16.4 C
Athens
Δευτέρα, 6 Ιανουαρίου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΑρκεί η καλή διαγωγή μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης ως λόγος...

Αρκεί η καλή διαγωγή μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης ως λόγος μείωσης της ποινής;


Της Ευμορφίλης Μεξίδου,

Πέρα από τους γενικούς λόγους μείωσης της ποινής, ο ποινικός νομοθέτης στοιχειοθέτησε στο άρθρο 84 του Ποινικού μας Κώδικα ένα βασικό υπερασπιστικό εργαλείο, τις ελαφρυντικές περιστάσεις. Πρόκειται για περιπτώσεις που συνοδεύουν την τέλεση της αξιόποινης πράξης, στις οποίες θα δικαιολογούνταν μία επιεικέστερη μεταχείριση του δράστη και συνδέονται άμεσα με την ιδέα της εξατομίκευσης της ποινής, με το βάρος να δίνεται στην προσωπικότητα του εγκληματία.

Η πρόβλεψη των ελαφρυντικών περιστάσεων στη διάταξη του α. 84 ΠΚ αποτέλεσε έμπνευση από αλλοδαπά δίκαια, αφού οι συντάκτες της τη θεωρούν απότοκο του Σχεδίου του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα του 1925. Ωστόσο, ορθώς υποστηρίζεται ότι οι ρίζες τους πρέπει να αναζητηθούν άμεσα στο γαλλικό δίκαιο, όπου εξαρχής ήταν κυρίαρχη η αντίληψη περί της φύσεως τους ως στοιχείων επιμέτρησης της ποινής.

Ως προς τη φύση τους, λοιπόν, έχει επικρατήσει ο «μεικτός χαρακτήρας», υπό την έννοια ότι τοποθετούνται μεταξύ των αξιολογικών στοιχείων της ενοχής, που ανήκουν στη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος και των κανόνων επιμέτρησης της ποινής. Αυτά έχουν σχέση με την προσωπικότητα του εγκληματία και τη βαρύτητα της πράξεως κατ’ αναλογία προς τις ρυθμίσεις του α. 79 ΠΚ, δηλαδή, βρίσκονται μεταξύ της ενοχής και της επιμέτρησης της ποινής. Μόλις που χρειάζεται να τονίσω πως το α. 79 παρ. 3 αφορά τη δικαστική επιμέτρηση της ποινής, και παρόλο που συμπεριλαμβάνονται σε αυτό στοιχεία παρόμοια με αυτά των ελαφρυντικών, η διαφορά έγκειται στο ότι οι ελαφρυντικές περιστάσεις αναφέρονται ευθέως στην εν γένει προσωπικότητα του δράστη, για αυτό και δεν πρέπει να συγχέονται.

Πηγή Εικόνας: freepic.com

Σύμφωνα με τη διατύπωση του α. 84 παρ. 2, οι ελαφρυντικές περιστάσεις είναι οι εξής πέντε: «α) το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή· β) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από μη ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης· γ) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη· δ) το ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια κι επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του και ε) το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του».

Από την ανωτέρω παρουσίαση των ελαφρυντικών περιστάσεων προκύπτει ότι αυτές έχουν προσωποπαγή χαρακτήρα και κατά συνέπεια εξετάζονται αυτοτελώς για κάθε έναν από τους συμμέτοχους σε μια εγκληματική πράξη. Ειδικότερα, χρήζει περαιτέρω ερμηνείας η ε΄ περίπτωση του προαναφερθέντος άρθρου, σχετικά με την καλή συμπεριφορά του υπαιτίου, και στο διάστημα κράτησής του, καθώς αποτέλεσε αντικείμενο γόνιμου διαλόγου για πολλές δεκαετίες μεταξύ της επιστήμης και της νομολογίας.

Καταρχάς, για την ορθότερη ανάπτυξη του θέματος, θα πρέπει να διακρίνουμε τους κατηγορούμενους σε ελευθέρους διαβιούντες και κρατούμενους, διότι στην περίπτωση της διαβίωσης στη φυλακή κρίνεται εύλογο να απαιτηθεί για την αναγνώριση του ελαφρυντικού της καλής συμπεριφοράς κάτι παραπάνω από μια παθητικά καλή συμπεριφορά, δηλαδή την απλή μη διάπραξη νέου εγκλήματος ή τη συμμόρφωση προς τους γενικούς κανόνες διαβίωσης στη φυλακή. Ουσιαστικά χρειάζονται περαιτέρω θετικά περιστατικά που να δηλώνουν την πραγματική μεταστροφή της βούλησης του καταδικασθέντος και την ειλικρινή κι οριστική ψυχοβουλητική μεταστροφή του που οδηγεί στην επανένταξή του σε νομιμόφρονα νοοτροπία, καθώς ο χρόνος στη φυλακή ενέχει πειρασμούς εμπλοκής σε εγκληματικότητα εντός του σωφρονιστικού καταστήματος.

