8.3 C
Athens
Τετάρτη, 1 Ιανουαρίου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ απαγόρευση απόκτησης αποδεικτικών μέσων στην ποινική δίκη

Η απαγόρευση απόκτησης αποδεικτικών μέσων στην ποινική δίκη


Της Ταξιαρχούλας Ματζουράνη,

Σύμφωνα με τον Ernst Beling, ο οποίος καθιέρωσε τον όρο, αποδεικτικές απαγορεύσεις είναι οι «περιορισμοί της αποδεικτικής διαδικασίας, που αφορούν, είτε στην απόκτηση, είτε στην αξιοποίηση, ορισμένου αποδεικτικού μέσου». Σύμφωνα με άλλη διατύπωση, πρόκειται για κανόνες δικαίου, που περιορίζουν το καθήκον αλήθειας, σε όλα τα στάδια της ποινική δικονομίας κι άρα αφορούν, όχι μόνο τα αποδεικτικά μέσα, αλλά όλες γενικά τις ανακριτικές πράξεις, που αποσκοπούν στην απόκτηση αποδεικτικού υλικού. Κατά την άποψη αυτή, γίνεται λόγος για ανακριτικές απαγορεύσεις.

Από τον παραπάνω ορισμό, προκύπτει η διάκριση σε απαγορεύσεις απόκτησης κι απαγορεύσεις αξιοποίησης των αποδεικτικών μέσων. Κριτήριο της διάκρισης φαίνεται να είναι, το στάδιο της αποδεικτικής διαδικασίας, στο οποίο αξιώνει εφαρμογή η απαγόρευση. Οι απαγορεύσεις απόκτησης, αφορούν το στάδιο της συλλογής του αποδεικτικού υλικού, και δεν περιλαμβάνουν τη γνώση κι εξέτασή του, από τις αρμόδιες αρχές. Προστατεύουν συμφέροντα που ο νομοθέτης θεωρεί σημαντικότερα, από αυτό της ποινικής καταστολής, χάριν των οποίων παραμερίζεται το καθήκον αναζήτησης της αλήθειας. Είναι δηλαδή εργαλεία προστασίας ατομικών και συνταγματικών δικαιωμάτων. Στην ελληνική θεωρία, γίνεται λόγος και για απαγορεύσεις «κτήσης», ή «αναζήτησης», ή «εξέτασης», ή «ζήτησης», ή «διεξαγωγής απόδειξης».

Ακόμη, οι απαγορεύσεις αξιοποίησης, αφορούν το στάδιο της αξιοποίησης του αποδεικτικού υλικού από τα αρμόδια όργανα, με την εξέτασή του και την παραγωγή εννόμων από αυτά συνεπειών, στα διάφορα στάδια της ποινικής διαδικασίας κι ιδίως κατά την κύρια συζήτηση στο ακροατήριο. Γίνεται λόγος, επίσης, και για απαγορεύσεις «χρησιμοποίησης» ή «συνεκτίμησης». Από την ανωτέρω διάκριση, προκύπτει κι η οριοθέτηση των σταδίων απόκτησης κι αξιοποίησης. Το στάδιο της απόκτησης του αποδεικτικού υλικού, ξεκινάει από τη συλλογή του και φτάνει μέχρι την εισαγωγή του στη δίκη. Η παράνομη απόκτηση του αποδεικτικού μέσου, δεν σημαίνει σε κάθε περίπτωση κι απαγόρευση αξιοποίησής του, αφού η τελευταία είναι δικονομική συνέπεια, την οποία δεν έχουν απαραίτητα οι παραβιάσεις άλλων μη δικονομικών κλάδων.

Πηγή Εικόνας: Pixabay.com / Δικαιώματα Χρήσης: Ramdlon

Αντίθετα, το στάδιο της αξιοποίησης ξεκινάει από τη στιγμή που η αρμόδια αρχή λαμβάνει γνώση περί αυτού, λ.χ. τη στιγμή που ο εισαγγελέας μελετά το φάκελο της δικογραφίας με τα αποδεικτικά στοιχεία, ενόψει της άσκησης της ποινικής δίωξης ή όταν το συμβούλιο πλημμελειοδικών, μετά την πρόταση του εισαγγελέα κι έχοντας λάβει την ανωτέρω δικογραφία θα αποφασίσει για την παραπομπή ή όχι του κατηγορουμένου ή όταν το δικαστήριο, στην ακροαματική διαδικασία, καλείται να εκδώσει απόφαση, εκτιμώντας όλα τα ενώπιων του, παραταθέντα αποδεικτικά στοιχεία.

