Της Αλεξάνδρας Μαστοράκη,
Το σημαντικότερο κείμενο αρχών έρευνας, σχετικά με τα ζητήματα ηθικής που ανακύπτουν από την διενέργεια επιστημονικών πειραμάτων με υποκείμενο το ανθρώπινο είδος, το οποίο προέκυψε ως αποτέλεσμα των Δικών της Νυρεμβέργης, μετά το πέρας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου: Ο Κώδικας της Νυρεμβέργης (Nüremberg Kodex).
Μπορούμε να αντιληφθούμε την ιδέα ενός τέτοιου συνόλου αρχών βιοηθικής με ένα «ταξίδι» στον χωροχρόνο: Το πολιτικοκοινωνικό τοπίο της πολεμικής Γερμανίας είναι εν γένει γνωστό. Ωστόσο, ο προπολεμικός Γερμανικός Ιατρικός Σύλλογος επεδείκνυε δημοκρατικότητα, με μια λίστα από αξιοσημείωτες δράσεις και επιτεύγματα, όπως η νομοθεσία της υποχρεωτικής παροχής ασφάλισης ασθενείας για τους Γερμανούς εργαζόμενους. Η ευρυθμία, όμως, του συλλόγου, δεν είχε τη δυνατότητα να εμποδίσει τις ανήθικες πρακτικές ιατρών που είχαν λάβει ενδημική μορφή, ιδίως μετά το 1920, οι οποίες έδραζαν στην ιδεολογία της φυλετικής υγιεινής. Η εδραίωση μάλιστα της φυλετικής υγιεινής ως επικρατούσας πολιτικής ιδέας βρήκε τα ερείσματα που χρειαζόταν και από την Γερμανική κυβέρνηση, η οποία στοχεύει στην ανάδειξη μιας «Άριας Φυλής», που προαπαιτούσε την εξολόθρευση εκείνων που δεν εντάσσονταν στα κριτήρια τους. Οι συνθήκες οδήγησαν στην συγχώνευση των φανατικών υποστηρικτών του φυλετικού δόγματος συγχωνεύθηκαν με τον Εθνικό Σοσιαλισμό για να προσδώσουν πολιτική διάσταση στην άσκηση της βιολογίας: πλέον αυτή θα είχε ως κύριο στόχο την επίτευξη της «φυλετικής αγνότητας»- πυρήνα της ναζιστικής ιδεολογίας.
Δεν άργησε η συσπείρωση εκείνων των γιατρών στην Ένωση Εθνικών Σοσιαλιστών Ιατρών το 1929, προκειμένου να «καθαρίσουν τη Γερμανική ιατρική κοινότητα από τον ‘Εβραϊκό Μπολσεβικισμό». Φυσικά, το νεοεμφανιζόμενο ιατρικό δόγμα δεν άργησε να αποκτήσει κατακριτές, πέρα από ακραίους υποστηρικτές. Ενδεικτικά, ο Alfons Stauder, μέλος της Υπηρεσίας Υγείας του Ράιχ, τόνιζε ότι τα «αμφίβολα πειράματα δεν έχουν θεραπευτικό σκοπό» ενώ σφοδρή κριτική εξαπέλυσε και ο Fredrich von Muller, ιατρός και πρόεδρος της Deutsche Akademie.
Με αυτά τα δεδομένα, όσο φούντωνε το φαινόμενο του ανήθικου πειραματισμού, τόσο πλήθαιναν και οι αναφορές κατάκρισης περί του θέματος. Η εκτραχυμένη κατάσταση έδωσε ώθηση στην κυβέρνηση του Ράιχ να εκδώσει «Νέες Οδηγίες για την Θεραπεία και τα Επιστημονικά Πειράματα με Υποκείμενο το Ανθρώπινο Είδος», στη Βαϊμάρη. Βασικό στοιχείο των Οδηγιών ήταν ο ξεκάθαρος διαχωρισμός μεταξύ θεραπευτικής και μη θεραπευτικής έρευνας, ενώ ως γενική γραμμή του κανονισμού οριζόταν η ρητή απαγόρευση οποιασδήποτε άσκησης χωρίς συγκατάθεση, με εξαίρεση ειδικές περιπτώσεις και μόνο εάν επρόκειτο για θεραπευτικό σκοπό. Οι Οδηγίες έφεραν στην επιφάνεια της ιατρικής κοινότητας θεμελιώδεις βιοϊατρικές αρχές, όπως η ευεργετικότητα, τо «ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν», ενώ έθιξε έντονα και το ζήτημα της ενημερωμένης συναίνεσης. Оι Οδηγίες της Βαϊμάρης είχαν ωστόσο βραχύβια εφαρμογή, καθώς καταρρίφθηκαν από τον Adolf Hitler. Το ναζιστικό ιδεώδες φάνηκε μάλιστα, να έχει ιδιαίτερη απήχηση στην ιατρική κοινότητα, με τις εγγραφές γιατρών στο ναζιστικό κόμμα να ξεπερνούν τις 38.000, μέχρι το 1942.
