Του Κωνσταντίνου Μπαρτζώκα,
Τις τελευταίες δεκαετίες, η λατρεία των διασημοτήτων κυριάρχησε στον δημόσιο λόγο, διαμορφώνοντας σε μεγάλο βαθμό τα όρια του «ονείρου» περί δόξας και πλούτου. Από τα εντυπωσιακά κόκκινα χαλιά και τις λαμπερές τελετές βράβευσης μέχρι τις πανάκριβες φωτογραφίσεις, δημιουργήθηκε μια «λαμπερή φούσκα», μέσα στην οποία καλλιεργήθηκε η άνευ όρων ειδωλοποίηση των σταρ. Ωστόσο, σήμερα, παρατηρείται μια εμφανής πτώση στην αίγλη που περιέβαλλε άλλοτε την κινηματογραφική και μουσική βιομηχανία, αλλά και τους influencers. Ο κόσμος στρέφεται σε μια όλο και πιο κριτική, αν όχι ενίοτε κι απαξιωτική, προσέγγιση απέναντι σε αυτούς που κάποτε θεωρούνταν «μύθοι» της ποπ κουλτούρας.
Την εποχή του κλασικού Χόλυγουντ, τα κινηματογραφικά στούντιο ασκούσαν αυστηρό έλεγχο στις δημόσιες εικόνες των ηθοποιών τους. Η προώθηση γινόταν μεθοδικά: αποσπάσματα συνεντεύξεων έβγαιναν στη δημοσιότητα μόνο μετά από προσεκτική επεξεργασία, ενώ οι σκηνοθέτες, οι παραγωγοί κι οι μάνατζερ πρόσεχαν την κάθε λεπτομέρεια. Για παράδειγμα, οι φωτογραφίες των σταρ συνοδεύονταν από εξιδανικευμένα βιογραφικά, καθιστώντας τους αγαπητούς κι «αψεγάδιαστους» στο κοινό. Λίγοι γνώριζαν τότε τα προσωπικά δράματα ή τα πιθανά σκάνδαλα που κρύβονταν πίσω από τις κλειστές πόρτες.
Σήμερα, όμως, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Οι άνθρωποι της βιομηχανίας του θεάματος έχουν πλέον στα χέρια τους τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με αποτέλεσμα να «υπερεκτίθενται». Με έναν απλό «κλικ» σε μια πλατφόρμα, διασημότητες μοιράζονται αποσπάσματα της ζωής τους, συχνά γεμάτα πολυτέλεια, όπως μεγαλειώδεις διακοπές σε ιδιωτικά νησιά ή πολυτελή πάρτι εν μέσω παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Όσο κι αν στο παρελθόν αυτή η «γυαλιστερή» εικόνα έπειθε το κοινό να πιστέψει σε κάτι ιδανικό ή απρόσιτο, σήμερα η υπερβολή κι η αίσθηση αποκοπής από τα πραγματικά προβλήματα του κόσμου ενοχλεί, προκαλώντας αγανάκτηση.
Η έντονη αντίθεση ανάμεσα στην καθημερινή οικονομική δυσχέρεια του μέσου πολίτη και τις υπέρογκες σπατάλες των διασημοτήτων ενισχύει τη δυσαρέσκεια. Όταν μαθαίνουμε ότι για να παρευρεθεί κανείς σε εκδηλώσεις, όπως το Met Gala χρειάζονται πολλές δεκάδες χιλιάδες δολάρια, ο μέσος άνθρωπος που αγωνίζεται να πληρώσει το ενοίκιό του απομακρύνεται ακόμα περισσότερο συναισθηματικά. Δεν πρόκειται απλώς για «φθόνο της επιτυχίας», όπως κάποιοι θα υποστήριζαν, αλλά για μια κριτική στάση που θέτει ερωτήματα σχετικά με την ανισότητα και την αδικία: Γιατί να λατρεύουμε πρόσωπα που επιδεικνύουν τον πλούτο τους την ώρα που ο κόσμος παλεύει με την ακρίβεια και τη στασιμότητα των μισθών;
Επιπλέον, η αποκαθήλωση πολλών «πάλαι ποτέ» αγαπημένων μορφών είναι πια γεγονός. Σκάνδαλα γύρω από γνωστούς τραγουδιστές ή ηθοποιούς –που κυμαίνονται από οικονομικές ατασθαλίες μέχρι πιο σκοτεινές υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης– έφεραν το κοινό προ μιας νέας συνειδητοποίησης: η εκθαμβωτική λάμψη της διασημότητας λειτουργεί συχνά ως προπέτασμα για να αποκρύπτονται εγκλήματα κι ανάρμοστη συμπεριφορά. Ακόμα κι η περίπτωση του περιβόητου βίντεο «Imagine» στην αρχή της πανδημίας, στο οποίο πολλοί σταρ τραγούδησαν ακαπέλα με στόχο να «στηρίξουν» τον κόσμο αποτελεί παράδειγμα αποστασιοποίησης. Ακόμα κι αν είχαν καλές προθέσεις οι celebrities, για πολλούς θεατές, αυτό έμοιαζε βαθιά υποκριτικό: πώς μπορεί κάποιος, κλεισμένος σε βίλα εκατομμυρίων, να πείθει ότι «νιώθει» τις δυσκολίες των ανθρώπων που ασφυκτιούν σε ένα μικρό διαμέρισμα ή χάνουν τη δουλειά τους;
Μια εξίσου σημαντική τομή στην απομυθοποίηση των διασημοτήτων υπήρξε το κίνημα #MeToo. Με αφετηρία τις καταγγελίες κατά διάσημων παραγωγών, σκηνοθετών κι ηθοποιών, οι αφηγήσεις θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης ή παρενόχλησης γέμισαν τα πρωτοσέλιδα και προκάλεσαν σοκ. Αποδείχθηκε πως η «κουλτούρα της σιωπής» και της εχεμύθειας δεν αποτελούσαν μεμονωμένα περιστατικά, αλλά συστημικό φαινόμενο στο Χόλυγουντ. Το φαινόμενο αυτό άγγιξε και τη μουσική βιομηχανία: άνθρωποι που για χρόνια βρίσκονταν στο απυρόβλητο επειδή ήταν «ψηλά στην κορυφή» βρέθηκαν στο επίκεντρο δημόσιου διασυρμού και δικαστικών διαδικασιών.
