14 C
Athens
Τρίτη, 7 Ιανουαρίου, 2025
ΑρχικήΠολιτισμόςΣπάζοντας το φράγμα μεταξύ «υψηλής τέχνης» και «υποκουλτούρας»: Το παράδειγμα της pop-art

Σπάζοντας το φράγμα μεταξύ «υψηλής τέχνης» και «υποκουλτούρας»: Το παράδειγμα της pop-art


Της Δήμητρας Βασιλείου,

Αναπαραστάσεις τενεκεδένιων κουτιών γνωστής συμπυκνωμένης σούπας του Έλβις Πρίσλεϊ και της Μέριλιν Μονρόε, θέματα δανεισμένα από αμερικανικά κόμικς (Μίκι Μάους, Ποπάι) και το χώρο της διαφήμισης μας κάνουν να αναρωτιόμαστε «τι είδους τέχνη είναι όλα αυτά;», «τι είδους συναισθήματα μας διεγείρουν», «μα δεν είναι στοιχεία υποκουλτούρας;».

Πρόκειται για ερωτήματα που καθένας από εμάς εύλογα θα αναρωτηθεί ευρισκόμενος για πρώτη φορά μπροστά από ένα έργο της pop-art και τα οποία κλήθηκα πρόσφατα να αναλογιστώ, όταν επισκέφθηκα το “Foundation Louis Vuitton” στο Παρίσι, το οποίο από 17 Οκτωβρίου 2024 μέχρι 24 Φεβρουαρίου 2025 θα φιλοξενεί την έκθεση “Pop Forever, Tom Wesselmann & …”.

Η καλλιτεχνική υπερβολή, η σάτιρα, ο αυθορμητισμός, οι έντονες χρωματικές αντιθέσεις και η κατάρριψη κάθε παραδοσιακής αντίληψης που μπορεί να έχουμε για το τι εστί τέχνη ή ορθότερα, για το τι «πρέπει» να είναι τέχνη, συνιστούν βασικά στοιχεία και σημείο αφετηρίας για την εξέλιξη του κινήματος της pop-art.

Βρισκόμαστε στη Βρετανία στις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν μία ριζοσπαστική ομάδα νέων καλλιτεχνών, συγγραφέων και κριτικών, η Independent Group (IG), έρχεται να αμφισβητήσει κάθε μοντερνιστική και ελιτίστικη άποψη για την τέχνη της εποχής, έχοντας ως κύριο στόχο να υπηρετήσει τη μαζική κουλτούρα, συνδέοντάς την με ένα είδος εμπορικής τέχνης, που απευθύνεται σε ένα ευρύ κοινό. Οι νέοι αισθάνονταν την τέχνη, την οποία διδάσκονταν στις σχολές καλών τεχνών, αποκομμένη από την καθημερινότητά τους. Με αυτόν τον τρόπο, στράφηκαν σε πηγές, όπως οι ταινίες του Χόλυγουντ, η διαφήμιση, οι συσκευασίες προϊόντων και τα κόμικς. Όλα αυτά συνέθεσαν το κίνημα, το οποίο, το 1957, ο Ρίτσαρντ Χάμιλτον, κεντρική φιγούρα της Pop-Art σε μία επιστολή προς τους φίλους του θα χαρακτηρίσει ως «δημοφιλές, προσωρινό, χαμηλού κόστους, βιομηχανικό, νεαρό, πνευματώδες, σέξι, τέχνασμα, γοητευτικό, μεγάλη επιχείρηση».

Andy Warhol, Shot Sage Blue Marilyn, 1964, Fondation Louis Vuitton Παρίσι, Δικαιώματα χρήσης: Δήμητρα Βασιλείου

Ο όρος pop-art αποδίδεται στο Βρετανό κριτικό τέχνης, Λόρενς Άλογουεϊ, ο οποίος χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο το 1958. Έως τότε οι pop-art καλλιτέχνες αποκαλούνταν «νεό-νταντά» λόγω του κινήματος του ντανταϊσμού, το οποίο θεωρείται πρόδρομος της pop-art και αναπτύχθηκε μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στις εικαστικές τέχνες, το θέατρο και τη λογοτεχνία, επηρεάζοντας και άλλα ρεύματα, όπως αυτό της pop-art. Σημείο αναφοράς και των δύο κινημάτων είναι η εξίσωση του απλού, καθημερινού και συνηθισμένου σε αντικείμενο της τέχνης. Την ίδια περίοδο στη Μ. Βρετανία γνώριζε άνθιση και η pop μουσική μεταξύ των νέων — κάτι που συνδέεται με την τέχνη της pop art.

