17.3 C
Athens
Τετάρτη, 8 Ιανουαρίου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΟι συμβάσεις παραχώρησης κι εκπόνησης λογισμικού

Οι συμβάσεις παραχώρησης κι εκπόνησης λογισμικού


Του Θανάση Πεταλά,

Η αλματώδης ανάπτυξη της τεχνολογίας έφερε στο φως συμβάσεις με αντικείμενο το ψηφιακό περιεχόμενο και τις ψηφιακές υπηρεσίες. Αυτές ολοένα και πληθαίνουν κι, ενόψει της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (ΑΚ 361), αλλά και της εγγενούς ιδιομορφίας που παρουσιάζουν, εμφανίζουν αποκλίσεις από τους παραδοσιακούς συμβατικούς τύπους του αστικού κώδικα. Παρακάτω θα αναλυθούν ειδικότερα οι συμβάσεις που αφορούν το λογισμικό. Χρειάζεται στο σημείο αυτό όμως να κάνουμε τη βασική διάκριση μεταξύ σύμβασης παραχώρησης τυποποιημένου κι εκπόνησης ατομικού λογισμικού.

Η σύμβαση παραχώρησης τυποποιημένου λογισμικού

Η σύμβαση παραχώρησης τυποποιημένου λογισμικού είναι η συνηθέστερη στον χώρο των υπό ευρεία έννοια συμβάσεων πληροφορικής και διακρίνεται από τη μία μεριά σε οριστική κι από την άλλη σε περιορισμένου χρόνου. Κατ’ ουσίαν αποτελεί άδεια εκμετάλλευσης συγκεκριμένου προγράμματος η/υ, καθώς με την κατάρτισή της παραχωρείται η χρήση ενός «έτοιμου», τυποποιημένου προγράμματος, σχεδιασμένου δηλαδή για να ανταποκριθεί με επάρκεια σε γενικές ανάγκες μεγάλου αριθμού χρηστών, χωρίς να προσαρμόζεται στις οικονομικές, επαγγελματικές ή προσωπικές ανάγκες του καθενός. Σύμφωνα με τον νόμο 2121/1993, που ενσωματώνει την ενωσιακή οδηγία 91/250 σχετικά με την προστασία των προγραμμάτων η/υ, αντικείμενο της άδειας εκμετάλλευσης είναι ειδικότερα το δικαίωμα χρήσης του προγράμματος η/υ από τον χρήστη, το όποιο περιλαμβάνει την αναπαραγωγή, μεταφορά, προσαρμογή κτλ του προγράμματος, όταν αυτό είναι απαραίτητο για να πραγματωθεί η κατά προορισμό χρήση του, καθώς και τη δημιουργία εφεδρικών αντίγραφων για λόγους ασφαλείας. Ενδεικτικό παράδειγμα συνιστούν τα διάφορα προγράμματα που χρησιμοποιούνται ευρέως είτε από ιδιώτες (πχ Microsoft Word, Zoom κ.α.) είτε από εταιρίες κι επαγγελματικές ομάδες (πχ Autodesk, Autocad κ.α.).

Στην οριστική παραχώρηση τυποποιημένου λογισμικού, θεωρία και νομολογία συμφωνούν στην αναλογική εφαρμογή των διατάξεων περί πώλησης (ΑΚ 513 επ.) με το εξής σκεπτικό. Ως γνωστόν το πρόγραμμα η/υ είναι άυλο αγαθό και ρυθμίζεται από τον νόμο 2121/1993, επειδή κατά πλάσμα δικαίου υπάγεται στην ευρύτερη κατηγορία των έργων λόγου. Ωστόσο, εμφανίζει διαφορές από τα άλλα άυλα αγαθά. Συγκεκριμένα, ένα πρόγραμμα η/υ δεν είναι ακριβώς αυτοτελές, διότι δεν μπορεί να αξιοποιηθεί, αν δεν ενσωματωθεί πρώτα σε κατάλληλο πληροφοριακό φορέα. Αυτό έχει ως επακόλουθο να ταυτίζεται με την υλική του ενσωμάτωση σε πληροφοριακό φορέα, καθώς μόνον έτσι αποκτά υλική υπόσταση. Επιπρόσθετα, στις συναλλαγές ο χρήστης (αγοραστής) δεν ενδιαφέρεται να αποκτήσει την αφηρημένη ιδέα και τις αρχές του προγράμματος, αλλά ένα προϊόν που πρακτικά να ανταποκρίνεται με γρήγορο κι αποτελεσματικό τρόπο στις εκάστοτε ανάγκες του. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι κι η Σύμβαση της Βιέννης για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών θεωρεί το λογισμικό εμπόρευμα. Ενόψει των παραπάνω το λογισμικό φαίνεται να προσιδιάζει σε πράγμα κι επομένως δεν τίθεται κανένα δογματικό ζήτημα στην αντιμετώπισή του στις συναλλαγές σαν να είναι (κινητό) πράγμα υπό την έννοια του εμπράγματου δικαίου. Έτσι δικαιολογείται η αναλογική και χωρίς πρόβλημα εφαρμογή των διατάξεων της πώλησης για το λογισμικό.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα Χρήσης: Andrea Piacquadio

