9.6 C
Athens
Παρασκευή, 27 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΒασιλικοί οίκοι της Ισπανίας (Α' Μέρος): Η δυναστεία των Jimenez και η...

Βασιλικοί οίκοι της Ισπανίας (Α’ Μέρος): Η δυναστεία των Jimenez και η επεκτατική κυριαρχία τους


Του Κωνσταντίνου Κατσούλα,

Η ιστορία του Μεσαίωνα στη Δυτική Ευρώπη, συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με την πορεία ορισμένων ευγενών οικογενειών και της ισορροπίας, δυνάμεων μεταξύ των οικογενειών αυτών. Στις επόμενες παραγράφους, θα αναλύσουμε την ιστορία του οίκου των Jimenez, των οποίων οι εκπρόσωποι «έπαιξαν» σημαντικό ρόλο, τόσο στη Ρεκονκίστα, την ανάκτηση της Ιβηρικής Χερσονήσου από τα χέρια των Αράβων, όσο και στη δημιουργία του ενιαίου ιβηρικού βασιλείου.

Η οικογένεια των Jimenez, σύμφωνα με τις μεσαιωνικές πηγές, καταγόταν από τη Γασκονία της Γαλλίας. Πρώτη μαρτυρία για την οικογένεια γίνεται τον 9ο μ.Χ. αιώνα, όταν αναφέρεται ότι είχε αρχικά υπό τον έλεγχό της, την περιοχή των δυτικών Πυρηναίων στη Ναβάρα. Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της οικογένειας «έπαιξε» ο Sancho Garces, ο οποίος το 905 σφετερίστηκε το θρόνο των Íñiguez και έγινε κυρίαρχος της περιοχής της Παμπλόνα. Ο ίδιος, στη συνέχεια, ενέταξε στο βασίλειό του την Αραγονία, ενώ κέρδισε την ισλαμική δυναστεία των Banu Qasi και επέκτεινε το στέμμα του στις περιοχές του ποταμού Έβρου. Ο θάνατος του Sancho Garces, το 925, οδήγησε στην ανάρρηση του αδερφού του Jimeno στο θρόνο. Ωστόσο γρήγορα απεβίωσε και αυτός, με αποτέλεσμα το βασίλειό τους να αποσταθεροποιηθεί και να γίνει για αρκετές δεκαετίες υποτελές του ισλαμικού χαλιφάτου.

O Sancho Garces. Πηγή εικόνας: en.wikipedia.org

Η δυναστεία επανέκαμψε με την εμφάνιση στο προσκήνιο του Sancho ΙΙΙ, ο οποίος ονομάστηκε Μέγας. Ο Sancho έγινε βασιλιάς της Παμπλόνας το 1004, και αφού παντρεύτηκε την κόρη του κόμη της Καστίλης, ξεκίνησε την επέκταση του βασιλείου του. Αφού αρχικά ανάγκασε τους υπόλοιπους χριστιανούς ηγεμόνες των Πυρηναίων να αναγνωρίσουν την επικυριαρχία του, μετά τη δολοφονία του κόμη της Καστίλης το 1027, προσάρτησε και την Καστίλη στο βασίλειό του. Ο Sancho δεν αρκέστηκε εκεί, αλλά επιτέθηκε και στο βασίλειο της Λεόνης, το οποίο την εποχή εκείνη είχε υπό τον έλεγχο του μεγάλο κομμάτι της βόρειας Ιβηρικής Χερσονήσου. Ο στρατός του, όμως, μαζί με εκείνους των υποτελών του κρατιδίων, κατάφερε να καταβάλει την αντίσταση της Λεόνης, με αποτέλεσμα, το 1034, η πρωτεύουσα της Λεόνης να πέσει στα χέρια του Sancho. Ο Sancho στέφθηκε βασιλιάς εκ νέου εκεί, και έκτοτε χρησιμοποιούσε το βαρύγδουπο τίτλο “Rex Dei gratia Hispaniarum” («με την βοήθεια του Θεού, βασιλιάς των Ισπανών»). Ήταν πράγματι ο πρώτος βασιλιάς, ο οποίος ένωσε τους Χριστιανούς της Ιβηρικής Χερσονήσου, έστω και για μικρό χρονικό διάστημα. Μόλις ένα χρόνο μετά την στέψη του, ο Sancho ο Μέγας εξέπνευσε, χωρίζοντας τις κτήσεις του μεταξύ των γιών του.