Πηγή Εικόνα: freepic.com

Ωστόσο, να τονίσω σε αυτό το σημείο πως το γεγονός εγκλεισμού στις φυλακές δεν θα πρέπει να αποκλείει a priori τη δυνατότητα αναγνωρίσεως του συγκεκριμένου ελαφρυντικού, καθότι πολλά είναι τα παραδείγματα από τη νομολογία στα οποία έχουμε χρήση του ανωτέρω ελαφρυντικού εντός των φυλακών, όπως η απόφαση ΑΠ 1073/2011. Εδώ, επί παραδείγματι, το δικαστήριο έκανε δεκτό ότι ο κατηγορούμενος που είχε καταδικαστεί για διακεκριμένη κλοπή κατά του Δημοσίου, κατά το διάστημα εγκλεισμού του «συνέβαλε καθοριστικά στην καταστολή εξεγέρσεων των κατηγορουμένων, συνδράμοντας το δύσκολο έργο των σωφρονιστικών υπαλλήλων […] φοιτά έως και σήμερα σε τμήμα του δημοσίου ΙΕΚ […]». Με αυτές τις σκέψεις του ο ΑΠ θεωρεί ότι αυτή η συμπεριφορά του δράστη υπερέβη εμφανώς το όριο του μέσου κρατουμένου, είναι, δηλαδή, «προδήλως διακριτή» για αυτό και του αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη. Αξιώνεται, λοιπόν, τόσο για τους ελευθέρως διαβιούντες, όσο και για τους κρατούμενους, ηθική και ψυχική μεταστροφή τους και συνειδητοποίηση των συνεπειών της πράξης τους, ενώ η συμπεριφορά τους πρέπει να είναι προϊόν ελεύθερης βούλησης κι όχι απόρροια φόβου ή καταναγκασμού (ΑΠ 886/2014).

Ειδικότερα, και σε σχέση με τους ελευθέρως διαβιούντες, έχει κριθεί ότι δεν αρκεί η μη τέλεση από τον κατηγορούμενο νέων αξιόποινων πράξεων ή η επίδειξη εκ μέρους του μίας συνήθους συμπεριφοράς, αλλά απαιτείται η αναφορά σε συγκεκριμένα θετικά περιστατικά, με κριτήριο τον μέσο συνετό και νομοταγή πολίτη, από τα οποία να συνάγεται η πραγματική επίγνωση των συνεπειών της πράξης του κι η συμμόρφωση του προς τις κοινωνικές επιταγές. Τέτοια θετικά περιστατικά συνιστούν π.χ. η κοινωνική αγαθοποιός συμπεριφορά του, ο εθελοντισμός του, η αληθινή επίδειξη ενδιαφέροντος προς το θύμα της πράξης. Δεν αρκεί, συνεπώς, η παθητική συμπεριφορά του δράστη, ο ενδιάθετος εσωτερικός ψυχισμός του ή ακόμα κι η ενδεχόμενη μεταμέλειά του, αλλά απαιτείται αλλαγή του τρόπου ζωής του, ώστε να καθίσταται εμφανές ότι ο δράστης απομακρύνθηκε πλήρως από τις παλιές συνήθειες.

Ταυτόχρονα, όμως, όπως επισημαίνει κι η πρόσφατη νομολογία, είναι απαραίτητο να θέτουμε λογικά κριτήρια ως προς την αξιολόγηση συμπεριφορών, τέτοια που θα μπορούσε να επιδείξει ο μέσος συνετός άνθρωπος. Χαρακτηριστικά, η ΑΠ 1233/2017242 αναίρεσε την απόφαση του δικαστηρίου ουσίας, καθόσον «καίτοι εμμέσως δέχεται ότι ο κατηγορούμενος συμπεριφέρθηκε καλά μετά την τέλεση της πράξης του για χρονικό διάστημα περίπου έξι (6) ετών, δεν αιτιολογεί με βάση ποια πραγματικά περιστατικά κατέληξε στην κρίση ότι η καλή συμπεριφορά αυτού δεν ήταν προϊόν ελεύθερης βούλησης αλλά της αναμενόμενης δικαστικής κρίσης σε πρώτο και δεύτερο βαθμό ενώ, περαιτέρω, δεν γίνεται επίκληση στην απόφαση συγκεκριμένων αρνητικών περιστατικών που να αποκλείουν την αναγνώριση του συγκεκριμένου ελαφρυντικού, δοθέντος ότι η απαιτούμενη πέραν της συνήθους καλή συμπεριφορά δεν ταυτίζεται με την απαίτηση για μια εξαιρετικά υπερδιακεκριμένη καλή συμπεριφορά».

