13.3 C
Athens
Πέμπτη, 9 Ιανουαρίου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ αυτόφωρη διαδικασία και οι εξαιρέσεις της

Η αυτόφωρη διαδικασία και οι εξαιρέσεις της


Της Ελένης Κάζου,

Αυτόφωρο έγκλημα είναι σύμφωνα με το άρθρο 242 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το έγκλημα το οποίο καταλαμβάνεται κατά την τέλεσή του ή σε πολύ πρόσφατο χρόνο. Ο χαρακτηρισμός ενός εγκλήματος ως αυτόφωρου ενεργοποιεί δυνητικά την αυτόφωρη διαδικασία. Ιδιαίτερα: Η αυτόφωρη διαδικασία στην ποινική δική αποτελεί μια συνοπτική διαδικασία. Συνοπτική, καθώς όταν αυτή τίθεται σε εφαρμογή αποτέμνεται σημαντικά το στάδιο της προδικασίας και συντομεύεται ιδιαίτερα η προπαρασκευαστική διαδικασία. Στόχος εξάλλου αυτής της ρύθμισης είναι η ταχύτατη διεξαγωγή της δίκης αμέσως μετά την τέλεση του εγκλήματος. Με αυτόν τον τρόπο έκρινε ο νομοθέτης πως συγκεντρώνονται ευχερέστερα οι αποδείξεις και συνακόλουθα αποκαθίσταται πληρέστερα η διαταραχθείσα κοινωνική ειρήνη. Από την άλλη, ως προς την κύρια διαδικασία, στο ακροατήριο δεν σημειώνεται κάποια απόκλιση σε σχέση με τη συνήθη κύρια διεργασία, η οποία εφαρμόζεται σε όλα τα αδικήματα.

Στο άρθρο 426 ΚΠΔ αναλύονται οι δύο περιπτώσεις κατά τις οποίες η υπόθεση παραπέμπεται στην τακτική διαδικασία από το Δικαστήριο. Στην πρώτη περίπτωση, κρίνεται πως το έγκλημα δεν πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να προσλάβει τον χαρακτήρα του «αυτόφωρου». Από την άλλη, στην δεύτερη περίπτωση το Δικαστήριο διαπιστώνει πως παρά τις αναβολές που δόθηκαν, οι αποδείξεις δεν επαρκούν. Εδώ, η παραπομπή στην τακτική διαδικασία, η οποία έχει ως κύριο στόχο τη συμπλήρωση της υπόθεσης με επαρκείς αποδείξεις, γίνεται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 43 ΚΠΔ: Ο Εισαγγελέας έχει την υποχρέωση να παραγγείλει προανάκριση ή ανάκριση [Καλφέλης Γ., Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία, Ειδικές Διαδικασίες. Αυτόφωρο έγκλημα και αυτόφωρη διαδικασία = Αίτηση ακυρώσεως διαδικασίας και αποφάσεως, 1998, σελ. 171].

Υπάρχουν ειδικές διατάξεις νόμων στις οποίες προβλέπονται ορισμένες κατηγορίες προσώπων που εξαιρούνται από την αυτόφωρη διαδικασία. Συγκεκριμένα: Σύμφωνα με το άρθρο 39 παρ. 3 Ν 4194/2013 δεν ακολουθείται η αυτόφωρη διαδικασία στα πλημμελήματα που φέρεται να έχει διαπράξει δικηγόρος. Δικηγόρος ο οποίος συλλαμβάνεται οποιαδήποτε ημέρα και ώρα δεν κρατείται, αλλά οδηγείται αμέσως ενώπιον του αρμόδιου Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. Αντίθετα, επί των πλημμελημάτων εφαρμόζονται όσα ισχύουν και επί των υπόλοιπων πολιτών.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Rosemary Ketchum

Παράλληλα, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 242 ΚΠΔ «τα εγκλήματα που τελούνται από ανήλικο δεν δικάζονται ως αυτόφωρα». Η νομοθετική αυτή πρόβλεψη είναι σύμφωνη με την πρακτική που θέλει τους ανηλίκους να μην υποβάλλονται στην αυτόφωρη διαδικασία. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει πως δεν είναι δυνατή η σύλληψη του ανηλίκου όταν αυτός καταλαμβάνεται «επ’ αυτοφώρω» να τελεί ένα αδίκημα, ούτε ότι αυτός δεν προσάγεται ενώπιον του Εισαγγελέα (μάλιστα η προσαγωγή του είναι υποχρεωτική βάσει του άρθρου 279 ΚΠΔ), αφού υπάρχει σαφής διάκριση ανάμεσα στη σύλληψη, την προσαγωγή και την εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας.

Ακόμη, σύμφωνα με την παράγραφο 9 του άρθρου 41 ΣΤ Ν. 2725/1999, δεν ακολουθείται η αυτόφωρη διαδικασία για πλημμελήματα, αν η πράξη στρέφεται κατά της τιμής ή αφορά εντελώς ελαφρά ή ασήμαντη σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας και φέρεται ότι διαπράχθηκε από διαιτητή οποιουδήποτε αθλήματος ή βοηθό του, κατά την εκτέλεση των σχετικών με τον αγώνα καθηκόντων τους, ή από αθλητή κατά τη συμμετοχή του σε αθλητική συνάντηση. Τέλος, η αυτόφωρη διαδικασία δεν εφαρμόζεται για το έγκλημα της σωματικής βλάβης από αμέλεια, υπό την προϋπόθεση ότι ο οδηγός, που ενεπλάκη προηγουμένως σε τροχαίο ατύχημα, συμμορφώθηκε με τις υποχρεώσεις του άρθρου 43 παρ. 2 ΚΟΚ (παροχή αναγκαίας βοήθειας και συμπαράστασης στους παθόντες, ειδοποίηση της πλησιέστερης αστυνομικής αρχής και παραμονή στον τόπο του ατυχήματος μέχρι την άφιξή της, εκτός αν είναι αναγκαία η απομάκρυνσή του για την ειδοποίηση της Αστυνομίας ή για την περίθαλψη των τραυματιών ή του ίδιου και αποτροπή οποιασδήποτε μεταβολής στον τόπο του ατυχήματος η οποία θα μπορούσε να δυσκολέψει το έργο της Αστυνομίας, με εξαίρεση τις ενέργειές του εκείνες οι οποίες αποβλέπουν στην αποκατάσταση της τυχόν διακοπείσας κυκλοφορίας), και δεν κρίνεται ύποπτος φυγής ή ιδιαίτερα επικίνδυνος.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Δαλακούρας Θ., Ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, 2020, 2η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη.
  • Μαργαρίτης Λ., (εποπτεία), Ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, 2020, Νομική Βιβλιοθήκη.
  • Αργύριος Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 2020, 7η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ελένη Κάζου
Ελένη Κάζου
Γεννήθηκε το 2003 στην Καβάλα. Είναι προπτυχιακή φοιτήτρια του τμήματος Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την εμβάθυνση και εξειδίκευση σε σύγχρονα ζητήματα του ουσιαστικού και δικονομικού ποινικού δικαίου. Ομιλεί άπταιστα την Αγγλική και πολύ καλά τη Γερμανική γλώσσα. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με το σκάκι, την εκμάθηση ξένων γλωσσών, τα ταξίδια και την μουσική