Χρειάζεται να αναφερθεί στο σημείο αυτό πως με τον νόμο 4967 / 2022, που ενσωματώνει τις ενωσιακές οδηγίες 770 & 771 / 2019, εκσυγχρονίζεται το νομικό πλαίσιο της πώλησης με αντικείμενο ψηφιακό περιεχόμενο. Οι δυο οδηγίες οριοθετούν ένα ενιαίο κι αλληλοσυμπληρούμενο λειτουργικό σύνολο και κατευθύνονται στην εξυπηρέτηση δύο εκ των βασικότερων σκοπών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι αφενός η διασφάλιση της προσήκουσας λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς (ΣΛΕΕ άρθρο 26) κι αφετέρου η οικοδόμηση ενός πληρέστερου κι αποτελεσματικότερου πλαισίου προστασίας για τον καταναλωτή (ΣΛΕΕ άρθρο 169). Το ουσιαστικό περιεχόμενο των οδηγιών περιλαμβάνεται κατ’ αρχήν στον νόμο 4967 / 2022, αλλά και σε πρόσφατα τροποποιημένες διατάξεις του αστικού κώδικα, που αφορούν το δίκαιο της πώλησης (ΑΚ 513 επ.), και στον νόμο για την Προστασία του Καταναλωτή (ν. 2251/1994).

Από τις δύο οδηγίες εκείνη που ρυθμίζει τις συμβάσεις οριστικής παραχώρησης λογισμικού συγκεκριμένα είναι η πρώτη, δηλαδή η Οδηγία 770 / 2019, που αφορά κάθε σύμβαση σχετική με την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου ή ψηφιακής υπηρεσίας. Η έκδοσή της θεωρήθηκε αδήριτη ανάγκη, προκειμένου να θεραπευθούν νομικά ζητήματα που εγείρονται εξαιτίας της διαφορετικής ρύθμισης των συμβάσεων ψηφιακού περιεχομένου ή υπηρεσίας στα δίκαια των κρατών – μελών. Τέτοιο ζήτημα αποτελεί για παράδειγμα η νόθευση του ελεύθερου ανταγωνισμού κατά κύριο λόγο σε διασυνοριακές συναλλαγές επιχειρήσεων – καταναλωτών, επειδή η ύπαρξη διαφορετικών νομικών πλαισίων καθιστά αφενός για τις επιχειρήσεις (τουλάχιστον τις μικρομεσαίες) δυσχερέστερη την επέκταση της εμπορικής τους δραστηριότητας δίχως αυξημένα κόστη σε άλλες χώρες της ένωσης κι αφετέρου για τους καταναλωτές ασφαλέστερη την επιλογή εγχώριας συναλλαγής, όπου το νομικό πλαίσιο τους είναι πιο γνώριμο.

Έτσι λοιπόν, το νέο νομικό καθεστώς ρυθμίζει αναλυτικά μεταξύ άλλων τις υποχρεώσεις που βαρύνουν τον έμπορο (πχ συμμόρφωση, ενημέρωση, παράδοση) και τα αντίστοιχα δικαιώματα με τα όποια είναι εξοπλισμένος ο καταναλωτής (διόρθωση, μείωση ανταλλάγματος, υπαναχώρηση, αποζημίωση), καθώς και το ακανθώδες ζήτημα της ευθύνης των μερών και τις έννομες συνέπειες της πλημμελούς εκπλήρωσης της σύμβασης. Πρωταρχική υποχρέωση του εμπόρου είναι η υποχρέωση προμήθειας ψηφιακού περιεχομένου ή υπηρεσίας, που πληροί τις συμφωνημένες από τα μέρη υποκειμενικές κι αντικειμενικές απαιτήσεις συμμόρφωσης, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση (άρθρο 6 ν. 4967 / 2022).

