Της Ευθυμίας Γκαμπέση,
Στις μέρες μας, η λογική που επικρατεί αναφορικά με τη γνώση και τη μελέτη αποκτά ολοένα και περισσότερο χρηστικό χαρακτήρα. Σπάνια, ωστόσο, η γνώση γίνεται κτήμα μας γιατί την επιζητούμε για την «καθαρή» της αξία και υπόσταση. Και αυτό γεννά προβλήματα, τα οποία έχουν αρχίσει να εκδηλώνονται σε τομείς όπως η παιδεία και η ανατροφή των νέων.
Μία όαση στην έρημο των κοινότοπων απόψεων και χρησιμοθηρικών συμπεριφορών αποτελεί και το νέο βιβλίο του κ. Βασίλη Καραποστόλη, Όταν η γνώση είναι ζωή, το οποίο απεικονίζει με ρεαλιστικό και συντονισμένο τρόπο ζητήματα που αφορούν την παιδεία, την οικογένεια, τους νέους και όχι μόνο. Σας προτρέπω να μην χάσετε την ευκαιρία και να προμηθευτείτε άμεσα ένα αντίτυπο, καθώς μπορείτε να το βρείτε διαθέσιμο από τις Εκδόσεις Πατάκη. Σε μία κοινωνία στην οποία είναι εξαιρετικά μεγάλο κατόρθωμα αφενός να μάθεις ουσιαστικά και αφετέρου να κατανοήσεις, έχουμε συνδυάσει τη γνώση με την αποκατάσταση. Η σειρά έχει ως εξής: σχολείο, πανεπιστήμιο, εργασία· χωρίς να δίνονται περιθώρια για οποιαδήποτε εμβάθυνση ή περαιτέρω εκμάθηση.
Ενώ η παραπάνω θέση αποτελεί ένα από τα κύρια προβλήματα για τα οποία γίνεται λόγος στο έργο, θέματα όπως οι νέοι και η παιδεία τους είναι εξίσου σοβαρά. Πιο αναλυτικά, περιγράφεται το πρόβλημα, όπως αυτό ξεκινά από τους ίδιους τους γονείς και προχωρά στους νεαρούς ενήλικες. Φορείς όπως η οικογένεια και το σχολείο, οι οποίοι είναι κατεξοχήν υπεύθυνοι για την παιδεία των νέων ηλικιών, δείχνουν αδυναμία στην ορθή διαπαιδαγώγηση και αντιμετώπιση των κρίσεων. Οι κηδεμόνες, πλέον, αντιμετωπίζοντας πλήθος υποχρεώσεων και διαθέτοντας περιορισμένο χρόνο, δεν αφιερώνουν τον κατάλληλο χρόνο και ενέργεια στο να γαλουχήσουν τα παιδιά τους με πειθαρχία, με αποτέλεσμα αυτές οι υπεκφυγές να ενσαρκώνονται στην ανάγωγη συμπεριφορά των παιδιών στο σχολείο.
Ακολούθως, το σχολείο αναγκάζεται να αναλάβει αυτό το έργο, αλλά ταυτόχρονα έρχεται αντιμέτωπο με μικρούς αντάρτες, οι οποίοι αδυνατούν να ακολουθήσουν βασικούς κανόνες συμπεριφοράς, θεωρώντας οποιαδήποτε εντολή στοιχείο αυταρχισμού που συνεπάγεται την υποταγή τους. Και το πρόβλημα δεν σταματά εδώ, λέξεις και έννοιες όπως «υπερκινητικότητα» και «κοινωνικοποίηση» αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις· και ποια είναι η λύση στην οποία αβίαστα πλέον καταφεύγουμε; Καλά μαντέψατε, ο ψυχολόγος.
Περνάνε τα χρόνια και τα παιδιά μεγαλώνουν, και γίνονται έφηβοι. Έφηβοι οι οποίοι παρατηρείται να είναι μονίμως θυμωμένοι, μονίμως οργισμένοι. Όχι για πράγματα που θέλουν να αλλάξουν λόγω της υγιούς αμφισβήτησης, αλλά για ανεξήγητους λόγους, για την αξία του να είσαι απλά θυμωμένος απέναντι σε ένα σύστημα που υπολειτουργεί και την ίδια στιγμή πασχίζει να κρατηθεί εν ζωή με κάθε δυνατό μέσο. Περνάνε ακόμα περισσότερα χρόνια και οι έφηβοι γίνονται ενήλικες, και οι ίδιοι ενήλικες —κυρίως στη δεκαετία 20-30— «πέφτουν με τα μούτρα» στην εθιστική ψυχαγωγία. Λαμβάνοντας ολοένα και πιο γενναιόδωρες δόσεις από τη διαρκή έξαρση των ορμονών τους που τους προσφέρει η διασκέδαση, παλεύουν για να μείνουν απομακρυσμένοι από τα νύχια της πραγματικότητας.
Ένα στοιχείο το οποίο δεν συναντάς —αλλά ούτε ακούς— συχνά είναι η επίρριψη ευθυνών στους νέους αντί για τους μεσήλικες «καταστροφείς» των δικών μας ονείρων. Είναι πλέον καιρός να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας και να εγκαταλείψουμε τη βολική ιδέα του «εσείς φταίτε για την κατάντια μας». Το χάσμα γενεών έχει και αυτό τη θέση του στο συγκεκριμένο βιβλίο, όπως και πολλά ακόμα μείζονα ζητήματα, την ανάλυση των οποίων συμπληρώνουν απόψεις σπουδαίων προσωπικοτήτων της ιστορίας και της φιλοσοφίας (π.χ. Κολοκοτρώνης, Σπινόζα).
Συνοψίζοντας, το βιβλίο το οποίο παρουσιάζεται σήμερα αποτελεί μία απαραίτητη προσγείωση στην πραγματικότητα που δεν ξέραμε ότι χρειαζόμασταν, υπογραμμίζοντας τα κακώς κείμενα της κοινωνίας, της παιδείας και της οικογένειας καθώς και την ακριβοθώρητη και δυσεύρετη στην εποχή μας αξία της γνώσης. Προσωπικά, βρίσκω τρομερά αναζωογονητικό το γεγονός ότι σε μερικές σελίδες λαμβάνουμε μία μεγάλη δόση αλήθειας και αναγκαίας ωμότητας για πολλά τα οποία μας ταλανίζουν και δεν μπορούμε να βρούμε το «γιατί».