18.8 C
Athens
Κυριακή, 12 Ιανουαρίου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤο έγκλημα της ληστρικής κλοπής

Το έγκλημα της ληστρικής κλοπής


Της Αναστασίας Στανίτσα,

Ένα «ιδιαίτερο» έγκλημα που απασχολεί έντονα την ελληνική επικαιρότητα είναι η ληστρική κλοπή (Άρθρο 380/3ΠΚ) που ανήκει στο Εικοστό Τρίτο Κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα (Εγκλήματα Κατά Περιουσιακών Αγαθών και I. Εγκλήματα Κατά της Ιδιοκτησίας). Το έγκλημα της ληστρικής κλοπής του 380/3ΠΚ είναι μία από τις τρείς μορφές του εγκλήματος της ληστείας του άρθρου 380ΠΚ εκτός της ληστείας εν στενή έννοια και της ληστρικής εκβίασης. Γενικότερα, το έννομο αγαθό που προστατεύεται στο έγκλημα της ληστείας είναι αυτό της ιδιοκτησίας καθώς και της προσωπικής ελευθερίας. Ως ιδιοκτησία νοείται η κυριότητα, η σχέση που συνδέει τον κύριο του πράγματος με το πράγμα, την άμεση και καθολική εξουσία ενός προσώπου πάνω στο πράγμα, ώστε βάσει του Άρθρου 1000ΑΚ «να το διαθέτει κατ’ αρεσκεία και να αποκλείει κάθε ενέργεια του άλλου πάνω σ’ αυτό». Ως προσωπική ελευθερία νοείται η ελευθερία της ανάπτυξης και της υλοποίησης της βούλησης του καθενός.

Ειδικότερα, το έγκλημα της ληστείας του Άρθρου 380ΠΚ είναι ένα σύνθετο έγκλημα, αποτελούμενο από το έγκλημα της κλοπής του Άρθρου 372ΠΚ και το έγκλημα της παράνομης βίας του Άρθρου 330ΠΚ. Η ένταση, βέβαια, της παράνομης βίας πρέπει να είναι τέτοια ώστε να εξαναγκάζεται το θύμα στην κάμψη της βούλησης του, προκειμένου είτε να προβεί είτε να ανεχτεί την αφαίρεση του πράγματος από τον δράστη. Βέβαια, ως παράνομη βία νοείται τόσο η σωματική βία όσο κι η απειλή σωματικής βίας κατά το 330ΠΚ. Αναφορικά με τη σωματική βία στο 380ΠΚ, πρόκειται σε κάθε περίπτωση, σε κάθε μία από τις τρείς μορφές ληστείας, για άμεση σωματική βία «εναντίον προσώπου», δηλαδή για ευθεία υλική επενέργεια πάνω στο ανθρώπινο σώμα και κάμψη με τον τρόπο αυτό της αντίστασής του. Όσον αφορά την απειλή σωματικής βίας στο 380ΠΚ, νοείται αυξημένης έντασης απειλή, και, πιο συγκεκριμένα, για απειλή ενωμένη με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, δηλαδή για ευθεία ψυχολογική επενέργεια πάνω στο ανθρώπινο σώμα με σκοπό την κάμψη της αντίστασης του θύματος.

Σχετικά με το έγκλημα της κλοπής, απαιτείται να υφίσταντο θραύση της παλιάς κατοχής και θεμελίωση νέας κατοχής, με την έννοια της πρόσκτησης του ξένου κινητού πράγματος στην περιουσία του δράστη, με σκοπό σφετερισμού της πραγματικής εξουσίας του κυρίου του πράγματος από τον δράστη. Σύμφωνα με την τρίτη μορφή της ληστείας, τη ληστρική κλοπή (παρ.3 του 380ΠΚ: «Οι ποινές των προηγούμενων παραγράφων επιβάλλονται και σε εκείνον που καταλήφθηκε επ’ αυτοφώρω να κλέβει και μεταχειρίζεται σωματική βία εναντίον προσώπου ή απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής για να διατηρήσει το κλοπιμαίο». Σε αντίθεση με τις προηγούμενες μορφές βίας στην παρ.1 του 380ΠΚ, που η παράνομη βία προηγείται της πράξης της αφαίρεσης, στη ληστρική κλοπή η παράνομη βία έπεται της αφαίρεσης του ξένου πράγματος από τον δράστη. Η βία στην περίπτωση αυτή ασκείται για να διατηρήσει το κλοπιμαίο στην κατοχή του ο δράστης κι όχι για να ολοκληρώσει την πράξη της αφαίρεσης. Πρόκειται για ήδη τελειωμένη κλοπή κι άρα απαιτείται τυπική ολοκλήρωση του αδικήματος αυτής.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Anna Shvets