Πηγή εικόνας: freepik.com / Δικαιώματα χρήσης: Racool

Περαιτέρω, το χρονικό διάστημα που επιδεικνύεται η καλή συμπεριφορά πρέπει να προσδιορίζεται συγκεκριμένα, ώστε το δικαστήριο να κρίνει αν πρόκειται πράγματι για μεγάλο διάστημα. Συνεπώς, ο όρος «σχετικά μεγάλο διάστημα» συνιστά αόριστη έννοια για αυτό κι είναι απαραίτητο να αξιολογείται κάθε φορά σε συνάρτηση με το είδος του κρίνοντος εγκλήματος, αφού δεν δύναται αυτό να αγγίζει τα χρονικά όρια της παραγραφής, ώστε να θεωρηθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις ενεργοποίησης του ελαφρυντικού. Η κατ’ επανάληψη καλή διαγωγή φυσικά ισχύει και για τους κρατουμένους, αφού, τόσο για αυτούς, όσο και για το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο συνιστά έναν τρόπο ζωής χρήσιμο κι ωφέλιμο.

Αξιοσημείωτη είναι, καταληκτικά, η σύγκριση των ελαφρυντικών του πρότερου έντιμου βίου με αυτό της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς, όπως αναλύθηκε παραπάνω, διότι η «καλή συμπεριφορά» συναντάται και στις δύο περιπτώσεις. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι στον πρότερο έντιμο βίο το ζητούμενο είναι, πέρα από το λευκό ποινικό μητρώο, να μην προκύπτουν περιστατικά δηλωτικά μιας παραβατικής ή αντικοινωνικής προσωπικότητας. Αντίθετα, αναφορικά με την καλή διαγωγή μετά την πράξη, ανεξάρτητα με το μέρος που ευρίσκεται ο καταδικασθείς, υπάρχει ήδη μια σοβαρή αντικοινωνική συμπεριφορά που έχει τεκμηριωθεί στην υπάρχουσα καταδίκη του υπαιτίου, για αυτό κι απαιτείται το κάτι παραπάνω από την απλή μη διάπραξη νέου εγκλήματος για την αναγνώριση του ελαφρυντικού.

Συνοψίζοντας, λοιπόν, από την ανωτέρω ανάλυση γίνεται αντιληπτό ότι οι λεγόμενες «ελαφρυντικές περιστάσεις» αποτελούν ένα χρήσιμο εργαλείο της ποινικής πρακτικής, διότι δίνουν τη δυνατότητα επιείκειας κι εξατομίκευσης της ποινής, συνάμα επιβραβεύουν τη θετική συμπεριφορά του δράστη μετά την πράξη και συμβάλλουν στην ομαλή επανένταξή του στην κοινωνία. Το ελαφρυντικό της επίδειξης καλής συμπεριφοράς (α. 84 παρ. 2 ε’ ΠΚ) ακόμη και κατά τον χρόνο κράτησης, όπως πρόσθεσε στη διάταξη αργότερα ο νομοθέτης, μπορεί, εφόσον τηρηθούν τα στοιχεία που αναλύσαμε κι επιβεβαιωθεί η ειλικρινής μεταστροφή του κατηγορουμένου, να μειώσει την ποινή με τέτοιο τρόπο ώστε να αρμόζει τόσο στην προσωπικότητα του όσο και στο είδος της τελούμενης πράξης, εξασφαλίζοντας ένα δίκαιο αποτέλεσμα στην ποινική δίκη.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Αριστοτέλης Ι. Χαραλαμπάκης, Ποινικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, Τόμος ΙΙ, Εκδόσεις Σάκκουλας, Αθήνα, 2021
  • Αθανάσιος Ζαχαριάδης και Άννα Μαρία Ανυφαντή, Οι ελαφρυντικές περιστάσεις στην ποινική δίκη, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Φεβρουάριος 2020, διαθέσιμο εδώ 

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ευμορφίλη Μεξίδου
Ευμορφίλη Μεξίδου
Γεννήθηκε το 2003 στην Θεσσαλονίκη όπου και μεγάλωσε. Διανύει το 4ο έτος της Νομικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, έχοντας μεγάλη αγάπη για το αντικείμενο. Γνωρίζει πολύ καλά αγγλικά και γερμανικά. Ειναι λάτρης των λογοτεχνικών βιβλίων και στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με την γυμναστική, τον εθελοντισμό και την ανάγνωση νομικών συγγραμμάτων. Θεωρεί την αρθογραφία σπουδαία ενασχόληση, διότι έτσι προάγεται η ελευθερία της έκφρασης, μία από τις πολλές εκφάνσεις της δημοκρατίας, και ταυτόχρονα διευρύνονται οι πνευματικοί ορίζοντες τόσο του αρθρογράφου, όσο και του αναγνώστη.