Της Ευτυχίας Αντωνοπούλου,
Το «Υπάρχω», μία ταινία γεμάτη μουσική και συναίσθημα, γεμίζει τις αίθουσες, θριαμβεύει σε εισπράξεις και συγκινεί. Συγκινεί νέους και ηλικιωμένους, οπαδούς της λαϊκής μουσικής και μη, φανατικούς του Καζαντζίδη και απλούς γνώριμούς του.
Αποτελεί, παράλληλα, κι ένα νέο επαγγελματικό άνοιγμα για τον τραγουδιστή, Χρήστο Μάστορα, ο οποίος αποδείχτηκε αντάξιος φωνητικά του μεγάλου ερμηνευτή, χωρίς να υστερεί βέβαια και στο υποκριτικό κομμάτι, με σκηνές που δίνουν την εντύπωση ενός έμπειρου ηθοποιού. Με επίκεντρο, βέβαια, το τραγούδι, το «Υπάρχω» μας φέρνει πιο κοντά στην ελληνική μουσική και τους πρεσβευτές της. Ένα μουσικό ταξίδι μέσα από το οποίο γνωρίζουμε τη μεγάλη λαϊκή φωνή του Καζαντζίδη, αλλά και την αγνή και ταπεινή προσωπικότητα του Στέλιου.
Μία βιογραφία που κρατάει τον θεατή σε εγρήγορση και δεν τον βαραίνει με πληθώρα αχρείαστων πληροφοριών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν δίνεται η απαραίτητη έμφαση στη λεπτομέρεια. Είναι ξεκάθαρο ότι η ταινία ξεχωρίζει για τη μουσική της και αναδεικνύει τη μοναδική αυτή φωνή, η οποία έγινε γνωστή τις δεκαετίες του ‘50 και του ’60 και ακούγεται ακόμη και σήμερα από κάθε γενιά. Αποθεώνεται, ειδικότερα, η ιδιαίτερα αβίαστη φωνή του που τον τοποθετεί στο Πάνθεον των κορυφαίων Ελλήνων ερμηνευτών, αλλά ταυτόχρονα η ταινία εξυμνεί και την ανθρωπιά του.
Μπορεί να εμπεριέχει στοιχεία μυθοπλασίας, αλλά αποδίδει σε μεγάλο βαθμό το ήθος και τις αξίες του σπουδαίου αυτού ερμηνευτή. Με αναφορές στο οικογενειακό του περιβάλλον, τις φιλικές του επαφές, τις επαγγελματικές συνεργασίες και τις ερωτικές του σχέσεις, η ταινία είναι μία λεπτομερής παρουσίαση του Καζαντζίδη, που δίνει τη δέουσα σημασία σε κάθε πτυχή της ζωής του. Μία ταινία, δηλαδή, ανθρωποκεντρική, μιας και βιογραφία, που όμως δεν αγνοεί να αναδείξει και τους δευτερεύοντες χαρακτήρες που πλαισιώνουν τον πρωταγωνιστή. Ακολουθώντας τη ζωή και την επαγγελματική εξέλιξη του τραγουδιστή γνωρίζουμε και άλλες μεγάλες ελληνικές φωνές, την Καίτυ Γκρέυ (Κλέλια Ρένεσυ) και τη Μαρινέλλα (Ασημένια Βουλιώτη). Οι δύο αυτές ηθοποιοί χαρίζουν μαγικές ερμηνείες με τη φωνή και τις υποκριτικές τους ικανότητες και πλαισιώνουν τον πρωταγωνιστή φωτίζοντας τον ως καλλιτέχνη αλλά και ως άνθρωπο γεμάτο ευαισθησίες και πόθους.