Επιπλέον, δεν ενδιαφέρει αν τελικά η βία που ασκήθηκε κατάφερε να πετύχει τον σκοπό της, δηλαδή να οδηγήσει στην επιτυχή διατήρηση του κλοπιμαίου από τον δράστη. Απαραίτητη σε κάθε περίπτωση είναι η τοπική-χρονική ενότητα μεταξύ της ήδη τελειωμένης πράξης αφαίρεσης και της ασκούμενης βίας, το οποίο απορρέει από το γράμμα του νόμου «επ’ αυτοφώρω». Η έννοια του «επ’ αυτοφώρω» δεν είναι ίδια με αυτή που ενυπάρχει στο Άρθρο 242 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σύμφωνα με την οποία «αυτόφωρο είναι το έγκλημα του οποίου ο δράστης καταλαμβάνεται την ώρα που το τελεί». Κι αυτό γιατί στην περίπτωση που γινόταν δεκτή αυτή η ερμηνεία, τότε δεν θα ήταν ήδη ολοκληρωμένη η πράξη της αφαίρεσης, κι άρα δεν θα υφίσταντο η τυπική ολοκλήρωση της κλοπής, ώστε η βία που θα ασκούνταν θα συνιστούσε το μέσο για την πραγμάτωση της πράξης της αφαίρεσης, και άρα θα επρόκειτο για ληστεία εν στενή έννοια.

Ως προς τη χρονική ενότητα, νοείται η χρονική συνάφεια μεταξύ της ασκούμενης βίας και της προηγούμενης πράξης αφαίρεσης, η οποία να γίνεται σε τέτοιο χρονικό σημείο ώστε η μία να είναι επακόλουθο της άλλης. Ως προς την τοπική εγγύτητα, απαραίτητο είναι η κατάληψη να γίνεται σε εκείνο το μέρος, ενώ εξακολουθεί η αναζήτηση κι η ανάληψη του κλαπέντος αντικειμένου. Σε κάθε περίπτωση, η κατάληψη πρέπει να γίνεται ως προσπάθεια ανακοπής της οριστικής απώλειας του πράγματος, γι’ αυτό απαιτείται άμεση εγγύτητα μεταξύ πράξης αφαίρεσης και κλοπής. Αναφορικά με την υποκειμενική υπόσταση, το έγκλημα της ληστρικής κλοπής είναι ένα έγκλημα δόλου καθώς, όπως προκύπτει από τα άρθρα 18 κι 26 του Ποινικού Κώδικα, αλλά κι από το ίδιο το γράμμα της διάταξης του άρθρου 380/3ΠΚ, απαιτείται να γνωρίζει ο υπαίτιος ότι η μυϊκή του ενέργεια συνδέεται αιτιακά με το αποτέλεσμα της πράξης αφαίρεσης και ταυτόχρονα να το επιδιώκει, με την παράλληλη άσκηση βίας για τη διατήρηση του προηγουμένου αποτελέσματος.

Καταληκτικά, στο έγκλημα της ληστρικής κλοπής προβλέπεται η ποινή της κάθειρξης και χρηματική ποινή, ενώ στην περίπτωση που από την πράξη του δράστη κατά τη διατήρηση του κλοπιμαίου προκληθεί το αποτέλεσμα του θανάτου ή της βαριάς σωματικής βλάβης, τότε προβλέπεται αυξημένη ποινή, αυτή της ισόβιας κάθειρξης.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Νικόλαος Μπιτζιλέκης, Εγκλήματα κατά της Ιδιοκτησίας, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2020.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αναστασία Στανίτσα
Αναστασία Στανίτσα
Γεννημένη το 2002, κατοικεί μόνιμα στη Θεσσαλονίκη, που είναι και ο τόπος γέννησής της. Φοιτεί στο Τμήμα Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με έντονο ενδιαφέρον στον Τομέα του Ποινικού, του Εμπορικού και του Διεθνούς Δικαίου. Στον ελεύθερό της χρόνο, επιδιώκει την ενασχόληση με τη συγγραφή, την εκμάθηση ξένων γλωσσών και την ενημέρωση για την πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.