15.6 C
Athens
Παρασκευή, 3 Ιανουαρίου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤο διεθνές ένταλμα σύλληψης: Μια θεμελιώδης προσθήκη στη φαρέτρα της διεθνούς δικαιοσύνης

Το διεθνές ένταλμα σύλληψης: Μια θεμελιώδης προσθήκη στη φαρέτρα της διεθνούς δικαιοσύνης


Της Άννας-Μαρίας Γερακάρη,

Η σύγχρονη ανάγκη για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της διασυνοριακής εγκληματικότητας οδήγησε στη σύσταση του θεσμού της έκδοσης εντάλματος σύλληψης στο πλαίσιο του διεθνούς ποινικού δικαστηρίου. Το διεθνές ένταλμα σύλληψης συνιστά ένα από τα κομβικότερα μέσα της διεθνούς συνεργασίας στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης. Στόχος του είναι η σύλληψη κι η παράδοση ατόμων που καταζητούνται για μείζονος σημασίας εγκλήματα, φερειπείν γενοκτονία, εγκλήματα πολέμου κι εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Η έκδοση του εντάλματος αυτού προέρχεται είτε από τις εθνικές δικαστικές αρχές είτε από υπερεθνικά δικαιοδοτικά όργανα. Παράλληλα, η συνεργασία μεταξύ κρατών και διεθνών οργανισμών, όπως η INTERPOL, καθιστά εφικτή την επιτυχή εκτέλεση του.

Η δημιουργία του θεσμού του διεθνούς εντάλματος σύλληψης αποτελεί προϊόν της σταδιακής αναγνώρισης της ανάγκης για συνεργασία στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης, η οποία διαμορφώθηκε μέσα από ιστορικές εξελίξεις και διεθνείς προσπάθειες. Πρωτίστως δεν υφίσταται ενιαίο ή θεσμοθετημένο πλαίσιο για τη σύλληψη και την έκδοση ατόμων που έχουν διαπράξει εγκλήματα σε μία χώρα και διέφυγαν σε μία άλλη. Η ανάγκη για αποτελεσματική αντιμετώπιση του διασυνοριακού εγκλήματος εκφράστηκε εμφανέστερα κατά τον 19 ο αιώνα ένεκα της ανόδου της διεθνούς εγκληματικότητας. Κατά συνέπεια τα κράτη άρχισαν να συνάπτουν διμερείς συνθήκες έκδοσης, οι οποίες επέτρεπαν την ομαλή διαδικασία για τη σύλληψη και παράδοση εγκληματιών. Πρωτοφανής εξέλιξη συνιστά η ίδρυση της INTERPOL το 1923, η οποία αρχικά εμφανίστηκε ως Διεθνής Επιτροπή Εγκληματολογικής Αστυνομίας.

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η αδήριτη ανάγκη για εκδίκαση των σοβαρών εγκλημάτων που συντελέστηκαν στα πλαίσια του πολέμου οδήγησε στη δημιουργία υπερεθνικών ένδικων δικαιοδοτικών οργάνων. Οι δίκες της Νυρεμβέργης και του Τόκιο αποτέλεσαν την πρώτη προσπάθεια τιμωρίας διεθνών εγκλημάτων κι έθεσαν τις βάσεις για τη δημιουργία της έννοιας του διεθνούς εντάλματος σύλληψης, όπως το αντιλαμβανόμαστε σήμερα. Στη διάρκεια του 20 ου αιώνα θεσπίστηκαν συνθήκες και συμφωνίες που επέκτειναν το πλαίσιο της διεθνούς συνεργασίας. Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών προώθησε τη σύναψη πολυμερών συμφωνιών για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, του οργανωμένου εγκλήματος και της διακίνησης ναρκωτικών. Την ίδια περίοδο η INTERPOL εισήγαγε τα Red Notices ως επίσημο μέσο ενημέρωσης των κρατών-μελών για τη σύλληψη καταζητούμενων προσώπων. Εν τοις πράγμασι, το εγχείρημα της εδραίωσης του διεθνούς εντάλματος σύλληψης επετεύχθη με την ίδρυση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου το 2002, η οποία τέθηκε σε ισχύ με το Καταστατικό της Ρώμης το
1998.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Mikhail Nilov

Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο αποτελεί το θεμελιώδες δικαιοδοτικό όργανο για την καταπολέμηση των σοβαρότερων εγκλημάτων διεθνούς ενδιαφέροντος. Συγκεκριμένα, είναι το πρώτο μόνιμο υπερεθνικό δικαστήριο με πλήρη δικαιοδοσία να εκδίδει διεθνή εντάλματα σύλληψης για εγκλήματα όπως η γενοκτονία, εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας κι εγκλήματα επιθετικότητας. Σύμφωνα με το Άρθρο 58 του Καταστατικού της Ρώμης, ορίζεται ότι το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο δύναται να εκδώσει ένταλμα σύλληψης όταν πληρούνται συγκεκριμένα κριτήρια κι η υπόθεση εμπίπτει στη δικαιοδοσία του. Το δικαστήριο μπορεί να εκδώσει διεθνές ένταλμα σύλληψης προς οποιοδήποτε κράτος-μέλος του Καταστατικού της Ρώμης, το οποίο υποχρεούται να συνεργαστεί εωσότου συλληφθεί και παραδοθεί ο κατηγορούμενος. Επιπρόσθετα συνεργασία με μη κράτη μέλη υφίσταται διά του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Η έκδοσης διεθνούς εντάλματος σύλληψης συνιστά τη διαδικασία με την οποία σε κλίμα διεθνούς συνεργασίας ένα κράτος παραδίδει σε ένα άλλο, κατόπιν αίτησης του πρώτου, πρόσωπο που κατηγορείται ή έχει καταδικαστεί για τη διάπραξη εγκλήματος, με σκοπό να δικαστεί ή να εκτίσει την ποινή του. Αυτή η διαδικασία υλοποιείται από μια τριμερή σχέση που περιλαμβάνει το κράτος αιτούν, το κράτος εντοπισμού και το καταζητούμενο πρόσωπο. Ακόμη ολοκληρώνεται σε τέσσερα στάδια, αφετηρία συνιστά η έκδοση του εντάλματος, της οποίας οι προϋποθέσεις αναγράφονται ρητά στο Άρθρο 89 του Καταστατικού για το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο. Έπειτα το ένταλμα κοινοποιείται στις αρχές των κρατών-μελών μέσω διεθνών δικτύων συνεργασίας, αυτό έχει ως απόρροια την προσωρινή σύλληψη του καταζητούμενου. Τέλος ακολουθεί η νομική διαδικασία για παράδοση του καταζητούμενου στο κράτος που αιτήθηκε την έκδοσή του ή στο ΔΠΔ.

Παρά τη σημασία του διεθνούς εντάλματος σύλληψης η εφαρμογή του δεν μπορεί να λειτουργήσει πάντοτε ομαλά. Παράγοντες όπως η πολιτική απροθυμία κρατών που είτε δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη στο Καταστατικό της Ρώμης είτε η έκδοση εναντιώνεται στα πολιτικά τους συμφέροντα εμποδίζουν τη συνεργασία και κατ΄ επέκταση την έκδοση. Επιπλέον κάποιες φορές η έκδοση εντάλματος κωλύεται, εν όψει της προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που απορρέουν από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Μία επιπρόσθετη παράμετρος είναι οι αποκλίσεις που εντοπίζονται στα νομικά συστήματα διαφόρων κρατών. Εν κατακλείδι, δεν αποκλείονται περιπτώσεις κατάχρησης του θεσμού του διεθνούς εντάλματος, με στόχο την πραγμάτωση πολιτικών σκοπών.

Συνοψίζοντας, το διεθνές ένταλμα σύλληψης αποτελεί ένα από τα βασικότερα εργαλεία για την καταπολέμηση του διασυνοριακού εγκλήματος και τη διασφάλιση της διεθνούς δικαιοσύνης. Εντούτοις η αποτελεσματικότητα του θεσμού εξαρτάται άμεσα από τις κρατικές πρακτικές και την τήρηση μίας κοινής γραμμής, ώστε η προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων να συνιστά πρωταρχική επιδίωξη των κρατών. Η βελτίωση των μηχανισμών συνεργασίας κι η αντιμετώπιση των προκλήσεων θα ενισχύσουν τον ρόλο του διεθνούς εντάλματος σύλληψης, με απότοκο την προώθηση του κράτους δικαίου σε παγκόσμιο επίπεδο.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Ασπιώτη Αναστασία, Η έκδοση ως θεσμός του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Διαθέσιμο εδώ.
  • Ποινική Δικαιοσύνη, Εκδ. 2018, Νομική Βιβλιοθήκη.
  • International criminal court. 
  • Interpol.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Άννα Μαρία Γερακάρη
Άννα Μαρία Γερακάρη
Kατάγεται από τη Θεσσαλονίκη όπου και σπουδάζει. Είναι δευτεροετής φοιτήτρια στη Νομική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης. Αγαπάει την εκμάθηση ξένων γλωσσών και τα ταξίδια, ενώ όνειρό της είναι να γίνει διπλωμάτης ή να δουλέψει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.