Όσον αφορά τη σκηνοθεσία είναι γεγονός ότι ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος με την υποστήριξη της παραγωγής Tanweer μας προσφέρει σκηνές γεμάτες συναίσθημα. Εικόνες από τα δύσκολα πρώτα του χρόνια που παράλληλα αποτυπώνουν και τις δυσκολίες της εποχής· τη φτώχεια, τη βία και την αδικία. Αναφορές στη χούντα και τον περιορισμό των ατομικών ελευθεριών, τον φόβο της αποτυχίας και την απειλή. Με ένα σκηνοθετικό τέχνασμα με χρονικές αναδρομές, η ταινία αποκτά ένα παραπάνω ενδιαφέρον, καθώς βλέπουμε τον ώριμο πλέον Καζαντζίδη να εξιστορεί σε συνέντευξή του γεγονότα της ζωής του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μαθαίνουμε και περισσότερα για τον εσωτερικό κόσμο του Στέλιου μέσα από τις αντιδράσεις, τα υποθετικά σχόλια και τις σκέψεις του για το παρελθόν.
Προσωπικά, εκτίμησα τόσο πολύ την ταινία αυτή εξαιτίας του μεγάλου συγκινησιακού φορτίου που τη συνόδευε. Ήταν η μουσική; Ήταν οι αβίαστες ερμηνείες; Το σενάριο; Ή ήταν μήπως η σκηνοθεσία και η φωτογραφία; Πολλές είναι οι σκηνές, οι οποίες χαρίζουν στον θεατή όμορφες εικόνες με φυσικά τοπία και γνήσιες ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις αποτυπώνοντας, έτσι, μία πιο ακατέργαστη και ωμή πραγματικότητα απ’ αυτήν που γνωρίζουμε σήμερα. Άνθρωποι να απολαμβάνουν τη μουσική του Καζαντζίδη, να αναγνωρίζουν την αξία της και να ενώνονται μέσα από αυτή. Δημιουργείται, έτσι, μία νοσταλγική ατμόσφαιρα για μία εποχή, που ναι μεν οι δυσκολίες ήταν πολλές και οι αδικίες ακόμη περισσότερες, όμως ο ρομαντισμός ήταν έντονος και οι αυθεντικές ψυχές ήταν παρούσες. Παρά τη συντηρητικότητα των καιρών προβάλλονται και αξίες που είναι επίκαιρες σήμερα. Όπως είναι για παράδειγμα θέματα δικαιοσύνης και η μάχη για τα δικαιώματα των καλλιτεχνών, μία προσπάθεια να περιοριστεί η εκμετάλλευση και η αδικία, που χαρακτηρίζει πολλά εργασιακά περιβάλλοντα μέχρι και σήμερα.
Αυτές είναι και οι αξίες που συγκεντρώνονταν στο πρόσωπο του Στέλιου καθιστώντας τον τόσο προσιτό και αγαπητό. Ο καθένας, δηλαδή, μπορεί να ταυτιστεί με τη μεγάλη αυτή μορφή της ελληνικής μουσικής σκηνής, πράγμα δύσκολο, καθώς συνήθως εξαιτίας της διασημότητας και της επιτυχίας, οι «σταρ» φαντάζουν κάτι το άπιαστο και μακρινό, ξένο για τον «κοινό» άνθρωπο που συνηθίζει να θαυμάζει αντί να τον θαυμάζουν.
Ξεχωρίζει, λοιπόν, ο Στέλιος από τον Καζαντζίδη και ο θεατής έχει την ευκαιρία να βιώσει τον πόνο και να νιώσει τη χαρά του τραγουδιστή σε κάθε στιγμή της ζωής του. Ο Καζαντζίδης «υπήρξε», έζησε και πέτυχε χάρη στους θαυμαστές του, αλλά «υπάρχει», τελικά, μέσα από τα τραγούδια του στις ζωές αυτών πολύ περισσότερο από όσο ίσως θα περίμενε. Τώρα, με την εν λόγω ταινία θα «υπάρχει» και στις ζωές νεότερων γενιών, όσων δεν τον ήξεραν πραγματικά αλλά τώρα γνώρισαν και σίγουρα αγάπησαν.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- «Yπάρχω»: Η ζωή του Στέλιου Καζαντζίδη μέσα από τις αφηγήσεις του, tovima.gr, διαθέσιμο εδώ
- Υπάρχω, athinorama.gr, διαθέσιμο εδώ