Της Αλεξάνδρας Μαστοράκη,
Ο Ρωσοϊαπωνικός Πόλεμος, η πρώτη μεγάλη πολεμική σύρραξη του 20ου αιώνα έλαβε χώρα από τις 8 Φεβρουαρίου 1904 έως τις 5 Σεπτεμβρίου 1905. Η σύγκρουση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας των Ρομανόφ με την Ιαπωνική Αυτοκρατορία των Μέιτζι ήταν «καρπός» της επιθυμίας αμφότερων των δυνάμεων για έλεγχο των περιοχών της Κορέας και της Μαντζουρίας (βορειοανατολικής Κίνας). Από τις αρχές του αιώνα, μάλιστα, η Ρωσία, ορμώμενη από την κινεζική κατάρρευση, άρχισε να επεκτείνεται προς τη Μαντζουρία, αγγίζοντας μία γραμμή του Υπερσιβηρικού Σιδηροδρόμου. Η διαμάχη με την Ιαπωνία δεν προκαλεί εντύπωση, καθώς οι συρράξεις μεταξύ Ρωσίας και ασιατικών εθνών υπήρξαν πάγιες ιστορικά. Η ρωσική πλευρά αισιοδοξούσε για την έκβαση του πολέμου, ενώ παρατηρήθηκε πολιτικός διχασμός όσον αφορά τους Ιάπωνες. Οι μάχες διεξήχθησαν, κυρίως, στη χερσόνησο Λιαοντόνγκ της Κίνας και στις θάλασσες της Κορέας και της Ιαπωνίας.
Φαίνεται ότι ακόμη και πριν το ξέσπασμα της διαμάχης, οι βλέψεις των αντιπάλων συνέκλιναν, ενώ οι δράσεις τους ήταν άμεσες και συντονισμένες: τόσο η Ρωσία όσο και η Ιαπωνία απέστειλαν στρατεύματα στην Κίνα για την εξουδετέρωση της εξέγερσης των Μπόξερ, ενός εθνικιστικού κινήματος που στρεφόταν εναντίον των ευρωπαϊκών δυνάμεων και της Ιαπωνίας. Η δε Ρωσία, ταυτοχρόνως, έστειλε ισχυρή στρατιωτική δύναμη στη Μαντζουρία για την προστασία του υπό κατασκευήν σιδηροδρόμου της. Οι αποστολές πέτυχαν το σκοπό τους και τα ρωσικά στρατεύματα εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, ενώ το κίνημα Μπόξερ καταπνίγηκε. Από την άλλη πλευρά, τα αποτελέσματα, τα οποία επέφεραν τα ιαπωνικά στρατεύματα, καθώς και η σύνεση που επέδειξαν, απέσπασαν το σεβασμό της διεθνούς κοινότητας.
Χρειάζεται να σημειωθεί ότι, ήδη από το 1895, η Ιαπωνία είχε επιβληθεί στην Κίνα των Τσινγκ, έχοντας ως επιδίωξη την προσάρτηση της κορεατικής χερσονήσου. Οι Ιάπωνες επωφελήθηκαν τόσο από τη λήψη γενναίας πολεμικής αποζημίωσης όσο και από την προσκόμιση εδαφικών οφελών, το πιο πολύτιμο εκ των οποίων υπήρξε η Χερσόνησος Λιάοτουνγκ. Στο άκρο της χερσονήσου αυτής βρίσκεται το Πορτ Άρθουρ, σημαντικό λιμάνι που έλεγχε την προσπέλαση στη βόρεια ακτή της Κίνας. Σύντομα, όμως, η Ιαπωνία υποχρεώθηκε να αποχωρήσει από την περιοχή, ύστερα από πίεση του τρίπτυχου Γαλλίας, Γερμανίας και Ρωσίας, με την τελευταία να διαδέχεται την κυριαρχία της χερσονήσου. Η εξέλιξη προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό, βαθιά απογοήτευση στην ιαπωνική πλευρά.
