Του Βασίλη Γκούντα,
Ήταν Δεκέμβριος του 2021 όταν το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), οι Πράσινοι (Grune) και το Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα ανέλαβαν την κυβερνητική εξουσία υπό την ηγεσία του Καγκελάριου πλέον Olaf Scholtz. Η συνεργασία αυτή οριστικοποιήθηκε περίπου δύο μήνες μετά την ομοσπονδιακή εκλογική αναμέτρηση που διεξήχθη τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους και κατά την οποία το SPD εξασφάλισε το 25,7% των ψήφων, οι Πράσινοι το 14,8% και το FDP το 11,5%.Τα αποτελέσματα αυτά σήμαιναν ουσιαστικά το τέλος της μακρόχρονης κυριαρχίας της Ένωσης (CDU/CSU) η οποία έλαβε τη δεύτερη θέση με ποσοστό 24,1% καθιστώντας παράλληλα την κυβέρνηση του Μεγάλου Συνασπισμού παρελθόν. Μαζί, τα τρία κόμματα κατείχαν οριακή πλειοψηφία στη Bundestag, με 416 έδρες από τις 736. Η κυβέρνηση φωτεινός σηματοδότης, όπως χαρακτηρίστηκε λόγω των αντίστοιχων χρωμάτων των συμμετεχόντων κομμάτων, ήταν πλέον γεγονός.
Ωστόσο η συμφωνία αυτή δεν έμελλε να συγκρατήσει τα τρία κόμματα σε κοινή τροχιά μέχρι το τέλος της κυβερνητικής θητείας. Πριν από λίγες ημέρες ο Olaf Scholtz έχασε κι επίσημα την εμπιστοσύνη του Κοινοβουλίου με ψήφους 207 υπέρ και 394 κατά, ενώ 116 βουλευτές αποφάσισαν να απέχουν από την ψηφοφορία. Η Γερμανία συνεπώς βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο μίας εσωτερικής κρίσης η οποία αναπόφευκτα επηρεάζει τόσο το ευρωπαϊκό όσο και το διεθνές γίγνεσθαι. Οι αιτίες, οι αφορμές κι οι επακόλουθες συνέπειες αυτής της οριστικής ρήξης συνιστούν και το αντικείμενο ενδιαφέροντος του παρόντος κειμένου.
Οι αιτίες της πρόσφατης διάλυσης του κυβερνητικού συνασπισμού ούτε περίπλοκες είναι, ούτε εμφανίστηκαν ξαφνικά στο πολιτικό προσκήνιο της Γερμανίας. Τα θεμέλια του συνασπισμού βασίζονταν σε έναν εύθραυστο συμβιβασμό μεταξύ ιδεολογικά διαφορετικών κομμάτων. Υφίστατο επομένως εξ αρχής το εγγενές πρόβλημα που αντιμετωπίζουν κάποια στιγμή όλες οι κυβερνήσεις συνεργασίας και δεν είναι άλλο από τις δομικές διαφωνίες στα μεγάλα ζητήματα αλλά και σε θέματα καθημερινότητας. Η προοδευτική στάση των Πρασίνων και των Σοσιαλδημοκρατών για το κλίμα και τα κοινωνικά ζητήματα συγκρουόταν συνεχώς με τη δημοσιονομική συντηρητικότητα και τις φιλελεύθερες οικονομικές αρχές του FDP. Όπως θα δούμε παρακάτω όμως ακόμα και μεταξύ SPD και Πρασίνων ξεσπούσαν κατά καιρούς διαμάχες.
Επιπλέον ο Καγκελάριος Olaf Scholtz δυσκολεύτηκε να μεσολαβήσει μεταξύ των εταίρων του, εμφανιζόμενος συχνά αντιδραστικός, ενώ η ίδια η φύση μίας συνεργασίας απαιτεί συναίνεση και διαλλακτικότητα. Τέλος η αδυναμία του συνασπισμού να αντιμετωπίσει ή να επιλύσει πειστικά τα πιο σημαντικά προβλήματα —από τον πληθωρισμό έως την ενεργειακή ασφάλεια και τη μετανάστευση— οδήγησε σε πτώση των ποσοστών όλων των κομμάτων της συμπολίτευσης. Χαρακτηριστικά οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η υποστήριξη για το FDP μειώθηκε κάτω από το 5%,την ίδια στιγμή που το SPD βρίσκεται πια στην τρίτη θέση κι οι Πράσινοι στην τέταρτη, αμφότερα με ουσιωδώς μειωμένα ποσοστά. Αν ληφθεί υπόψιν η παραδοχή πως κάθε κόμμα θέτει ως πρωταρχικό στόχο την εκλογική του επιβίωση κι ενίσχυση τότε η παραμονή κι η επιμονή σε μια δυσλειτουργική συνεργασία ίσως να αποδεικνυόταν ακόμα πιο καταστροφική στη συνέχεια.
Για να γίνουν κατανοητές οι παραπάνω αιτίες, χρήσιμη είναι η αναφορά σε ορισμένα γεγονότα καθώς και στις προκληθείσες εξ αυτών τριβές. Πιο συγκεκριμένα το 2022, εξαιτίας της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία και των επακόλουθων ελλείψεων ενέργειας αναδύθηκαν στο κυβερνητικό στρατόπεδο διαφωνίες σχετικά με την εξάρτηση από την πυρηνική ενέργεια. Το FDP υποστήριξε την επέκταση της λειτουργίας των πυρηνικών εργοστασίων, ενώ οι Πράσινοι ήταν κάθετα αντίθετοι. Μάλιστα Ο Christian Lindner (FDP) δήλωσε: «Η ενεργειακή ασφάλεια της Γερμανίας δεν μπορεί να βασίζεται σε ιδεολογικές εμμονές» ενώ Ο Robert Habeck (Πράσινοι) αντέτεινε υποστηρίζοντας ότι: «Οι πυρηνικές μονάδες ανήκουν στο παρελθόν. Η λύση βρίσκεται στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας».
