Της Αλεξίας Κυριαζοπούλου,
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο μεγάλος λιμός, που ακολούθησε, είναι βαθιά ριζωμένα στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων. Τον Οκτώβριο του 1940, η Ελλάδα δέχθηκε την επίθεση της Ιταλίας και την άνοιξη του 1941 της Γερμανίας, ενώ η βόρεια Ελλάδα βρέθηκε υπό βουλγαρική κατοχή. Καθώς η Γερμανία προέλαυνε στην Ευρώπη, πολλές χώρες βρέθηκαν υπό το βρετανικό ναυτικό αποκλεισμό. Η στρατηγική της Βρετανίας στόχευε κατά του εχθρού, εμποδίζοντας την εισαγωγή σημαντικών πρώτων υλών και ειδών διατροφής και ανθρωπιστικής βοήθειας. Η Ελλάδα κατέστη ιδιαίτερα ευάλωτη από τον αποκλεισμό, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των σιτηρών ήταν εισαγόμενο. Ο χειμώνας του 1941-1942 ήταν ιδιαίτερα σκληρός, χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν από την πείνα και τις ασθένειες, ιδίως στην Αθήνα, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη. Οι προσπάθειες που κατέβαλαν ο ελληνικός και ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός, καθώς και ιδιωτικές οργανώσεις για την ανακούφιση του πληθυσμού ήταν ανεπαρκής. Προκειμένου να προσελκύσουν το ενδιαφέρον των ξένων κυβερνήσεων, άρχισαν να προωθούν μέσω ιδιωτικών και δημόσιων πηγών, αναφορές από αυτόπτες μάρτυρες, φωτογραφίες και άρθρα σχετικά με το λιμό κάτω από άκρα μυστικότητα.
Όταν ο Ελβετός γιατρός Marcel Junod, ο οποίος εργαζόταν για το διεθνή Ερυθρό Σταυρό, επισκέφθηκε την Ελλάδα το 1941, αντίκρισε με τα ίδια του μάτια το λιμό. Λίγο πριν φύγει, τον επισκέφθηκε μία εθελόντρια νοσοκόμα, ονόματι Αμαλία Λυκουρέζου, η οποία ήταν υπεύθυνη μεταξύ άλλων για τη διανομή βρεφικού γάλακτος. Του έδωσε ένα φάκελο και του ζήτησε να τον μεταφέρει στην Ελβετία. Ο φάκελος περιείχε εκατοντάδες φωτογραφίες υποσιτισμένων και άρρωστων παιδιών, ενώ του είπε πως αν δεν άλλαζε κάτι μέχρι το χειμώνα, κανείς δεν θα έμενε ζωντανός. Στην Ελβετία, ο Junod έδειξε τις φωτογραφίες στα μέλη του διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και τους ξένους διπλωμάτες. Ύστερα από διαπραγματεύσεις έφτασε στην Ελλάδα το πρώτο πλοίο από την Τουρκία. Το ατμόπλοιο “SS Kurtulus” πραγματοποίησε έξι ταξίδια από την Τουρκία προς την Ελλάδα, φορτωμένο με τρόφιμα, μέχρι που βυθίστηκε τον Ιανουάριο του 1942. Η μεταφορά τροφίμων συνεχίστηκε για λίγο ακόμα καιρό με άλλο πλοίο, το “SS Dumlupinar”, αλλά ήταν εμφανές πως οι τουρκικές αποστολές δεν επαρκούσαν για να βοηθήσουν τον ελληνικό λαό, που λιμοκτονούσε. Υπήρχε ανάγκη για πολύ μεγαλύτερη βοήθεια.
Η ουδετερότητα της Σουηδίας κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν της επέτρεπε να αναλάβει την πρωτοβουλία για την αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας. Το 1942 ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των συμμάχων και των κατοχικών δυνάμεων, με τη Σουηδία στο ρόλο του μεσολαβητή. Λόγω της ανθρωπιστικής καταστροφής, οι σύμμαχοι υποχρεώθηκαν να διακόψουν τον αποκλεισμό και ήρθαν σε συμφωνία με τις δυνάμεις του άξονα, επιτρέποντας της μεταφορά στην Ελλάδα με σουηδικά πλοία χιλιάδων τόνων σιτηρών και άλλων τροφίμων κάθε μήνα και τη διανομή τους στον πληθυσμό. Ένας από τους όρους ήταν να μην επωφεληθούν οι κατοχικές δυνάμεις από την ανθρωπιστική βοήθεια. Μία επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού, αποτελούμενη από Σουηδούς και Ελβετούς ήταν υπεύθυνη για τη βοήθεια. Οι Ελβετοί θα αναλάμβαναν κυρίως τη διανομή γάλακτος και φαρμάκων. Οι περισσότεροι από τους αντιπροσώπους είχαν ακαδημαϊκές σπουδές στις ανθρωπιστικές επιστήμες και επρόκειτο κυρίως για αρχαιολόγους και κλασικιστές, οι οποίοι θεωρήθηκαν οι κατάλληλοι υποψήφιοι λόγω της εξοικείωσης και της σχέσης τους με την Ελλάδα. Η γνώση της αρχαίας ελληνικής, αλλά και της νέας ελληνικής γλώσσας αποτελούσε πλεονέκτημα και ως φιλέλληνες ήταν όλοι τους πρόθυμοι να συμμετάσχουν στην ανθρωπιστική βοήθεια.