Επιπλέον, το στάδιο της αξιοποίησης χωρίζεται σε δυο επιμέρους μέρη: αυτό της αντίληψης του αντικειμένου με τις αισθήσεις, όπως η εξέταση ενός μάρτυρα κι αυτό της διανοητικής θέσης, που καλείται να διαμορφώσει ο δικαστής απέναντί του. Στην περίπτωση που αυτό κριθεί ως απαράδεκτο, ο δικαστής, κατά πλάσμα δικαίου, πρέπει να θεωρήσει το μέσο που υποβλήθηκε, ως μη υποβληθέν, μη υφιστάμενο, ενώ όποιο συμπέρασμα προέκυψε από την αξιολόγηση του περιεχομένου του, απαγορεύεται να συνυπολογιστεί στο σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης. Απαγόρευση της αποδεικτικής αξιοποίησης έχουμε όταν αυτό προβλέπεται ρητά από το νόμο, ή προκύπτει σαφώς από το νόημα μιας διάταξης κι που η ίδια η αξιοποίηση θα συνιστούσε συνέχιση της προσβολής από την απόκτηση του υλικού, του εννόμου αγαθού. Έτσι, εάν αποσπαστεί από έναν κατηγορούμενο η απολογία του, μέσω εκβιασμού, στο στάδιο στης προδικασίας, κατά την περάτωση της κύριας ανάκρισης, και στη συνέχεια αυτή ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο, κατά την έκδοση της απόφασης, θα αποτελεί συνέχιση της αδικίας που έγινε σε βάρος του.

Υποστηρίζεται στην ελληνική θεωρία, ιδίως από τους κ. Ανδρουλάκη και Δαλακούρα, ότι, οι απαγορεύσεις σχετικά με την απόκτηση, συνιστούν εξαίρεση από την αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας, ενώ οι απαγορεύσεις αξιοποίησης, εξαίρεση από την αρχή της ηθικής απόδειξης. Συγκεκριμένα, οι δεύτερες δεν νοούνται μόνο ως εξαίρεση στο ευρύ καθήκον εξακρίβωσης της αλήθειας, αλλά ως περιορισμός στην υποχρέωση διαλεύκανσης της αλήθειας με νόμιμα μέσα.

Πηγή Εικόνας και Δικαιώματα Χρήσης: Ebooks.edu.gr

Οι απαγορεύσεις απόκτησης ενός αποδεικτικού μέσου συνάγονται από το Σύνταγμα και τη βασική αρχή του κράτους δικαίου, η οποία έχοντας διπλό περιεχόμενο, επιτάσσει από τη μια το καθήκον εξιχνίασης κι αντιμετώπισης των εγκληματικών συμπεριφορών, κι από την άλλη την προστασία των δικαιωμάτων και των εννόμων αγαθών, από τυχόν υπέρμετρους περιορισμούς. Θα ήταν ορθότερο σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου να θεωρούνται, οι απαγορεύσεις απόκτησης, όχι μόνο ως περιορισμός στην αναζήτηση της αλήθειας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αλλά ως περιορισμός της δράσης του κράτους που σχετίζεται με την εξιχνίαση των εγκλημάτων. Όπου ο νομοθέτης περιορίζει το αποδεικτικό υλικό προς απόκτηση, για να προστατεύσει ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, έρχεται σε αντίθεση με την κρατική απαίτηση, για ποινική καταστολή και προστασία, δυσχεραίνοντας τη διαδικασία και σε ακραίο βαθμό ακόμα, εμποδίζοντάς τη.

Όταν κινδυνεύουν έννομα αγαθά και θεμελιώδεις αξίες, αλλά και το δημόσιο συμφέρον, το κράτος δικαίου δεν επιβάλλει την εξιχνίαση όλων ανεξαιρέτως των εγκλημάτων. Η σύγκριση αυτή, δεν είναι αυτονόητη κι απαιτείται στάθμιση από το δικαστή των συγκρουόμενων κάθε φορά ατομικών και κοινωνικών ατομικών συμφερόντων, με τα συμφέροντα της Πολιτείας. Η στάθμιση αυτή, όμως, έχει γίνει ήδη από το νομοθέτη, ανάμεσα στο συμφέρον της ποινικής καταστολής και της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων, με τη διασφάλιση των ατομικών συμφερόντων μέσω της θεμελίωσης των απαγορεύσεων απόκτησης. Μόνο σε εξαιρετικές, λοιπόν, περιπτώσεις ο δικαστής επιτρέπεται να καταφάσκει απαγορεύσεις απόκτησης των αποδείξεων.

