Του Δημήτρη Κυριαζή,
«Οραματίζομαι μία πιο ευρεία συνταγματική αναθεώρηση και προφανώς έχουμε υποχρέωση από το Σύνταγμα να διερευνήσουμε τη δυνατότητα ευρύτερων συναινέσεων. Μακάρι η αντιπολίτευση, όταν καταφέρει να βρει τον δρόμο της να προσέλθει με έναν τρόπο δημιουργικό όπως είχε γίνει ορισμένες φορές στο παρελθόν». Μια ηγεμονική ρητορική της υποχρέωσης και της συναίνεσης, ενδεχομένως να προμηνύει ακόμη μεγαλύτερο καθίζημα στον βούρκο της ολιγαρχίας και της καταπιεστικής τέρψης. Αυτή η πάση θυσία προσπάθεια επιβολής μιας ατζέντας, με «δημοκρατικές διαδικασίες» πάντα, δεν μπορεί παρά να δίνει την εντύπωση μιας σαδιστικής αντιμετώπισης των από πάνω προς τους από κάτω. Τουλάχιστον, έτσι ερμηνεύω εγώ τις δηλώσεις του Πρωθυπουργού.
Σαν να μην απασχολεί και ιδιαίτερα τα κέντρα εξουσίας η υφιστάμενη προβληματική κατάσταση της χώρας, που ξεκινάει με τα εσωτερικά και επεκτείνεται στα εξωτερικά ζητήματα. Ώρες ώρες είναι άξιο απορίας πώς είναι δυνατόν η Ελλάδα στη διεθνή σκακιέρα να είναι ο δούλος και ο δεδομένος της υπόθεσης με ασύλληπτα ελλείματα δυναμισμού και πυγμής για την εξασφάλιση των συμφερόντων της χώρας, και στο εσωτερικό ο συνεργατικός με την αντιπολίτευση αυταρχισμός να έχει γίνει ο παραδεδεγμένος τρόπος διακυβέρνησης. Και το ακόμη χειρότερο είναι ότι τέτοιες μέθοδοι και πρακτικές έχουν εσωτερικευτεί σε τέτοιο βαθμό που κανονικοποιούνται πλέον, με αποτέλεσμα να τις νομιμοποιούμε και ηθικά.
Το αναθεωρημένο Σύνταγμα ως ένα παρασύνταγμα, λοιπόν, με την ευλογία —και την υπογραφή πρωτίστως— της «ασταθούς» αντιπολίτευσης. Βέβαια, το κατά πόσο κάτι προκαλεί αστάθεια τη στιγμή που δεν αντιτείνει και δεν συγκρούεται με τους φορείς της κυριαρχίας είναι μια θέση κάπως παράδοξη, αν όχι παράλογη, που υποτιμά ευθέως και τη νοημοσύνη του μέσου ανθρώπου που ψηφίζει —θεωρητικά— με συνείδηση. Άρα, λοιπόν, η αντιπολίτευση στην πράξη έχει αναλάβει ή της έχει ανατεθεί ο ρόλος του σταθεροποιητή που εξασφαλίζει την ομαλή μετάβαση προς ένα πιο αυταρχικό σύνταγμα —ενδεχομένως. Ίσως, να είναι σωστή η θεώρηση πως τα εν δυνάμει κυβερνόντα κόμματα συγκλίνουν προς το «κέντρο», και κέντρο θεωρείται ο ουδέτερος νεοφιλελεύθερος τεχνοκρατισμός.
Ίσως είναι καιρός να αναθεωρήσει ο κόσμος, και όχι η κυβέρνηση, την αντίληψη του, και όχι το σύνταγμα, για τον ρόλο των εκλεγμένων εκπροσώπων που είναι «απαραίτητοι» για τη σύγχρονη Δημοκρατία των αχαρτογράφητων θεσμικών λαβυρίνθων και της κεκαλυμμένης, με «κοινωνική» δικαιοσύνη, εξυπηρέτησης ισχυρών συμφερόντων. Βέβαια, αυτό δεν είναι μια διαδικασία μηχανική και αυτόματη, αλλά μια διαρκής προσπάθεια υπονόμευσης και πολέμου, συμβατικού και μη, του κυρίαρχου αφηγήματος και της κυρίαρχης ηγεμονίας ιδεών και αξιών. Μια σύγκρουση, ίσως και μετωπική, που ξεφεύγει από τον επί του πρακτέου συντηρητισμό της συναίνεσης, και δημιουργεί τις προϋποθέσεις μιας αμεσότερης και συμμετοχικότερης δημοκρατίας.
Ο φόβος της αλλαγής και της ανατροπής μπορεί να είναι και το ισχυρότερο όπλο της εκάστοτε εξουσίας και, επομένως, οποιαδήποτε προσπάθεια ξεκινάει εκ προοιμίου από μειονεκτική θέση αφετηρίας. Αλλά αν ο «διάλογος» και η ρήξη γίνονταν με ίσους όρους, τότε δεν θα υπήρχε και μεγάλο πρόβλημα να συναινέσουμε και να βρούμε μια κοινή γραμμή. Όταν, όμως, οι αντιθέσεις συμφερόντων και προοπτικών για το από εδώ και πέρα είναι τόσο ετερογενείς μεταξύ τους, η συναίνεση φαντάζει απλώς τραγελαφική και ο Μητσοτάκης ο μέγιστος αρλεκίνος. Όσο για την αντιπολίτευση αποδεικνύει καθημερινά την ανεπάρκειά της, αλλά προσωπικά δεν είναι κάτι που με ταράσσει και με εκπλήσσει.