Διαφορετική είναι η περίπτωση της παραχώρησης τυποποιημένου λογισμικού για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Εδώ ο χρήστης «νοικιάζει» κατά κάποιον τρόπο το πρόγραμμα, αποκτά δηλαδή το δικαίωμα χρήσης του κι ως αντάλλαγμα υποχρεούται να καταβάλλει περιοδικά ένα συμφωνημένο τίμημα. Μετά τη λήξη της σύμβασης υποχρεούται είτε να το διαγράψει είτε να το επιστρέψει στον δημιουργό. Είναι φανερό λοιπόν ότι εδώ πρόκειται για σύμβαση μίσθωσης προσοδοφόρου αντικειμένου και θα εφαρμοστούν οι διατάξεις των άρθρων 638 επ. ΑΚ.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα Χρήσης: Pixabay

Σύμβαση εκπόνησης ατομικού λογισμικού

Η σύμβαση εκπόνησης ατομικού λογισμικού έχει ως αντικείμενο όχι την παραχώρηση της χρήσης λογισμικού αλλά την ανάπτυξη νέου λογισμικού από τον προγραμματιστή κατά τις ανάγκες του χρήστη. Ο τελευταίος θέτει τις γενικές προδιαγραφές, ήτοι τους στόχους στους οποίους αποβλέπει με το υπό κατασκευή πρόγραμμα και τις λειτουργιές που θέλει αυτό να επιτελεί, έτσι ώστε το μελλοντικό πρόγραμμα να ανταποκρίνεται πλήρως στις εξατομικευμένες (επαγγελματικές, οικονομικές, προσωπικές) ανάγκες του. Αναμφίβολα λοιπόν πρόκειται για σύμβαση έργου (ΑΚ 681 επ.), στην οποία ο εργολάβος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το συμφωνημένο έργο, δηλαδή να δημιουργήσει το πρόγραμμα και να το παραδώσει έγκαιρα στον εργοδότη, δίχως πραγματικά και νομικά ελαττώματα, κι ο εργοδότης αντιθέτως αναλαμβάνει να καταβάλλει το συμφωνηθέν τίμημα. Επειδή βέβαια η ύπαρξη λαθών (bugs) είναι συνήθως αναπόδραστο επακόλουθο της εκπόνησης νέου λογισμικού, θεωρείται πως αυτή δε συνιστά παράβαση της συμβατικής υποχρέωσης του εργολάβου, εκτός κι αν υπάρχει ουσιώδης απόκλιση της λειτουργίας του λογισμικού από τη συμφωνηθείσα.

Θεωρείται επίσης παρεπόμενη υποχρέωση του εργολάβου στη φάση των διαπραγματεύσεων για τη σύμβαση, απορρέουσα από την αρχή της καλής πιστής (ΑΚ 288), η υποχρέωση διαφώτισης και πληροφόρησης του εργοδότη αναφορικά με τα τεχνικά στοιχεία του λογισμικού και τον τρόπο λειτουργίας του, προκειμένου να μην σχηματισθεί εσφαλμένα η δικαιοπρακτική του βούληση. Το ίδιο ισχύει και για την υποχρέωση μυστικότητας, αν ο εργολάβος έχει πρόσβαση σε εμπορικά και βιομηχανικά απόρρητα του αντισυμβαλλομένου του κατά τη διάρκεια εκπόνησης του λογισμικού. Τέλος, όταν η ανάπτυξη του ατομικού προγράμματος αποτελεί εκπλήρωση υποχρέωσης εργασίας, πρόκειται για την αντίστοιχη σύμβαση και θα εφαρμοστούν οι διατάξεις των άρθρων 648 επ. ΑΚ. Παροχές με αντικείμενο συμβουλευτικές υπηρεσίες για τον προγραμματισμό, τεχνική κατάρτιση του προσωπικού κι υποστήριξη του λογισμικού συνήθως εμπίπτουν στο εν λόγω ρυθμιστικό πεδίο.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Ι. Ιγγλεζάκης, Δίκαιο Πληροφορικής, Εκδόσεις Σάκκουλα, 4η έκδοση, 2021
  • Ζάντζα Αθηνά, Η επίδραση της Οδηγίας 2019/770 στο λογισμικό και τις συμβάσεις λογισμικού, 2022. Διαθέσιμο εδώ.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Θανάσης Πεταλάς
Θανάσης Πεταλάς
Είναι προπτυχιακός φοιτητής στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για θέματα αστικού και ποινικού δικαίου. Είναι γνώστης της αγγλικής και της γερμανικής γλώσσας, ενώ στον ελεύθερό του χρόνο παρακολουθεί μαθήματα γαλλικών. Πιστεύει στη δύναμη του γραπτού λόγου για την ενημέρωση και την έμπνευση.