Της Μαρίνας Κισσούδη,
Με τον όρο χερσαία μεταφορά εννοείται κάθε μεταφορά που διενεργείται στην ξηρά είτε με αυτοκίνητο (φορτηγό, νταλίκα κτλ.) είτε με τον σιδηρόδρομο. Στο πλαίσιο των χερσαίων μεταφορών, παρατηρείται έντονη κρατική παρέμβαση, που έχει ως σκοπό την προστασία του κοινού κι εκδηλώνεται είτε με το κράτος να αναλαμβάνει το ίδιο τις μεταφορές μέσω της ίδρυσης νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ., π.χ. ΟΣΕ), τα οποία πλέον τείνουν να μετατρέπονται σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (π.χ. ανώνυμες εταιρείες) με μόνο μέτοχο το κράτος, είτε με το κράτος να παραχωρεί το δικαίωμα εκμετάλλευσης ορισμένων μεταφορών σε ιδιώτες, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ευελιξία που λείπει από το Δημόσιο. Σε αυτή την περίπτωση, το Κράτος κι ο ιδιώτης συνάπτουν σύμβαση παραχώρησης, στην οποία αναγράφονται όλες οι υποχρεώσεις του ιδιώτη που αναλαμβάνει ορισμένες μεταφορές. Ο ιδιώτης περιορίζεται ως προς την επαγγελματική οργάνωση των μεταφορών είτε από την ίδια τη σύμβαση είτε απευθείας από τον νόμο (π.χ. υποχρεούται στην έκδοση ειδικών τιμολογίων) κι ο νομικός τύπος της επιχείρησης του (π.χ. ΚΤΕΛ). Παράλληλα, το Κράτος έχει τη δυνατότητα να απαιτεί άδειες που προϋποθέτουν συγκεκριμένες νομικές υποχρεώσεις, ώστε ιδιώτες να ασκούν συγκεκριμένη μεταφορική δραστηριότητα (π.χ. άδεια για μεταφορά επιβατών με ταξί ή για μεταφορά πραγμάτων με φορτηγό).
Μετά από πλείονες τροποποιήσεις και καταργήσεις νόμων, οι οδικές εμπορευματικές μεταφορές διέπονται πλέον από τον ν. 3887/2010. Στο άρθρο 2 του εν λόγω νόμου ορίζεται ότι «Φορτηγό Δημοσίας Χρήσης» (Φ.Δ.Χ.) είναι κάθε όχημα με άδεια που του επιτρέπει την εκτέλεση δημόσιων οδικών εμπορευματικών μεταφορών» κι «Άδεια Οδικών Μεταφορών είναι η άδεια που χορηγείται σε επιχειρήσεις, επιτρέποντάς τους την εκτέλεση δημόσιων οδικών μεταφορών εμπορευμάτων». Οδικοί μεταφορείς μπορεί να είναι εμπορικές εταιρίες, χωρίς να μας ενδιαφέρει η νομική μορφή τους, εφόσον έχουν νομική προσωπικότητα και πληρούν τα κριτήρια πρόσβασης στο επάγγελμα του οδικού μεταφορέα, όπως αυτά καθορίζονται από το π.δ. 346/2001 και τον Κανονισμό της ΕΕ υπ’ αριθμό 1071/2009. Ωστόσο, ακόμα και μεμονωμένα φυσικά πρόσωπα που πληρούν τα ίδια κριτήρια πρόσβασης, μπορούν να είναι οδικοί μεταφορείς.
Σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 3887/2010, αρμόδια αρχή για την έκδοση των αδειών κυκλοφορίας των Φ.Δ.Χ. είναι η Υπηρεσία Μεταφορών της Περιφέρειας, όπου βρίσκεται η έδρα της επιχείρησης. Τα απαραίτητα πιστοποιητικά που πρέπει να προσκομίσει ένα νομικό πρόσωπο προκειμένου να εκδοθεί η άδεια κυκλοφορίας του Φ.Δ.Χ. είναι: α) αντίγραφο του καταστατικού της εταιρείας και των τροποποιήσεων του, β) πιστοποιητικό μεταβολών από την αρμόδια υπηρεσία, γ) τα ΦΕΚ, όπου έγιναν οι προβλεπόμενες από τον νόμο γνωστοποιήσεις των παραπάνω μέσω δημοσίευσης τους, δ) άδεια άσκησης επαγγέλματος οδικού μεταφορέα κι ε) αποδεικτικό ΔΟΥ καταβολής της καθορισμένης εισφοράς. Το ύψος της εισφοράς υπέρ του Δημοσίου καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υποδομών και Μεταφορών με βάση αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια, χωρίς να μπορεί να υπερβαίνει το διοικητικό κόστος της διαδικασίας για την αρχική χορήγηση άδειας κυκλοφορίας Φ.Δ.Χ.
Όσα αναφέρθηκαν ισχύουν για τις εθνικές μεταφορές. Οι διεθνείς οδικές μεταφορές διέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης για τη διεθνή οδική μεταφορών εμπορευμάτων (CMR), η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον ν. 559/1977. Η CMR είχε σκοπό να υλοποιήσει το άρθρο 91 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ (ΣΛΕΕ), που ορίζει ότι στοχεύει στη δημιουργία μίας απελευθερωμένης αγοράς οδικών μεταφορών με την πρόσβαση υπό ορισμένες προϋποθέσεις για τη δημιουργία ίσων όρων ανταγωνισμού. Γι’ αυτό με τη CMR κι άλλους Κανονισμούς της ΕΕ παραγκωνίστηκαν όλοι οι περιορισμοί που βασίζονταν στην υπηκοότητα των μεταφορέων ή στην απαραίτητη μέχρι τότε εγκατάσταση τους στο ίδιο κράτος-μέλος με αυτό που παρέχεται η υπηρεσία.
Επομένως, ως σύμβαση χερσαίας μεταφοράς πραγμάτων ορίζεται η συμφωνία ανάμεσα σε επαγγελματία μεταφορέα και τρίτο πρόσωπο για τη μεταφορά από τόπο σε τόπο πραγμάτων του τελευταίου με αντάλλαγμα. Όσον αφορά την οδική μεταφορά επιβατών ισχύει αναλογικά η νομοθεσία περί οδικής μεταφοράς πραγμάτων, ενώ για τη χερσαία σιδηροδρομική μεταφορά επιβατών υπάρχουν ξεχωριστές προβλέψεις για τα πράγματα και τους επιβάτες. Για να χαρακτηρίζεται μία σύμβαση ως σύμβαση μεταφοράς θα πρέπει η μετατόπιση πράγματος από τόπο σε τόπο να αποτελεί το κύριο αντικείμενο της, κι όχι παρεπόμενο, όπως για παράδειγμα σε μία σύμβαση πώλησης στο πλαίσιο της οποίας συμφωνείται η παράδοση πράγματος. Παράλληλα, θα πρέπει τη μεταφορά να τη διενεργεί επαγγελματίας μεταφορέας, κι όχι να γίνεται ευκαιριακά ή μεμονωμένα ή από Ι.Χ. Καθοριστικό για την ύπαρξη σύμβασης μεταφοράς είναι η μεταφορά να γίνεται έναντι ανταλλάγματος (κομίστρου), κι όχι χαριστικά.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
-
Α. Μπεχλιβάνης, Η ευθύνη του μεταφορέα σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση CMR, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη