σωματικές χειρουργικές παρεμβάσεις αποτελούν τιμωρητικές πρακτικές αυτό—συνετισμού μπροστά στις φιλελεύθερες, ατομικιστικές νόρμες της κοινωνίας.
Κάθε δράση έχει διαφορετική ιδεολογική αφετηρία κι αρχή. Οπότε η κριτική που ασκείται δεν αφορά πρωτίστως τις ίδιες τις πράξεις, αλλά τις ιδέες που υποβόσκουν και τις καθορίζουν. Επειδή ακριβώς το σώμα είναι δικό μας, η βία κι η καταπίεση πηγάζει από αυτό και δεν επενδύεται στους φορείς της πνευματικής και μη εξουσίας. Αυτός είναι κι ο λόγος που το δικάζουμε, το τιμωρούμε, το λογοκρίνουμε, μαζί με την οντολογική του διάσταση επίσης. Εκφράσεις του τύπου «δεν αισθάνομαι το σώμα μου», είναι περιπτώσεις αυτολογοκρισίας και μηδενισμού της αξίας του εαυτού, που προέρχονται που τις υφιστάμενες καταπιέσεις. Αυτή η καταπίεση ή και φόβος ψάχνει τρόπο να εκτονωθεί. Τότε ο εαυτός γίνεται αντικείμενο και παράλληλα υποκείμενο του φόβου κι υπονομεύεται.
Ο εαυτός επειδή είναι απομονωμένος κι εξοβελισμένος από ομάδες, φιλίες, συναισθήματα, σχέσεις, βαθύτερα νοήματα είναι ο ίδιος υπεύθυνος που δεν συμβιβάζεται, που δεν προσαρμόζεται, όποτε πρέπει και να τιμωρηθεί και να υποστεί επίπονες παρεμβάσεις. Το βάρος της ευθύνης δεν αναζητείται στην αξιακή κυριαρχία κι ηγεμονία, δεν αναζητείται σε αφηγηματικές και πολιτιστικές ορθοδοξίες, αλλά στον ίδιο τον εαυτό ως τον φορέα των ιδεών αυτών. Δεν ευθύνονται π.χ. οι σωματικές παραδεδεγμένες προδιαγραφές κάθε αυτές (είτε πρόκειται για τις οριακά ατροφικές είτε για τις oversized), αλλά η πρωτοβουλία του κάθε ατόμου αν θα τις υιοθετήσει. Το χειρότερο όμως είναι πως σε καιρούς χειραφέτησης κι απελευθέρωσης, οι άνθρωποι επιλέγουν ελεύθερα να αυτοτιμωρούνται. Ουσιαστικά, πρόκειται για την επικράτηση του εξατομικευμένου και μηδενιστικού νοήματος, που προβάλλεται και στις αιτίες των προβλημάτων με τη μορφή ενοχών και τύψεων. Ενοχές που οδηγούν όμως σε εθελούσια αυτοκαταστροφή, παντοιοτρόπως.
Μία συμπεριφορά τέλος, που, με χωρίς καμία δόση υπερβολής, είναι επακόλουθο μιας βίας απροκάλυπτης, καθώς νομιμοποιεί την εξαθλίωση του ανθρώπου από τον ίδιο του τον εαυτό, τον προσλαμβάνει παρασιτικά απέναντι στη βιόσφαιρα, με αποτέλεσμα να πέφτει στον έσχατο βαθμό ανυποληψίας η ύπαρξή του. Κάποτε οι Εβραίοι θεωρούνταν τα «μιάσματα» που έπρεπε να εξολοθρευθούν. Σήμερα ο ναζισμός είναι πιο συμπεριληπτικός και φιλελεύθερος και δεν εμμένει σε συγκεκριμένα φυλετικά χαρακτηριστικά ούτε ασκείται αποκλειστικά από συγκεκριμένους φορείς. Ο καθένας μας είναι «ελεύθερος» να αυτοκαταστραφεί.