Μετά το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μέλη του ναζιστικού κόμματος που κρίθηκαν ένοχα για ένα σύνολο εγκλημάτων πολέμου καταδικάστηκαν. Οι καταδίκες των εγκληματιών ήταν αποτέλεσμα δικών που έλαβαν χώρα στη Νυρεμβέργη της Γερμανίας, ξεκινώντας από τις 20 Νοεμβρίου του 1945, γνωστές ως οι Δίκες της Νυρεμβέργης. Μία εξ αυτών ήταν η «Δίκη των Ιατρών». Σε αυτήν, καταδικάστηκαν οι υπεύθυνοι γιατροί για την διάπραξη ανήθικων πειραμάτων σε ανθρώπους, όσο διήρκησε ο πόλεμος. Στο σύνολο των καταδίκων συμπεριελήφθησαν κυρίως γιατροί που τέλεσαν απάνθρωπα πειράματα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Πώς υπερασπίστηκαν, όμως, τους εαυτούς τους οι κατηγορούμενοι γιατροί; Ένα μεγάλο σύνολο δήλωσαν ότι οι πρακτικές τους ήταν όμοιες με τις προπολεμικές πρακτικές. Μάλιστα υποστήριξαν πως δεν υπήρχε ακόμα η νομική βάση, η οποία θα διέκρινε τα νόμιμα από τα παράνομα πειράματα. Η αλήθεια είναι πως το τελευταίο επιχείρημα είχε ισχύ, αν αναλογιστούμε την κατάρριψη των οδηγιών από τον Hitler, πράγμα που προβλημάτιζε τους Dr. Andrew Ivy και Dr. Leo Alexander, οι οποίοι «έπαιξαν» πρωταγωνιστικό ρόλο στην επιβολή ποινών των ενόχων, καθώς συνεργάστηκαν με την αρμόδια δίωξη κατά τη διάρκεια της δίκης. Πάραυτα όμως, τον Απρίλιο του 1947, ο Dr. Alexander ήταν αποφασισμένος να προωθήσει το ζήτημα σε διεθνές επίπεδο. Υπέβαλε, έτσι, μνημόνιο στο Συμβούλιο των Ηνωμένων Πολιτειών για Εγκλήματα Πολέμου παρουσιάζοντας έξι ρυθμίσεις που θα καθιέρωναν την έννομη ιατρική έρευνα.
Στις 20 Αυγούστου του ίδιου έτους, εκδόθηκε και η ετυμηγορία των δικαστών εναντίον 23 εμπλεκομένων. Στο περιεχόμενο της ετυμηγορίας συμπεριλήφθηκαν οι ρυθμίσεις του προαναφερθέντος μνημονίου ενώ προστέθηκαν και άλλες τέσσερις. Οι δέκα ρυθμίσεις έμειναν γνωστές ως ο «Κώδικας της Νυρεμβέργης», στον οποίον εμπεριέχονται αρχές όπως η συναίνεση του ενημερωμένου ασθενή και η απουσία εξαναγκασμού – εκτενής αναφορά θα γίνει αργότερα. Υποστηρίζεται ότι ο Κώδικας στις ρίζες του βασίζεται θεωρητικά στις αρχές του Όρκου του Ιπποκράτη.
Οι δέκα αρχές του Κώδικα είναι οι εξής:
- Η εθελοντική συναίνεση του εξεταζόμενου είναι αναγκαία.
- Το πείραμα πρέπει να είναι τέτοιο, ώστε να παράγει καρποφόρα αποτελέσματα για το καλό της κοινωνίας, απροσέγγιστο μέσω άλλων μεθόδων ή μέσω μελέτης και σίγουρα διόλου τυχαίο και περιττό.
- Το πείραμα θα πρέπει να σχεδιαστεί και να βασίζεται σε αποτελέσματα πειραμάτων σε ζώα, στην γνώση του φυσικού ιστορικού της νόσου ή άλλον προβλημάτων υπό μελέτη για να διασφαλιστεί ότι τα αναμενόμενα αποτελέσματα θα αιτιολογήσουν την εκτέλεση του πειράματος.
- Το πείραμα πρέπει να διεξάγεται με συγκεκριμένο τρόπο, έτσι ώστε να αποφεύγεται κάθε άσκοπη σωματική και ψυχική οδύνη και τραυματισμός.
- Δεν πρέπει να διεξάγεται πείραμα όταν υπάρχει εκ των προτέρων υποψία θανάτου ή τραυματισμού ως αποτέλεσμα. Εκτός, από εκείνα τα πειράματα, όπου οι πειραματικοί γιατροί χρησιμεύουν επίσης, ως υποκείμενα.
- Ο βαθμός κινδύνου, δεν πρέπει να υπερβαίνει εκείνον που καθορίζεται από την ανθρωπιστική σημασία του προβλήματος που καλείται να επιλυθεί από το πείραμα.