Παρά την ταπείνωση, οι Ιάπωνες έμελλαν σύντομα να συμμαχήσουν με μία άλλη μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη: το 1902 υπογράφηκε στο Λονδίνο η Αγγλοϊαπωνική συμμαχία. Σύμφωνα μ’ αυτή, αν ένας από τους δύο εταίρους εμπλεκόταν με μία μόνο δύναμη, ο άλλος θα τηρούσε ουδετερότητα. Αν όμως, δύο ή περισσότερες χώρες συμμαχούσαν ενάντια στη Μεγάλη Βρετανία ή την Ιαπωνία, ο άλλος όφειλε να εμπλακεί στον πόλεμο. Αν μελετήσουμε τη συμφωνία από τη σκοπιά των Βρετανών, η συμφωνία αυτή προστάτευε τα συμφέροντά τους στην κοιλάδα του Γιανγκτσέ, ενώ καθιστούσε σαφή την ισχύ τους στους Ρώσους, οι οποίοι είχαν ολοκληρωτικά επιβληθεί στη Μαντζουρία και ενίσχυαν διαρκώς τη στρατιωτική τους παρουσία εκεί. Ωστόσο, για τους Ιάπωνες, η συμφωνία σήμαινε πρακτικά παρώθηση σε πόλεμο με τη Ρωσική Αυτοκρατορία. Κατά τη γνώμη τους, η βρετανική προστασία θα αποθάρρυνε μία σύμπραξη της Γαλλίας και της Γερμανίας με τη Ρωσία. Η Ιαπωνία, κατόπιν σχεδόν μίας δεκαετίας πολεμικής προπαρασκευής, είχε εδραιώσει εμφανή αυτοπεποίθηση έναντι οποιασδήποτε άλλης δύναμης και οραματιζόταν πλέον, τη νίκη εκείνη που θα «θεράπευε» την πικρία του ιαπωνικού λαού.
Πώς αντιμετώπιζε, όμως, η Ρωσία το σενάριο του πολέμου; Όπως έχει σημειωθεί, η Ρωσία δεν ανησυχούσε ιδιαιτέρως για την αναγκαιότητα του πολέμου, καθώς λόγιζε την υπεροχή της ως βεβαιότητα. «Και μόνο με το να ρίξουμε τους μανδύες μας επάνω τους, θα το βάλουν στα πόδια», ήταν η ρήση ενός Ρώσου στρατιωτικού. Επιπλέον, μια επιτυχία θα αναβάθμιζε εξ ολοκλήρου το προφίλ της Ρωσίας: σε σχέση με την κάθετη (εσωτερική) κυριαρχία της, η Ρωσία με αναπτερωμένο ηθικό και ανανεωτικό πνεύμα θα τακτοποιούσε τα εθνικά της ζητήματα, ενώ αναφορικά με την οριζόντια (εξωτερική) κυριαρχία της, η Ρωσία θα λάμβανε τον τίτλο της πρώτης δύναμης στην Άπω Ανατολή.
Εν αντιθέσει, οι Ιάπωνες ηγέτες ήταν σαφώς διχασμένοι ως προς την προοπτική ενός πολέμου με τη Ρωσική Αυτοκρατορία. Ο τότε Πρωθυπουργός, Κατσούρα Ταρό, ζητούσε δράση, υποστηριζόμενος από τον προκάτοχό του, Γιαμαγκάτα Αριτόμο. Αντιθέτως, ο Ιτό Χιρομπούμι, πολιτικός αντίπαλος του Αριτόμο, προσέγγισε τη διαφορά διπλωματικά και για κάποιο διάστημα επικράτησε με τους διαλόγους για ειρηνική διευθέτηση των διαφορών να διαρκούν μήνες. Σύντομα, θα γινόταν φανερή η ρωσική απροθυμία για διευθέτηση. Φθάνουμε στο επίμαχο έτος 1904, όπου ο Κατσούρα Ταρό, εξοργισμένος από τη θρασύτητα που επεδείκνυαν οι Ρώσοι, έστειλε ένα τελεσίγραφο με ανυποχώρητο το αίτημα για αμοιβαίο σεβασμό των εδαφικών κτήσεων της Τσινγκ Κίνας. Η Ιαπωνία θα δεχόταν τα δικαιώματα της Ρωσίας πάνω στη σιδηροδρομική γραμμή, αλλά δεν θα υποχωρούσε από τα οικονομικά και στρατιωτικά συμφέροντά της στην Κορέα. Η Ρωσία αποκρίθηκε με ισχυροποίηση των στρατευμάτων της κατά μήκος των κορεατικών συνόρων στη Μαντζουρία, καθιστώντας έκδηλη την εξέλιξη της διαμάχης σε στρατιωτική σύρραξη.