Οι σημαντικότερες απαγορεύσεις απόκτησης που θεμελιώνονται στο νόμο, κι οι οποίες προστατεύουν τα ατομικά δικαιώματα παρατίθενται ως εξής. Στο άρθρο 222 ΚΠΔ ορίζεται για τους συγγενείς του κατηγορουμένου δικαίωμα άρνησης να καταθέσουν ως μάρτυρες, ώστε να προστατευτεί ο θεσμός της οικογένειας κι οι σχέσεις μεταξύ των μελών της, σύμφωνα με το άρθρο 21 §1 Σ, με εξαίρεση την περίπτωση που ο κατηγορούμενος είναι ανήλικος, που εδώ η μαρτυρία συγγενών είναι υποχρεωτική. Στη δεύτερη περίπτωση, ο νομοθέτης φαίνεται να σταθμίζει το αγαθό της ανηλικότητας ως βαρύτερο, και για να οδηγηθεί ο δικαστής στην αλήθεια κρίνεται πως πρέπει να έχει στη διάθεσή του οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο, ακόμα κι ενός, που ενδεχομένως οι συγγενείς του να μη θεωρούν ότι θα βοηθήσει τον κατηγορούμενο.

Τα άρθρα 223 §4 ΚΠΔ, περί μη αυτοενοχοποίησης του κατηγορουμένου κατά τη μαρτυρία του στο ακροατήριο, 273 §2 εδ. β. ΚΠΔ, περί δικαιώματος σιωπής του κατηγορουμένου κατά την απολογία του στο στάδιο της προδικασίας, και 223 §5 ΚΠΔ, περί απαγόρευσης παραπειστικών ερωτήσεων προς τους μάρτυρες, προστατεύουν το δικαίωμα στην προσωπικότητα, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 §1 Σ.

Στα άρθρα 371 ΠΚ και 212 ΚΠΔ, περί παραβίασης της επαγγελματικής εχεμύθειας και προστασίας του επαγγελματικού απορρήτου κατά τη μαρτυρία, προστατεύεται η σχέση εμπιστοσύνης επαγγελματία με τον πελάτη του, που ανήκει γενικά στη σφαίρα εμπιστοσύνης, η προστασία της νόμιμης λειτουργίας των επαγγελμάτων και το επαγγελματικό απόρρητο.

Μια έρευνα στην κατοικία ενός προσώπου, σύμφωνα με το άρθρο 253 ΚΠΔ, απαγορεύεται να γίνει χωρίς να το ορίζει ρητά ο νόμος και χωρίς την παρουσία δικαστικού λειτουργού, ως εκπρόσωπο της νομιμότητας, χάριν προστασίας του άρθρου 9 Σ, για το άσυλο της κατοικίας.

Το άρθρο 370Α ΠΚ, περί απαγόρευσης υποκλοπής και μαγνητοφώνησης τηλεφωνικών και προφορικών συνομιλιών, προστατεύει το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του άρθρου 5 §1 Σ, το δικαίωμα στην ελεύθερη επικοινωνία του άρθρου 19 §1 εδ. α Σ κι εν γένει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, του άρθρου 2 §1 Σ.

Στο άρθρο 146 §3 ΠΚ, περί παραβίασης των παραβίασης των κρατικών απορρήτων, προστατεύει την ορθή κρατική λειτουργία.

Τέλος, αξίζει να αναφερθεί το άρθρο 575 §3 ΚΠΔ, που εισήχθη με το νόμο 2408/1996 και καταργήθηκε με το νόμο 3160/2003 και το οποίο όριζε ότι «Το δελτίο εγκληματικότητας σε καμία περίπτωση δε συνοδεύει, τη σχηματισθείσα από την προανακριτική αρχή δικογραφία που υποβάλλεται στον αρμόδιο εισαγγελέα και πάντως δε μπορεί να ευρίσκεται στη δικογραφία που εισάγεται ενώπιον του δικαστηρίου προς εκδίκαση». Η απαγόρευση εδώ του αποδεικτικού μέσου, συνδεόταν άμεσα με το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου.

Οι απαγορεύσεις απόκτησης αποδεικτικών μέσων υπηρετούν τα ατομικά συνταγματικά δικαιώματα, των συμμετεχόντων στη δίκη προσώπων, κι ιδίως του κατηγορουμένου και των μαρτύρων, αποτελώντας στην ουσία εργαλεία προστασίας του ίδιου του ατόμου, έναντι στους μηχανισμούς ποινικής δίωξής του.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ 
  • Νάιντος, Οι αποδεικτικές απαγορεύσεις στην ποινική δίκη, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2010
  • Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες στην ποινική δίκη, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2020

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ταξιαρχούλα Ματζουράνη
Ταξιαρχούλα Ματζουράνη
Eίναι τελειόφοιτη φοιτήτρια Νομικής στο ΑΠΘ, με ενδιαφέρον στους κλάδους του Ποινικού, του Εργατικού και του Δημοσίου Δικαίου. Κατάγεται από τη Λέσβο και κατοικεί στη Θεσσαλονίκη. Ασχολείται ενεργά με τον εθελοντισμό και την περίθαλψη αδέσποτων ζώων. Στον ελεύθερο χρόνο της διαβάζει λογοτεχνικά βιβλία. Μιλάει αγγλικά και κορεατικά. Αγαπάει τα ζώα και τη θάλασσα.