- Θα πρέπει να πραγματοποιηθούν οι κατάλληλες προετοιμασίες και να υπάρχουν οι κατάλληλες εγκαταστάσεις για την προστασία του εξεταζόμενου, ακόμη και από τις ελάχιστες πιθανότητες τραυματισμού, αναπηρίας ή πρόκλησης θανάτου.
- Το πείραμα πρέπει να διεξάγεται παρά μόνο από πρόσωπα επιστημονικώς εγκεκριμένα. Ο υψηλότερος βαθμός εμπειρίας και φροντίδας απαιτείται σε όλα τα στάδια του πειράματος από εκείνους που διεξάγουν ή συμμετέχουν σε αυτό.
- Καθ’ όλη τη διάρκεια του πειράματος, ο εξεταζόμενος έχει την ελευθερία να τερματίσει το πείραμα, αν έχει φτάσει στη φυσική ή ψυχική κατάσταση, όπου η συνέχιση του πειράματος του φαίνεται μη δυνατή.
- Κατά τη διάρκεια του πειράματος, ο επιστήμονας που είναι υπεύθυνος, πρέπει να είναι προετοιμασμένος να σταματήσει το πείραμα σε οποιοδήποτε στάδιο, εάν έχει πιθανό λόγο να πιστεύει κατά την άσκηση της καλής πίστης, την ανώτερη ικανότητα και την προσεκτική κρίση που απαιτείται από αυτόν, ότι η συνέχιση του πειράματος είναι πιθανό να οδηγήσει σε τραυματισμό, αναπηρία ή θάνατο του εξεταζόμενου.
Κατά τα πρώιμα του χρόνια, ο Κώδικας δεν είχε καταφέρει να αποκτήσει την ευρεία αναγνώριση για την οποία προοριζόταν. Χρειάστηκε να περάσουν είκοσι έτη από την δημιουργία του, ώστε το όνομα και το περιεχόμενό του να λάβουν διεθνείς εκτάσεις. Σημειώθηκαν παράλληλα, διχογνωμίες περί του προσώπου που αυθεντικά συνέταξε τον Κώδικα, με πολλά ονόματα να διεκδικούν το έργο. Ωστόσο, μετά από προσεκτική ανάγνωση του καταγραφικού κειμένου της Δίκης των Ιατρών, των εγγράφων ιστορικού και των τελικών κρίσεων, η συγγραφική ταυτότητα του Κώδικα προσδιορίστηκε ως κοινή, καθώς ο Κώδικας έλαβε μορφή και εξελίχθηκε μέσα από την ίδια τη δίκη.
Βέβαια, ο Κώδικας της Νυρεμβέργης δεν έχει επίσημα αποκτήσει νομικό έρεισμα, ούτε συναφή αναγνώριση από οποιοδήποτε έθνος ή ένωση – κατά γενική ομολογία υπονομεύθηκε από τον δυτικό κόσμο. Περαιτέρω, το κείμενο παρουσίαζε ορισμένα ρυθμιστικά κενά, καθώς στην τελική απόφαση δεν διευκρινίστηκε εάν είναι υποχρεωτική η εφαρμογή του Κώδικα σε περιπτώσεις πολιτικών κρατούμενων, καταδικασμένων εγκληματιών και υγιών εθελοντών. Παράγοντες όπως η μερική ασάφεια, η βαρβαρότητα των ανήθικων ιατρικών πειραμάτων και η ασυμβίβαστη γλώσσα του Κώδικα της Νυρεμβέργης έδωσαν την ιδέα ότι ο Κώδικας δημιουργήθηκε και προοριζόταν για μοναδικές παραβιάσεις.
Σε γενικό σύνολο, όμως, ο Κώδικας εξακολουθεί να θεωρείται το πιο ουσιώδες έγγραφο στην ιστορία της ηθικής δεοντολογίας της κλινικής έρευνας, με καθολικό αντίκτυπο στα παγκόσμια ανθρώπινα δικαιώματα. Ο Κώδικας της Νυρεμβέργης και η σχετική Δήλωση του Ελσίνκι αποτελούν την βάση του Κώδικα Ομοσπονδιακών Κανονισμών. Επιπλέον, το κείμενο έδωσε ώθηση στην ιδέα της ενημερωμένης συγκατάθεσης στην παγκόσμια σφαίρα, καθώς σήμερα θεωρείται παγκοσμίως αποδεκτή και αποτελεί το άρθρο 7 του Διεθνούς Συμφώνου των Ηνωμένων Εθνών για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Τέλος, ο Κώδικας αξιοποιήθηκε ως θεμέλιο για τις Διεθνείς Οδηγίες Δεοντολογίας για την Βιοϊατρική Έρευνα με Ανθρώπινο Υποκείμενο που πρότεινε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ο Κώδικας της Νυρεμβέργης στην Ιατρική Επιστήμη, anoixtoparathyro.gr, διαθέσιμο εδώ
- Nuremberg Code, britannica.com, διαθέσιμο εδώ