Της Αντιγόνης Λαπατά,
«Ζήλευε τους πιανίστες για το ταλέντο τους, τους στρατιώτες για τις ουλές τους»
-Γκυστάβ Φλομπέρ (Αισθηματική αγωγή)
Τον Ερκ Ντεσσάουερ κυριεύει μια επιθυμία· να γίνει ένας μεγάλος και αναγνωρισμένος συγγραφέας. Η διατριβή του με τίτλο «Ο όψιμος μπολσεβικισμός ως ταυτότητα και μειονέκτημα» ήδη πλαισιώνει στο μυαλό του την ταμπέλα που δείχνει προς τον δρόμο της αποδοχής από τους… φτασμένους του κύκλου του (άραγε θα γίνει κύκλος του ή θα σβηστεί όπως ο κύκλος με την κιμωλία;). Κάθεται εκεί, περιμένοντας την παρουσία αυτού, της Αυτού Μεγαλειότητος.
«Εσείς τρέμετε» του λέει η γυναίκα με τα ξανθιά μαλλιά και τα σαρκώδη χείλη. Μάλλον Ρωσίδα είναι. Βαλέρια άκουσε να τη φωνάζουν.
Πώς να μην τρέμει; Είναι η ευκαιρία του. Πρέπει να φερθεί έξυπνα, σκέφτεται κατεβάζοντας το ποτήρι με το κρασί. Δεν πρέπει να δείχνει φόβο. Αγέρωχος και περήφανος, όπως εκείνη η καμήλα που πέρασε κορδωμένη από μπροστά τους εκείνη τη νύχτα στο πάρκο. Εκείνη τη νύχτα που είχαν βγει σαν πατέρας και γιος. Μόνοι τους, χωρίς τη μητέρα του. Σα να ακούει τη φωνή της: «Ωραία λουλούδια… υπονόησαν μήπως ότι δεν είσαι αρκετά άνδρας;» και τώρα σαν να ακούει και τη φωνή των συμμαθητών του όταν παρατηρούσαν τα λεπτεπίλεπτα χέρια του «Είσαι αδελφή ή χειρουργός;». Αχ πρέπει να τους διώξει… σε λίγο θα τον συναντήσει! Δεν πρέπει να δείχνει φόβο! Και, πάνω απ’ όλα, δεν πρέπει να δείξει ίχνος ανασφάλειας.
«Ζήλευε τους πιανίστες για το ταλέντο τους, τους στρατιώτες για τις ουλές τους»
Να τος που έρχεται… Θεέ μου, πόση έπαρση! Αποκρουστικό σχεδόν… αποτρόπαιο, σαν οργανωμένο έγκλημα. Πάει πρώτα προς τη Βαλέρια. Φαίνεται να ανήκει κι αυτή στο χαρέμι του (όσο σεξιστικό, αντιδεοντολογικό κι αν ακούγεται). Πλησιάζει προς το μέρος του. Τι να κάνει… Μπροστά του εκείνος φαίνεται παιδαρέλι. Θα μείνει πιστός στην ιδέα του· ο όψιμος μπολσεβικισμός ως ταυτότητα και μειονέκτημα. Είναι καλό, σίγουρα είναι καλό! Πολλά υποσχόμενο, όπως και ο νεαρός Ερκ. Μα μήπως… δεν είναι αρκετά καλό για αυτόν που έχει απέναντί του;
Τον Ερκ Ντεσσάουερ κυριεύει ένας φόβος· ακούει στο όνομα «Μπαρζιλάι». Χανς Ούλριχ Μπαρζιλάι. Ο τρόμος του, το μόνο μέσο για να κερδίσει όλα όσα ονειρεύεται, το μοναδικό του εμπόδιο, η πηγή κάθε του ανασφάλειας (εκτός από τα πρόσωπα της οικογένειάς του). Μα φυσικά… θα πρέπει να τον υπακούσει! Για τα επόμενα λεπτά της ώρας, εκεί, στο Τρουά Μινύτ, να κρέμεται απ’ τα χείλη του. Μια μικρή φωνούλα στο μυαλό του ειρωνεύεται («φασιστικά καθεστώτα και από την άλλη αυτός εδώ ο θρασύς!»). Αυτή η φωνή κατάφερε να τον βάλει σε σκέψεις. Ίσως η Γερμανία να είναι ακόμα μακριά από την αποποίηση του εγκλήματος. Ίσως στο Βερολίνο της ενωμένης πλέον Γερμανίας να μη χωράνε οι αφελείς κινήσεις. Δε χωράνε λανθασμένα εκτελεσμένοι χαιρετισμοί! Μα αυτή η φωνή στο κεφάλι του ειρωνεύεται. Μην είναι εκείνη που δένει στο χέρι του μια κλωστή και το υψώνει;