Ένας από τους εθελοντές υπήρξε και ο Axel Waldemar Persson (1888-1951), ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην προσεκτική επιλογή των αντιπροσώπων. Ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς αρχαιολόγους, που έχουν αφήσει το στίγμα τους στην ιστορία της ελληνικής αρχαιολογίας. Ως καθηγητής κλασικής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλας αφιέρωσε τη ζωή του στην ανασκαφή και μελέτη των αρχαίων πολιτισμών της Αργολίδας, αναδεικνύοντας σημαντικά στοιχεία της μυκηναϊκής περιόδου. Η καριέρα του Persson στην αρχαιολογία ξεκίνησε με σπουδές στα κορυφαία πανεπιστήμια του Λουντ και του Βερολίνου. Σύντομα, η αγάπη του για τον ελληνικό πολιτισμό τον οδήγησε στη Ελλάδα, όπου ξεκίνησε τη συστηματική ανασκαφική του εργασία από τις αρχές της δεκαετίας του 1920. Το 1922, ο Persson ξεκίνησε τις ανασκαφές στην Ασίνη, μια περιοχή της Αργολίδας που είχε κατοικηθεί από τη μυκηναϊκή περίοδο μέχρι τους ρωμαϊκούς χρόνους. Η ανασκαφή στην Ασίνη θεωρείται μία από τις σημαντικότερες του 20ου αιώνα, καθώς έφερε στο φως πολλά κτίσματα και ευρήματα, συμπεριλαμβανομένων οικιστικών δομών, μυκηναϊκών κεραμικών και μεταλλικών εργαλείων. Ο Persson, μάλιστα, ανέπτυξε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την τοπογραφία της περιοχής και τη σχέση της με τα μυκηναϊκά έπη, προσπαθώντας να ερμηνεύσει τα ευρήματα μέσα από ιστορικές αφηγήσεις.
Μετά τις επιτυχίες του στην Ασίνη, το ενδιαφέρον του Persson στράφηκε στη Δενδρά, μια μικρή περιοχή της Αργολίδας που κρύβει έναν από τους πιο σημαντικούς θολωτούς τάφους της Ελλάδας. Εκεί, το 1926, ανακάλυψε έναν ασύλητο θολωτό τάφο, ο οποίος περιείχε πολύτιμα ευρήματα, όπως χρυσά κτερίσματα, σπαθιά και κράνη. Η ανακάλυψη αυτού του τάφου θεωρήθηκε καθοριστική για την κατανόηση της πολεμικής κουλτούρας των Μυκηναίων και της σχέσης τους με άλλους πολιτισμούς της εποχής. Η συμβολή του Persson δεν περιορίστηκε μόνο στις ανασκαφές. Οι μελέτες του για τη μυκηναϊκή γραφή και την αρχιτεκτονική, καθώς και η συνεργασία του με τους κορυφαίους αρχαιολόγους της εποχής βοήθησαν στη θεμελίωση νέων θεωριών για τη φύση και την έκταση της μυκηναϊκής επιρροής στο Αιγαίο. Ο Persson επηρέασε την κοινή γνώμη σχετικά με το λιμό στην Ελλάδα, χάρη κυρίως στη «διακριτική αλλά έντονη πειθώ του». Αρκετοί από τους νεαρούς αρχαιολόγους, που συμμετείχαν τότε στις ανασκαφές του, θα επιλέγονταν αργότερα ως αντιπρόσωποι του Ερυθρού Σταυρού.