Παράλληλα, η εμφάνιση της λεγόμενης “cancel culture” έδειξε μια νέα μορφή δύναμης του κοινού. Πλέον, δεν είναι ασυνήθιστο ένας διάσημος να «ακυρωθεί» διαδικτυακά αν κριθεί ότι οι συμπεριφορές του είναι ανάρμοστες ή προσβλητικές. Αν κι υπάρχουν σοβαρές αντιπαραθέσεις για το κατά πόσο η cancel culture οδηγεί σε εύκολη στοχοποίηση και «λαϊκά δικαστήρια», δεν παύει να φανερώνει μια αλλαγή ισορροπίας: οι θαυμαστές δεν αρκούνται στο να γίνονται θεατές σκανδάλων, αλλά αναλαμβάνουν πλέον ρόλο «κριτή», ασκώντας πίεση μέσω των κοινωνικών δικτύων. Το άλλοτε υπεράνω κριτικής άστρο της διασημότητας μπορεί να σβήσει σχεδόν από τη μια στιγμή στην άλλη.
Η όλη κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο όταν βλέπουμε διασημότητες να εμπλέκονται ευθέως στην πολιτική σκηνή ή πολιτικούς να υιοθετούν τακτικές προβολής που θυμίζουν σταρ. Από γνωστούς ηθοποιούς που υποστηρίζουν ανοιχτά ένα κόμμα ή έχουν φιλοδοξίες για δημόσια αξιώματα, μέχρι πολιτικούς που χτίζουν την εικόνα τους μέσω «σκανδαλιστικών» social media posts, γίνεται σαφές πως η διάκριση ανάμεσα σε πολιτικό πρόσωπο και «παίκτη της showbiz» είναι όλο και πιο δυσδιάκριτη.
Αυτό έχει ως συνέπεια η κοινή γνώμη να αποκτά μια επιπλέον επιβάρυνση. Πώς να εμπιστευτεί κανείς πολιτικές υποσχέσεις όταν μοιάζουν περισσότερο με προωθητικές καμπάνιες; Όταν η ουσία χάνεται σε μια επίδειξη μάρκετινγκ και το πραγματικό διακύβευμα, η κοινωνική αλλαγή, μετατρέπεται σε θέαμα; Ακριβώς όπως αμφισβητείται η αυθεντικότητα του χολιγουντιανού σταρ, έτσι αμφισβητείται και η «ειλικρίνεια» των πολιτικών σταρ, που φέρονται συχνά σαν ηθοποιοί σε μια αέναη προσπάθεια να διατηρήσουν τα φώτα επάνω τους.
Η καλλιέργεια της επιφανειακής εικόνας φαίνεται πλέον να αποτελεί το βασικό προϊόν των διασημοτήτων. Από τους influencers που προωθούν καλλυντικά, ρούχα και συμπληρώματα διατροφής με «εκπτωτικούς κωδικούς», μέχρι τις θρυλικές οικογένειες, όπως οι Καρντάσιαν, η εστίαση στο ταλέντο έχει αντικατασταθεί από τις προσπάθειες στο πώς θα κρατηθεί «ζωντανό» το ενδιαφέρον του κοινού. Ουσιαστικά, παρακολουθούμε έναν κορεσμό: όταν ο καθένας μπορεί να γίνει μικρο-celebrity μέσα από το TikTok ή το Instagram, η έννοια της «μοναδικότητας» χάνεται, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύονται δεκάδες πανομοιότυποι «ήρωες» της ημέρας (ή μάλλον των δεκαπέντε δευτερολέπτων) που αύριο θα ξεχαστούν.