Ο τέταρτος κατά σειρά ηλικίας γιός του Sancho, ονόματι Ferdinando, είχε ονομαστεί κόμης της Καστίλης, έτη πριν το θάνατο του πατέρα του. Ωστόσο, μετά το θάνατο του πατέρα του, φαίνεται πως ήταν υποτελής του ανασυσταθέντος βασιλείου της Λεόνης. Ο Ferdinando, όντας φιλόδοξος, δεν άντεξε για πολύ να είναι υποτελής και το 1037 κέρδισε σε μάχη, δολοφονώντας το βασιλιά της Λεόνης. Το επόμενο έτος, στέφθηκε, όπως παλαιότερα, ο πατέρας του βασιλιάς της Λεόνης. Οι επόμενες πολεμικές επιχειρήσεις του ήταν ενάντια σε χριστιανούς και μάλιστα, ενάντια στη Ναβάρα, την οποία διοικούσε ο μεγαλύτερος αδερφός του, García, τον οποίο και υπέταξε το 1054 στη μάχη της Atapuerca. Αφού εξασφάλισε την πρωτοκαθεδρία μεταξύ των χριστιανικών βασιλείων της Ιβηρικής, στράφηκε ενάντια στους διασπασμένους πλέον Μουσουλμάνους. Εν έτει 1060, ο Ferdinando εισέβαλε στον Ταϊφά της Σαραγόσας και κατέστησε φόρου υποτελή τον εμίρη του. Αργότερα, οι εμίρηδες του Τολέδο και της Σεβίλλης εξαγόρασαν την ειρήνη, βλέποντας το στρατό του να προελαύνει στη νότια Ιβηρική Χερσόνησο. Οι επιχειρήσεις στην Πορτογαλία είχαν μεγαλύτερα οφέλη, καθώς το 1064, ο Ferdinando κατέλαβε τη στρατηγικής σημασίας πόλη, Coimbra. Η πολιορκία της Coimbra και η άλωσή της «έπαιξε» τεράστιο ρόλο στη συνείδηση των Ιβήρων, καθώς έκανε σαφή την ικανότητα απελευθέρωσης της Ιβηρικής Χερσονήσου, θέτοντας έτσι τα θεμέλια για την επερχόμενη Reconquista. Ο Ferdinando πέθανε το 1065, έχοντας αποκτήσει τον τίτλο του ισχυρότατου αυτοκράτορα “Imperator Fortissimus”.

Ο μεγαλύτερος γιός του Ferdinando, ονόματι Sancho, έλαβε το βασίλειο της Καστίλης, ενώ ο αδερφός του Alfonso έλαβε τη Λεόνη και ο μικρότερος της οικογένειας, Garcia, έγινε βασιλιάς της Γαλικίας. Η ευγενής οικογένεια γνώρισε πληθώρα εσωτερικών διαμαχών μετά το θάνατο του Ferdinando. Ο Sancho, αρχικά, πολέμησε ενάντια στα ξαδέρφια του στα Πυρηναία, σ’ έναν πόλεμο, ο οποίος έμεινε γνωστός ως «ο Πόλεμος των τριών Sancho». Ο Alfonso εισέβαλε στον Ταϊφά του Badajoz. Ωστόσο, γρήγορα αναγκάστηκε να πολεμήσει ενάντια στο Sancho και να αναγκαστεί σε ήττα στη μάχη της Llantada. Στη συνέχεια, τα δύο αδέρφια ενωμένα πλέον, στράφηκαν ενάντια στον Garcia, ο οποίος ηττήθηκε και αναγκάστηκε να φύγει από το βασίλειό του, πηγαίνοντας εξόριστος στον Ταϊφά της Σεβίλλης. Ο Sancho, μετά την επιτυχία τους, στράφηκε ξανά ενάντια στον Alfonso, τον οποίο ανάγκασε σε νέα ήττα στην μάχη της Golpejera, το 1072.

O Sancho III o Μέγας. Πηγή εικόνας: en.wikipedia.org

Ο Alfonso αναγκάστηκε να καταφύγει στους Μουσουλμάνους, για να γλιτώσει από τον αδερφό του. Ωστόσο, καθώς ο Sancho είχε δημιουργήσει πολλές έριδες, δολοφονήθηκε από έναν ευγενή, με τις ακριβείς συνθήκες της δολοφονίας να είναι άγνωστες — έγιναν αιτία δημιουργίας πολλών μύθων τους επόμενους αιώνες. Η δολοφονία του Sancho οδήγησε στην επιστροφή του Alfonso στο θρόνο, ο οποίος και φυλάκισε τον Garcia για να μπορέσει να βασιλεύσει χωρίς να προκύψουν άλλες εσωτερικές έριδες. Ο Alfonso, ο οποίος ονομάστηκε «Γενναίος» από τους Ίβηρες, αποφάσισε να κινηθεί ενάντια στους Μουσουλμάνους μέσω της τακτικής του «διαίρει και βασίλευε». Το 1074 συμμάχησε με τον εμίρη του Τολέδο, ώστε να πολεμήσει τον εμίρη της Γρανάδας, AbdAllah και να καταλάβει σημαντικές τοποθεσίες στα νότια της Ιβηρικής Χερσονήσου.

