Του Βασίλη Γκούρη,
Οι επιτύμβιες στήλες είναι υψηλές και λεπτές. Η χρήση τους είναι απλή, αυτή ενός ταφικού μνημείου προς τιμή του νεκρού. Η προέλευσή τους δεν είναι βέβαιη. Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι οι στήλες δεν αποτελούν μία πρωτοποριακή εφεύρεση της αρχαϊκής περιόδου, αλλά προϋπήρχαν ήδη από τη Μυκηναϊκή Εποχή, όπου διακοσμούσαν ειδικά τους βασιλικούς τάφους. Η ανακάλυψη αυτών των ταφών από τους αρχαίους, πιθανόν να τους ενέπνευσε στην εδραίωση των ταφικών στηλών με διακόσμηση, κατά την αρχαϊκή περίοδο. Μια άλλη θεωρία είναι ότι οι στήλες υπήρχαν ήδη στην Αίγυπτο, οπότε η εμφάνιση τους στην Ελλάδα ήταν δείγμα επιρροής απ’ αυτές τις περιοχές. Όσον αφορά τη Γεωμετρική Εποχή, δεν υπάρχουν πολλές ενδείξεις για τη διακόσμηση των στηλών. Συνήθως υπάρχουν επιγραφές από ονόματα, πιθανή είναι και η χρήση κούρων ως ταφικό μνημείο, χωρίς να υπάρχουν δείγματα για την περίπτωση αυτή.
Η περίπτωση της Αττικής
Η Aττική αποτελεί μια σημαντική περίπτωση, καθώς περιέχει πολλά δείγματα επιτύμβιων στηλών, ειδικά κατά τον 6ο αιώνα, όποτε και παρατηρείται μια άνθηση της γλυπτικής, αλλά και μία μεγάλη επιρροή που προερχόταν από την Ανατολή, όπως και από την Ιωνία. Οι στήλες, οι οποίες κυριαρχούσαν στην Αττική, ήταν κυρίως τετράπλευρες, υψηλές και λεπτές με επίκρανο που άνοιγε προς τα πάνω και έξω, ένα ξεκάθαρο δείγμα που μαρτυρούσε την αιγυπτιακή επιρροή. Επιπλέον, πάνω στις στήλες συνηθίζονταν να χρησιμοποιείται ο δωρικός ρυθμός. Βέβαια, δεν είναι ο μόνος τύπος που υπήρχε, καθώς μόλις το 550 π.Χ. το επίκρανο αντικαταστάθηκε από συνδυασμό διπλών ελίκων, ένας τύπος ο οποίος εγκαταλείπεται το 530 π.Χ., έχοντας μια σχετικά μικρή διάρκεια χρήσης στην Αττική. Τα επίκρανα στολίζονταν με εγχάρακτες, γραπτές γλώσσες, ανθέμια, αλλά και με μορφές στις μπροστινές και πλαϊνές όψεις. Πάνω στα επίκρανα συνηθιζόταν να απεικονίζονται διάφορα ζώα (λ.χ. λιοντάρια), αλλά και μυθικά τέρατα, όπως σφίγγες και γοργόνες.
Όλες οι στήλες ήταν υψηλές και λεπτές. Απεικόνιζαν κυρίως μόνο μια μορφή. Ωστόσο, κατά τα τέλη της αρχαϊκής περιόδου, άρχισαν να εμφανίζονται φαρδύτερες στήλες, οι οποίες είχαν διακόσμηση στον κορμό τους με καθιστές μορφές και απεικονίσεις πολυπρόσωπες, γεγονός πρωτοπόρο σε σχέση με την επικρατούσα τάση της εποχής.
Οι παραστάσεις
Το θέμα που κυριαρχούσε στις απεικονίσεις ήταν αυτό του νεαρού όρθιου άντρα, ο οποίος κρατούσε πιθανόν δόρυ ή έναν δίσκο. Μπορούμε να συσχετίσουμε αυτά τα πρόσωπα με νεαρούς και αθλητές. Στην ύστερη αρχαϊκή, αρχίζουν να υπάρχουν και απεικονίσεις από άντρες μεγαλύτερης ηλικίας, πιο ώριμοι, γενειοφόροι και με πανοπλία. Γενικότερα, στα τέλη της εποχής αυτής, υπήρχε μια τάση για ντυμένες μορφές. Υπήρχαν και περιπτώσεις, όπου οι στήλες δεν είχαν κάποια ανθρώπινη μορφή. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι στήλες είχαν έλλειψη στην απεικόνισή τους και απλά αναγράφονταν τα ονόματα των νεκρών πάνω στον κορμό της στήλης ή ήταν απλώς ζωγραφισμένες με χρώματα.
Ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό στις στήλες ήταν ότι οι περισσότερες είχαν το βάθος τους χρωματισμένο με κόκκινο χρώμα. Δεν έχει εξακριβωθεί ο λόγος για την ενέργεια αυτή, αλλά κυριαρχεί η θεωρία ότι γινόταν για να αποσύρουν οτιδήποτε είχε να κάνει με την πραγματικότητα από το μνημείο, δίνοντάς του ένα αίσθημα «μεταφυσικότητας», ενός άλλου κόσμου. Σύμφωνα με έρευνες, ο πρώτος τύπος ταφικής στήλης ήταν υψηλός με φαρδύ κορμό, με εγχάραξη μίας ανθρώπινης μορφής και μία σφίγγα πάνω στο επίκρανο. Κάθε κομμάτι ολόκληρου του μνημείου πιθανόν να ήταν φτιαγμένο ξεχωριστά και στη συνέχεια συνενωνόταν. Υπήρχε ένας συγκεκριμένος τύπος, που χρησιμοποιούσαν οι γλύπτες, ο οποίος ήταν η απλή βάση, κορμός με κάποιου είδους απεικόνιση και το επίκρανο που συνοδευόταν από κάποιο ανάγλυφο, όπως η σφίγγα ή το λιοντάρι. Ήδη, από τότε, οι άνθρωποι είχαν ένα πρότυπο στην κατασκευή των επιτύμβιων στηλών.
Τα ταφικά μνημεία είχαν συνήθως 4 μέτρα ύψος και οι εγχάρακτες ανθρώπινες φιγούρες αντιστοιχούσαν στο ύψος ενός κανονικού ανθρώπου, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις το ξεπερνούσαν. Στις απεικονίσεις τους, οι άνθρωποι διέφεραν, καθώς δινόταν έμφαση στα χαρακτηριστικά της απεικόνισης, όπως στην ενδυμασία του, την κόμμωση, τη στάση του σώματος, την ηλικία, αλλά και τα χαρακτηριστικά του προσώπου. Με τις διακρίσεις αυτές, ο απεικονιζόμενος θα μπορούσε να ταυτιστεί πιο εύκολα με τον θανόντα, στον οποίο αφιερωνόταν.
Οι Σφίγγες ως διακόσμηση (;)
Οι σφίγγες ήταν από τις μορφές που δεν ήταν σπάνιο να απεικονισθούν, ειδικά πάνω σ’ έναν τάφο, γι’ αυτό και βλέπουμε τη χρήση τους πάνω σε ταφικά μνημεία. Τα όντα αυτά δεν ήταν πάντα πάνω στο επίκρανο της στήλης. Υπήρχαν και περιπτώσεις όπου μπορεί να τοποθετούνταν στο έδαφος πάνω από τον τάφο. Σχετικά με την απεικόνισή τους, είχαν αρχικά το κεφάλι τους γυρισμένο προς τον θεατή 90 μοίρες, το οποίο δηλώνει την αναγνώριση του ανθρώπου που έχει στρέψει το βλέμμα του και όχι ως κίνδυνο προς εκείνον. Οι σφίγγες, όπως και τα λιοντάρια, είχαν το ρόλο του προστάτη και της φρουράς ενός νεκρού, αλλά ποτέ δεν προσωποποίησαν τον νεκρό, αλλά παρέμεναν μυθικά όντα, γι’ αυτό και πολλές φορές υπάρχουν απεικονίσεις τους πάνω σε ταφικά μνημεία.
Η στήλη του Αριστίωνα
Πολλές επιτύμβιες στήλες βρέθηκαν στο Θεμιστόκλειο τείχος, το οποίο χτίστηκε βιαστικά και χρησιμοποιήθηκαν πολλά τέτοια ταφικά μνημεία. Συνήθως, βρίσκονταν χωρίς τις βάσεις τους, κάτι το οποίο δυσκόλευε αρκετά στην έρευνα, καθώς υπάρχει η πιθανότητα να αναγράφεται ο νεκρός ή ο ίδιος ο καλλιτέχνης σ’ αυτές. Μια τέτοια περίπτωση, που βρέθηκε η στήλη μαζί με τη βάση, είναι αυτή του Αριστίωνα. Ο Αριστοκλής υπογράφει το έργο του στο κάτω μέρος του κορμού της στήλης, ενώ το όνομα του νεκρού Αριστίωνα γράφεται πάνω στη βάση. Ξανά βρίσκουμε το όνομα του γλύπτη πάνω σ’ άλλες δύο βάσεις για πλατιές στήλες και μία βάση κούρου για τον Τύμνη από την Καρία.
Η εξέλιξη της επιτύμβιας στήλης, επομένως, αποτελεί ένα σημαντικό τεκμήριο για την τέχνη και την κοινωνία της εποχής. Μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε την αντιμετώπιση του θανάτου, του θανόντα, αλλά και της μεταθανάτιας ζωής.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- J. Boardman (1978), Ελληνική Πλαστική Αρχαϊκή Περίοδος, Thames & Hudson
- G.M.A. Richter (1944), Archaic Attic Gravestones, Harvard University Press
- B.S. Ridgway (1977), The Archaic style in Greek sculpture, Princeton University