Μάχες
Πρώτη πράξη των συγκρούσεων αποτέλεσε η ναυμαχία του Πορτ Άρθουρ, όπου οι Ιάπωνες χτύπησαν τον αγκυροβολημένο εκεί ρωσικό στόλο με αντιτορπιλικά. Η αιφνιδιαστική εξαπόλυση επίθεσης συνδυαστικά με την αναποφάσιστη ρωσική ναυτική ηγεσία εδραίωσε τον ιαπωνικό έλεγχο επί των θαλασσών, κατά τη διάρκεια του πολέμου, ανοίγοντας το δρόμο για αποβίβαση στο Τσεμούλπο (Ιντσόν). Ακολούθησε η μάχη του ποταμού Γιαλού, όπου οι Ιάπωνες διέλυσαν μια ρωσική οχύρωση, πετυχαίνοντας φοβερές ζημιές και απώλειες στους Ρώσους. Τα γεγονότα σταδιακά ανέτρεπαν την αρχική πεποίθηση περί υπεροχής των Ρώσων. Αργότερα, ένα νέο ιαπωνικό στράτευμα πολιόρκησε την πόλη του Πορτ Άρθουρ και, παρόλο που συνάντησε ρωσική αντίσταση, αυτή στάθηκε εξαιρετικά ανεπαρκής, με την πόλη να παραδίνεται στις 2 Ιανουαρίου 1905.
Με τη μάχη του Νανσάν, οι Ιάπωνες εκκαθάρισαν τη χερσόνησο Λιαοτούνγκ από το ρωσικό στοιχείο, ενώ παρά την αιφνίδια επίθεση των Ρώσων στην επακόλουθο μάχη του Σαντεπού, η Ιαπωνία κατάφερε να διατηρηθεί στο επίπεδό της. Η μάχη του Μούκντεν για κατάληψη της ομώνυμης πόλης έληξε με νίκη των Ιαπώνων. Το βλέμμα όλων ήταν πλέον στραμμένο στο ρωσικό Βαλτικό Στόλο, ο οποίος βρισκόταν στα νερά της Άπω Ανατολής, το Μάη του 1905. Ο στόλος αποτελούσε την τελευταία ελπίδα των Ρώσων για διευθέτηση των πραγμάτων μετά την ολική καταστροφή, η οποία υπέστη ο στρατός τους. Ο ιαπωνικός στόλος κατόρθωσε να αδρανοποιήσει τους Ρώσους με τις απώλειες να απαριθμούν 34 πλοία και 12.000 περίπου άνδρες για το Βαλτικό έναντι τριών πλοίων και 110 ανδρών για τον ιαπωνικό στόλο.
Τελικά, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Θ. Ρούζβελτ, «έριξε στο τραπέζι» πρόταση για διαβουλεύσεις με ειρηνικούς όρους —απέσπασε, μάλιστα, το Νόμπελ Ειρήνης το 1906 για τη δραστική του συμβολή στο πεδίο της διαμάχης. Οι Ρώσοι, μετά τις συνεχόμενες και κοστοβόρες σε κάθε επίπεδο ήττες, δέχτηκαν με ευγνωμοσύνη. Η συνθήκη Πόρτσμουθ υπογράφηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 1905, έθεσε τέρμα στον πόλεμο και όριζε τα εξής: Οι Ρώσοι θα αποχωρούσαν από τη Μαντζουρία με το Πορτ Άρθουρ να περνά στα χέρια της Ιαπωνίας, καθώς ο σιδηρόδρομος Πορτ Άρθουρ-Χαρμπίν και άλλα οικονομικά συμφέροντα στη χερσόνησο Λιαοτούνγκ. Σε ιαπωνικό έλεγχο πέρασε, επιπλέον, το μισό νότιο τμήμα της Σαχαλίνης και τα αντίστοιχα αλιευτικά δικαιώματα. Τέλος, αναγνωρίστηκε η ιδιόμορφη σχέση της Ιαπωνίας με το δήθεν ανεξάρτητο Κορεατικό κράτος.
Η ήττα-όλεθρος της Ρωσίας είχε ηχηρό αντίκτυπο τόσο σε εθνικό επίπεδο, με το ξέσπασμα επαναστατικών κινημάτων σε όλη την χώρα, όσο και σε διεθνές, με το κύρος της αυτοκρατορίας να σημειώνει κατακόρυφη πτώση. Στον αντίποδα, η νίκη της Ιαπωνίας προκάλεσε αίσθηση παγκοσμίως και ιδίως στο Δυτικό κόσμο, ενώ της εξασφάλισε μία θέση στη λίστα των υπερδυνάμεων της εποχής.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ρωσοϊαπωνικός Πόλεμος, sansimera.gr, διαθέσιμο εδώ
- Ρώσο-Ιαπωνικός Πόλεμος: αιτίες, εξέλιξη και συνέπειες, nairaquest.com, διαθέσιμο εδώ
- Ρωσοϊαπωνικός Πόλεμος (1904-1905), cognoscoteam.gr, διαθέσιμο εδώ