Η επεκτατική του πορεία βοηθήθηκε από τη σύναψη συνθηκών με ορισμένους από τους εμίρηδες, καθώς κατέστησε φόρου υποτελείς πολλούς απ’ αυτούς. Εκμεταλλευόμενος μία εξέγερση, η οποία ανέκυψε στο Τολέδο, ο Alfonso πολιόρκησε την πόλη και την εκπόρθησε το 1085. Η κατάληψη του Τολέδο εξύψωσε το ηθικό των Χριστιανών, καθώς το Τολέδο υπήρξε μία από τις σημαντικότερες αραβικές πόλεις στην Ιβηρική. Ο Alfonso, όντας πιο διαλλακτικός, έδειξε διάθεση συνεργασίας με τους Μουσουλμάνους, αυτοτιτλοφορούμενος «Αυτοκράτορας των Δύο Θρησκειών» και αφήνοντας σημαντικές θρησκευτικές «ελευθερίες» στους Άραβες.

Οι εμίρηδες της Ιβηρίας θορυβήθηκαν από τις εξελίξεις και ζήτησαν βοήθεια από τους Αλμοραβίδες, δυναστεία η οποία κυριαρχούσε στο Μαγκρέμπ. Ένα έτος μετά την πτώση του Τολέδο, οι Αλμοραβίδες έστειλαν ένα ικανό στράτευμα στην Ιβηρία, το οποίο και κέρδισε τον Alfonso και ανάγκασαν τους Χριστιανούς να βρεθούν σε θέση άμυνας. Για τα επόμενα έτη, ο Alfonso και οι αξιωματικοί του, μεταξύ των οποίων ο θρυλικός ιππότης El Cid — ακόμα και σήμερα θεωρείται ήρωας για τους Ισπανούς. Το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1090 σημαδεύτηκε από άλλη μία εισβολή των Αλμοραβιδών, οι οποίοι κατέλαβαν τα περισσότερα ισλαμικά εμιράτα της Ιβηρίας, αλλά και ορισμένες μικρές πόλεις, οι οποίες ήταν υπό την κατοχή του Alfonso. Παρ’ όλα αυτά, η Καστίλη πέτυχε μία σπουδαία νίκη, καθώς ο El Cid, το 1094 κατέλαβε τη Βαλένθια. Την επόμενη δεκαετία, η Βαλένθια ανακατελήφθη από τους Αλμοραβίδες, ενώ ο στρατός της Καστίλης υπέστη μια στρατηγική ήττα το 1108 στη μάχη της Uclés, στην οποία μάλιστα σκοτώθηκε ο μοναδικός γιός του Alfonso. Η ήττα αυτή κόστισε στην Καστίλη, καθώς ανεξαρτητοποιήθηκε η Πορτογαλία μετά τη μάχη αυτή, ενώ πολλές περιοχές στην κεντρική Ιβηρική έπεσαν ξανά στα χέρια των Αράβων.

Ο Alfonso έφυγε πλήρης ημερών το 1109, χωρίς όμως να αφήσει κοινά αποδεκτό διάδοχο. Μπορεί ο Γενναίος βασιλιάς να πέρασε όλη τη ζωή του, προσπαθώντας να σταθεροποιήσει το βασίλειο και τη δυναστεία του, αλλά η μοίρα επεφύλασσε νέες περιπέτειες, τόσο για την οικογένειά του όσο και για την Ιβηρική Χερσόνησο γενικότερα. 


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Will Durant (1958), Παγκόσμιος ιστορία του πολιτισμού — Τόμος Δ’: Ο Αιών της Πίστεως– Μεσαιών, Αθήνα: εκδ. Συρόπουλος

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνος Κατσούλας
Κωνσταντίνος Κατσούλας
Γεννήθηκε το 2001 στην Αμφιλοχία, όπου και πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια. Είναι φοιτητής του τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Τεχνολογίας Υπολογιστών του Πανεπιστημίου Πατρών, ενώ κατέχει πτυχία εκμάθησης Αγγλικών και Ισπανικών. Το αγαπημένο του αντικείμενο είναι η ιστορία, καθώς τον ενδιαφέρει το πως αυτή επηρεάζει τη ζωή των ανθρώπων σήμερα αλλά και τα χαρακτηριστικά κάθε τόπου. Στον ελεύθερό του χρόνο ασχολείται ερασιτεχνικά με το στίβο, ενώ αφιερώνει αρκετό χρόνο στην κοινωνικοποίησή του βγαίνοντας με τους φίλους του.