Ο καθηγητής Persson και η σύζυγός του, Elsa Segerdahl, η οποία ήταν γιατρός, εργάστηκαν σχεδόν δύο χρόνια με τον Ερυθρό Σταυρό. Η δράση τους επικεντρώθηκε κυρίως στην Πελοπόννησο, και ειδικά, στην Τρίπολη και τη Μεγαλόπολη, περιοχές τις οποίες ο Persson ως αρχαιολόγος πεδίου, γνώριζε πολύ καλά, εκεί είχαν δημιουργηθεί κέντρα διανομής τροφίμων και άλλων προμηθειών. Ο Persson αξιοποίησε τις επαφές του στη Σουηδία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες για να εντοπίσει πόρους και να μεταφέρει τρόφιμα, φάρμακα και ρούχα. Υποστήριξε, επίσης, τη δημιουργία συσσιτίων για παιδιά και ηλικιωμένους, καθώς και τη διανομή γάλακτος που ήταν σπάνιο και απαραίτητο για τα βρέφη. Η συμβολή του δεν ήταν μόνο υλική. Ο Persson χρησιμοποίησε τις διπλωματικές του επαφές για να διασφαλίσει ότι η βοήθεια θα φτάσει σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους χωρίς παρεμβολές από τις κατοχικές δυνάμεις. Παρά το γεγονός ότι ήταν ο Σουηδός υπήκοος και μπορούσε να επιλέξει να αποφύγει τους κινδύνους, παρέμεινε στην Ελλάδα, διακινδυνεύοντας τη ζωή του για να βοηθήσει όσους είχαν ανάγκη.
Ξεκίνησαν το έργο τους, πηγαίνοντας σε χωριά, προκειμένου να αξιολογήσουν ποιοι είχαν τη μεγαλύτερη ανάγκη για βοήθεια. Οι κάτοικοι έφτιαχναν ψωμί από άγρια αχλάδια και βελανίδια και έβραζαν αγριόχορτα. Το χειρότερο ήταν η θέα των σκελετωμένων παιδιών με πρησμένες κοιλίες από την ασιτία. Ευθύς αμέσως, οργάνωσαν παιδικά συσσίτια και κέντρα διανομής γάλακτος στην Τρίπολη, τη Μεγαλόπολη και σ’ άλλες περιοχές. Οι προμήθειες τροφίμων στέλνονταν από τον Πειραιά με φορτηγά ή τρένα. Ωστόσο, πολλές γέφυρες και δρόμοι ήταν κατεστραμμένοι και εξαιτίας της έκλειψης καυσίμων, δεν μπορούσαν να φτάσουν στον προορισμό τους. Οι παράκτιες και ορεινές περιοχές των ανατολικών ακτών εξυπηρετούνταν από καΐκια που έφευγαν από τον Πειραιά, αλλά τα μεγάλα σουηδικά πλοία δεν επιτρέπονταν να δέσουν στη Καλαμάτα. Ο Persson και η ομάδα του ήταν υπεύθυνη για περίπου 800.000 ανθρώπους στην Αργολίδα, την Αρκαδία, τη Λακωνία, τη Μεσσηνία και την Ηλεία. Η έλλειψη τροφίμων, όμως, δεν ήταν το μοναδικό πρόβλημα. Πολλά χωριά είχαν καεί ή λεηλατηθεί και οι κάτοικοι τους είχαν χάσει όλα τους τα υπάρχοντα. Όταν το χωριό Καρυές Λακωνίας πυρπολήθηκε το Μάρτιο του 1944, ο Persson και η σύζυγός του έτρεξαν να συνδράμουν πηγαίνοντας γάλα για τα παιδιά και να βοηθήσουν με οποιονδήποτε τρόπο. Ως γιατρός, η Elsa Segerdahl διαχειριζόταν τις αποθήκες φαρμάκων, τα κέντρα υγείας και τα επείγοντα ιατρικά περιστατικά.
Μετά τον πόλεμο, ο Axel Persson δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα για να συνεχίσει το ανασκαφικό του έργο. Ασχολήθηκε, όμως, με την ίδρυση του Σουηδικού Ινστιτούτο Αθηνών. Πέθανε το 1951 σε ηλικία 63 ετών. Η αγάπη του για τη αρχαιότητα αποτυπώνεται στο μνήμα του, όπου κάτω από το όνομα του αναγράφονται τα ονόματα: Ασίνη, Δένδρα, Λάβρανδα. Αν και πέρασαν πολλά χρόνια από το θάνατό του το 1951, ο Persson συνεχίζει να αποτελεί πηγή έμπνευσης για νέους αρχαιολόγους, ανθρωπιστές και ιστορικούς. Το όνομά του παραμένει συνδεδεμένο με τις αρχαιολογικές επισκέψεις στην Αργολίδα και την ανιδιοτελή προσφορά σε καιρούς κρίσης, δείχνοντας το «δρόμο» για όσους επιθυμούν να υπηρετήσουν την επιστήμη και τον άνθρωπο με τον ίδιο τρόπο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Axel W. Persson, Ο σουηδός αρχαιολόγος σε Ασίνη, Δεντρά και Πρόσυμνα (Μπερμπάτι), cityofnafplio.com, διαθέσιμο εδώ
- Οδός Σουηδίας, archaiologia.gr, διαθέσιμο εδώ