Τα ριάλιτι σόου, οι ατελείωτες φωτογραφίσεις διακοπών κι η αλόγιστη επίδειξη πολυτέλειας δυσκολεύουν την ταύτιση του κοινού. Στον βαθμό μάλιστα που οι ίδιοι άνθρωποι προσπαθούν να προβάλουν ότι «είναι ίδιοι με εμάς», η ανακολουθία γίνεται πιο οφθαλμοφανής: εύκολα διαπιστώνουμε πως ο ιδιωτικός τους κόσμος διαφέρει ριζικά. Έτσι, η πρώην τυφλή λατρεία μετατρέπεται σε χλεύη ή αδιαφορία.
Τα τελευταία χρόνια αναδύεται μια επιθυμία του κοινού για αυθεντικότητα κι ουσία. Οι θεατές αναζητούν ανθρώπους που θα μιλήσουν ειλικρινά για τα ζητήματα που αντιμετωπίζουν, χωρίς να καλύπτονται πίσω από «χορταστικά» φίλτρα του Instagram ή επιφανειακές πολιτικές δηλώσεις. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που ορισμένοι καλλιτέχνες, οι οποίοι επιλέγουν να διατηρούν χαμηλό προφίλ, να μιλούν μόνο όταν έχουν κάτι ουσιαστικό να πουν ή να παρουσιάζουν αυστηρά το επαγγελματικό τους έργο, κερδίζουν σήμερα εκτίμηση.
Η όποια στροφή από την άνευ όρων ειδωλοποίηση προς μια κριτική στάση έχει και τα καλά της. Από τη μια, αφυπνίζει το κοινό ως «καταναλωτή» της ποπ κουλτούρας, δίνοντάς του τη δυνατότητα να στηρίζει ή να απορρίπτει πρόσωπα κι έργα με βάση ηθικά κι αξιακά κριτήρια. Από την άλλη, μπορεί να βοηθήσει στη διαμόρφωση ενός νέου μοντέλου δημόσιων προσώπων, που θα βασίζεται στο αληθινό ταλέντο και την ειλικρίνεια, αντί για το κυνήγι της δημοσιότητας με κάθε κόστος. Για παράδειγμα, κάποιοι ηθοποιοί επιμένουν να επικεντρώνονται αποκλειστικά στην τέχνη τους — χωρίς κοινωνικά δίκτυα γεμάτα «σπόνσορες» κι ανεξάντλητη αυτοπροβολή. Κι επειδή ξέρουμε ότι δεν είναι «ίδιοι με μας», τουλάχιστον κρατάνε την ισορροπία.
Ίσως δεν βιώνουμε το οριστικό τέλος της διασημότητας, αλλά βρισκόμαστε σίγουρα σε μια καμπή. Το κοινό δείχνει ότι δεν ενδιαφέρεται πλέον για ψεύτικα είδωλα. Οι εποχές που αρκούσε να είσαι «μεγάλο όνομα» για να σε λατρεύουν πέρασαν. Τώρα, ο κόσμος ψάχνει πειστικές ιστορίες, καλές ταινίες με ουσιαστικό σενάριο, μουσική που εκφράζει κάτι βαθύτερο, και δημόσιες δηλώσεις που αρμόζουν στην κοινωνική ευαισθησία. Όταν βλέπουμε διασημότητες να υποστηρίζουν φίλους καταδικασμένους για σεξουαλικά εγκλήματα, ή να επιμένουν σε ρητορικές «ξέγνιαστης πολυτέλειας», ενώ γύρω βασιλεύει η οικονομική κρίση, το χάσμα μεγαλώνει.
Η εποχή επιβάλλει μια αναθεώρηση του τρόπου που αντιλαμβανόμαστε το «σταρ σίστεμ». Μπορεί ο καθένας από εμάς να ευχαριστιέται το καλό θέαμα, τη δημιουργική τέχνη, την ανάλαφρη ψυχαγωγία. Αλλά δεν δείχνουμε την ίδια ανοχή σε όσους προβάλλουν συστηματικά υποκρισία, αλαζονεία και ψεύτικη «συμπόνια». Ιδίως όταν η επιβίωση πολλών ανθρώπων κρέμεται σε μια κλωστή, η προσγείωση στην πραγματικότητα μοιάζει απαραίτητη.
Συμπερασματικά, η αυγή μιας νέας εποχής για το «διασημόμετρο» βρίσκεται μπροστά μας. Η ειδωλοποίηση χωρίς όρια παρακμάζει, κι από τη στάχτη της μπορεί να προκύψει μια πιο ανθρώπινη, πιο ουσιαστική σχέση με τους δημόσιους ανθρώπους. Κι αν επιμένουμε να σηκώνουμε τα μάτια στη μεγάλη οθόνη ή στα εξώφυλλα των περιοδικών, ίσως οφείλουμε να διεκδικούμε εκείνους που έχουν πραγματικά κάτι να πουν. Γιατί, όσο μαγευτική κι αν είναι η λάμψη, πάντα κινδυνεύει να μας τυφλώσει όταν ξεπερνά τα όρια της αλήθειας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Is the downfall of celebrity idolization upon us? | Khadija Mbowe, youtube.com, διαθέσιμο εδώ
- The Downfall of Celebrity Culture, State of Kait, youtube.com, διαθέσιμο εδώ
- Celebrities are over…. but they don’t know it yet, Baggage Claim, youtube.com, διαθέσιμο εδώ