Joan Rabascall, Atomic Kiss, 1986, MACBA Collection, Πηγή εικόνας: macba.cat

Ως ενορχηστρωτές του κινήματος θεωρούνται οι Τζάσπερ Τζονς, Ρόμπερτ Ράουσενμπεργκ, Άντι Γουόρχολ και Ρόι Λίχτενσταϊν. Αν και η pop-art βρίσκει τις ρίζες της στη Βρετανία, θα γνωρίσει ευρεία αναγνώριση στην Αμερική λόγω της οικονομικής ευρωστίας, της καταναλωτικής «μανίας», της επιρροής της στη μόδα, την τέχνη, τη μουσική και την τεχνολογία. Καλλιτέχνες από πολλές χώρες ορμώμενοι από τα νέα που έρχονταν από την Αμερική και εν γένει την πολιτική και κοινωνικό-οικονομική της ατζέντα άρχισαν να απασχολούνται γύρω από τον κόσμο της pop-art και να προσπαθούν να αποτυπώσουν στα έργα τους μία απτή πραγματικότητα, η οποία ξεπερνούσε τα όρια του απλοϊκού και εύκολου. Γεννούσε βαθύτερα συναισθήματα και προβλημάτιζε την κοινή γνώμη. Το έργο του Τζόαν Ράμπασκαλ (Joan Rabascall), “Atomic Kiss”, αποτέλεσε «όπλο» διαμαρτυρίας για την απειλή ενός επικείμενου παγκοσμίου πολέμου. Μάλιστα, περιγράφοντας το κίνητρο του πίσω από τα έργα του ανέφερε χαρακτηριστικά: «Αυτό που ήταν σημαντικό, πιστεύω, ήταν να απομακρυνθούμε από την αφηρημένη τέχνη, η οποία κυριαρχούσε στις γκαλερί και να κάνουμε κάτι που να ανταποκρίνεται στην εποχή, στην οποία ζούσαμε».

Ο Άντι Γουόρχολ, με τη σειρά του, προερχόμενος από το διαφημιστικό χώρο, ταύτιζε την τέχνη με τη διαφήμιση: «Η τέχνη είναι διαφήμιση. Η Μόνα Λίζα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως υποστήριξη για μια μάρκα σοκολάτας, για την Coca-Cola ή για οτιδήποτε άλλο». Για τον Γουόρχολ, η τέχνη, όπως και η διαφήμιση είναι ένα μέσο μετάδοσης ενός μηνύματος, μίας εικόνας, καθώς ακόμη και οι πιο ιεροποιημένες εικόνες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για εμπορικούς σκοπούς.

Tom Wesselmann, Still Life #60, Πηγή εικόνας: artbasel.com

H έκθεση “Pop Forever, Tom Wesselmann & …” είναι ταυτόχρονα αναδρομική και θεματική, καθώς χρησιμοποιεί έργα του καλλιτέχνη, όπως τα Great American Nudes ως αφετηρία για μία γενικότερη παρουσίαση της Pop-Art, αλλά και για την έναρξη ενός εποικοδομητικού διαλόγου με τα αμερικανικά εικονίδια των συγχρόνων του (Evelyne Axell, Jasper Johns, Roy Lichtenstein, Marisol, Marjorie Strider, Andy Warhol). Ο Wesselmann ενέταξε στην τέχνη του το εικονικό λεξιλόγιο της εποχής του, χρησιμοποιώντας διαφημίσεις, πινακίδες, εικόνες και αντικείμενα. Στο σταυροδρόμι μεταξύ ζωγραφικής και γλυπτικής τα έργα του ενσωματώνουν, επίσης, πολυμέσα (φως, κίνηση, ήχο, βίντεο). Όσο για τις τεράστιες Standing Still Lifes, οι οποίες βρίσκονται στο σταυροδρόμι της ζωγραφικής και της εγκατάστασης, εισάγουν μια μορφή, που δεν είχε ξαναδεί το κοινό. Συνθέσεις από καμβάδες σε διάφορα σχήματα, τα οποία απεικονίζουν προσωπικά αντικείμενα σε τεράστιες κλίμακες.

Επιστρέφοντας, λοιπόν, στα αρχικά ερωτήματα με τα οποία ξεκίνησε αυτή η συζήτηση και αναλογιζόμενη τα συναισθήματα που με διαπερνούσαν καθ’ όλη τη διάρκεια της έκθεσης, θα μπορούσα με σιγουριά να πω πως ναι, πράγματι η Pop-art έχει αυτή τη δύναμη να κεντρίζει το ενδιαφέρον του θεατή. Χρησιμοποιεί εικόνες, ήχους, απλά καθημερινά αντικείμενα, τα οποία μας είναι τόσο οικεία και τελικά, καταφέρνει να απομυθοποιήσει το έργο τέχνης, κάνοντας το προσιτό σε όλους.

Πρόκειται, λοιπόν, για ένα κίνημα αμφίσημο, το οποίο αγαπά την ειρωνεία. Αν και κεντρικό του στοιχείο είναι η λαϊκή κουλτούρα, αντλεί θέματα που συνδέονται με το χρήμα και την ελίτ, όπως η χλιδή του Χολιγουντιανού κινηματογράφου, για να «πλάσει», μ’ ένα κωμικό-τραγικό ίσως τρόπο, τη μικρογραφία της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Le pop art en 3 minutes, BeauxArts Magazine, διαθέσιμο εδώ
  • Fondation Louis Vuitton, “Pop Forever, Tom Wesselmann &…”, διαθέσιμο εδώ
  • Pop art, Art Term, museum Tate Modern, διαθέσιμο εδώ

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δήμητρα Βασιλείου
Δήμητρα Βασιλείου
Γεννήθηκε το 2003 στο Αγρίνιο. Είναι φοιτήτρια στο τμήμα Νομικής του ΕΚΠΑ. Αγαπά τη λογοτεχνία και τη φωτογραφία, ενώ παράλληλα ανακάλυψε ένα κρυφό πάθος για τις διαπραγματεύσεις. Της αρέσει να κάνει σόλο-ταξίδια και να συμμετέχει σε οργανωτικές επιτροπές νέων, ενώ πιστεύει πως πρέπει πάντα να λέμε αυτό που σκεφτόμαστε ακόμη και αν η φωνή μας τρέμει, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε η ακτιβίστρια Maggie Kuhn.