«Ζήλευε τους πιανίστες για το ταλέντο τους, τους στρατιώτες για τις ουλές τους»
Ναζιστικά, κυρίες και κύριοι, χαιρετά! Νόμιζε κανένας δεν τον είδε. Όχι, δεν είναι φασίστας. Όχι, δεν είναι από εκείνους τους Γερμανούς. Όχι, όχι, όχι! Ο χαιρετισμός απευθύνεται σε εκείνον που επιμένει να τον κοιτά αφ’ υψηλού. Αντί για «Χάιλ Χίτλερ»… «Χάιλ Μπαρζιλάι»! Ο δύστυχος ο παππούς Γιούλιους… πόσο θα φούσκωνε το πληγωμένο στήθος του πρώην στρατιώτη από υπερηφάνεια. Όχι, ούτε εκείνος είχε μέσα του κακό. Μα κι ο Ερκ δεν το κάνει σε κοινή θέα. Δεν έχει ξεπεράσει αυτή του τη δειλία. Σαν να τον είδε ο Ζαννούσι. Βρήκε τον τρόπο να τον καθησυχάσει («Μην ανησυχείς. Κι εγώ το κάνω καμιά φορά»). Δύστυχε Γιούλιους… βρέθηκε κρεμασμένος. Ή πιο επίσημα κι εκλεπτυσμένα, απαγχονισμένος.
Τον Ερκ Ντεσσάουερ κυριεύει μια ντροπή. Δεν αντέχει να κάτσει σε εκείνο το σημείο ούτε λεπτό κι ας περιμένει τόσος κόσμος να τον συγχαρεί, να του σφίξει το χέρι. Αχ ας γυρνούσε το χρόνο πίσω, να μην αστειευόταν ποτέ με το παρελθόν, να μην ειρωνευόταν τόσο καυστικά τον Μπαρζιλάι, να μην ύψωνε αργά το τεντωμένο δεξί του χέρι εκεί στο Τρουά Μινύτ. Η διατριβή του δημοσιευμένη, «Ο όψιμος μπολσεβικισμός ως ταυτότητα και μειονέκτημα». Ο πατέρας του μια ζωντανή φιγούρα γεμάτη έκπληξη για την καμήλα που πέρασε μόλις μπροστά τους στο πάρκο. Ο παππούς του μια παγωμένη φιγούρα, ψυχρή φιγούρα. Η μητέρα του απούσα, ίσως καλύτερα έτσι. Και ο χαιρετισμός πάντοτε ίδιος. Πάντοτε να αντικατοπτρίζει ένα μεγάλο λάθος!
Ένα αιχμηρό σαν ξυράφι, Ο λάθος χαιρετισμός, όπως χαρακτηρίστηκε, το μυθιστόρημα από τον Μαξίμ Μπίλλερ (Maxim Biller). Γεννηθείς το 1960 στην Πράγα, ενώ μετέβη στη Γερμανία από τα 10 του. Μετρώντας στο ενεργητικό του πλήθος μυθιστορημάτων και συλλογών διηγημάτων, βρέθηκε στο στόχαστρο ο αντισυμβατικός συγγραφέας με το μυθιστόρημα “Esra” να απαγορεύεται με δικαστική απόφαση. Ένα μυθιστόρημα που, όπως κάθε άλλο, θα μπορούσε να μας μαρτυρήσει στοιχεία του χαρακτήρα του, αφού κατά τα λεγόμενα πρόκειται για κάτι το «ασυμβίβαστα μοντέρνο, ριζοσπαστικό ως προς τη σύγχρονη γλώσσα του» (Frankfurter Algemeine Zeitung).
Με τον ίδιο καυστικό, ευθύ τρόπο απέδωσε και τη μετάφραση η Πελαγία Τσινάρη. Οι Εκδόσεις Πατάκη τρυπώνουν στο Τρουά Μινύτ για να δώσουν εξήγηση για αυτόν τον χαιρετισμό. Γιατί, όπως πολλά πράγματα στη ζωή… πρόκειται περί παρεξήγησης. Πρόκειται για λάθος!