Στα μέσα του 2023, ο υπουργός Οικονομικών του FDP, συγκρούστηκε και πάλι με το SPD και τους Πράσινους σχετικά με προτάσεις για αύξηση των δημόσιων δαπανών για πρωτοβουλίες για το κλίμα με αποτέλεσμα να προκύψουν σημαντικές καθυστερήσεις στην έγκριση των προϋπολογισμών. Ο Lindner υποστήριξε: «Η Γερμανία δεν μπορεί να λύσει την κλιματική κρίση με χρέος που θα πληρώνουν οι επόμενες γενιές». Ο Habeck ανταπάντησε: «Η κλιματική κρίση απαιτεί άμεση δράση, όχι δικαιολογίες». Στις αρχές του 2024 ξέσπασε διαφωνία για τις πολιτικές μετανάστευσης, με τους Πράσινους να διάκεινται υπέρ των πιο ανοικτών πολιτικών ασύλου και το FDP να πιέζει για αυστηρότερους ελέγχους. Η Annalena Baerbock (Πράσινοι) δήλωσε: «Η Γερμανία πρέπει να παραμείνει ένα σύμβολο ανθρωπιάς κι αλληλεγγύης». Από την άλλη μεριά ο Lindner σημείωσε πως: «Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την ανάγκη για έλεγχο κι ασφάλεια στα σύνορά μας».
Τον Μάρτιο του 2024 το SPD και το FDP συντάχθηκαν για να αυξήσουν τη χρηματοδότηση του στρατού σε συνάρτηση με τις δεσμεύσεις του ΝΑΤΟ, αλλά οι Πράσινοι αντιστάθηκαν, επικαλούμενοι περιβαλλοντικές κι ανθρωπιστικές ανησυχίες. Ο Olaf Scholz ισχυρίστηκε ότι : «Η ασφάλεια της Ευρώπης απαιτεί ισχυρές επενδύσεις στην άμυνα». Στον αντίποδα η Claudia Roth (Πράσινοι) υποστήριξε ότι: «Οι πόροι αυτοί θα έπρεπε να επενδυθούν σε ειρηνικές λύσεις κι αναπτυξιακά έργα». Τέλος τον περασμένο Νοέμβριο η απομάκρυνση του Lindner από τον Scholz από τη θέση του υπουργού Οικονομικών, μετά την παρεμπόδιση ενός πακέτου χρηματοδότησης για το κλίμα που υποστήριζαν οι Πράσινοι, οδήγησε στην οριστική αποχώρηση του FDP. Αυτό προκάλεσε άμεσα την πρόταση μομφής και την επακόλουθη κατάρρευση του συνασπισμού.
Η πτώση μιας κυβέρνησης συνυφαίνεται πάντοτε στενά με άμεση διάρρηξη της εμπιστοσύνης και της σταθερότητας που εμπνέει ο κρατικός μηχανισμός σε συνολικό επίπεδο. Στην κεντρική Ευρώπη ίσως το ολιγόμηνο κενό της κυβερνητικής εξουσίας να φαντάζει λιγότερο τρομακτικό από ότι στις χώρες της Μεσογείου, συνιστά παρ’ όλα αυτά επαρκή παράγοντα κλονισμού της αξιοπιστίας της Γερμανίας απέναντι στους επενδυτές και σε απότομη διακοπή της ομαλής πορείας της οικονομικής της πολιτικής. Οι εσωτερικές δυσκολίες της Γερμανίας αποδυναμώνουν προσωρινά την ικανότητά της να ηγηθεί σε βασικά ζητήματα όπως η πολιτική για το κλίμα, η μετανάστευση κι οι δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις.
Ακόμη, οι εξελίξεις στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή σε συνδυασμό και με την εκλογή του Donald Trump, καθιστούν επιβεβλημένη την ύπαρξη μιας ισχυρής Γερμανίας. Άλλωστε ισχυρή Γερμανία σημαίνει δυνητικά κι ισχυρή Ευρώπη. Η παράλληλη κυβερνητική κρίση που εκτυλίσσεται στη Γαλλία είναι αλήθεια πως δυσχεραίνει έτι περαιτέρω τη θέση της Ε.Ε στη διεθνή σκηνή τη συγκεκριμένη περίοδο. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο, ύστερα από τις εκλογές που θα διενεργηθούν τον ερχόμενο Φεβρουάριο, ο επόμενος γερμανικός κυβερνητικός σχηματισμός να διαμορφωθεί το ταχύτερο δυνατό.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Γερμανία: Έπεσε η κυβέρνηση Σολτς – Εκλογές τον Φεβρουάριο, NEWS247, διαθέσιμο εδώ
- Germany Heads Toward Early Elections After Scholz Loses Confidence Vote, THE WALL STREET JOURNAL, διαθέσιμο εδώ
- Germany’s snap election: What happens now?, POLITICO, διαθέσιμο εδώ
- Germany’s normally stable government has collapsed. Here’s why, CNN WORLD, διαθέσιμο εδώ