Του Λάμπρου Νούσια,
Ο δεύτερος πιο ηλικιωμένος καγκελάριος στην ιστορία του Ομοσπονδιακού Γερμανικού Κράτους, Olaf Scholz, απέτυχε να λάβει την ψήφο εμπιστοσύνης από την Bundestag στις 16 Δεκεμβρίου, θέτοντας έτσι την κυβέρνηση σε τροχιά πρόωρων εκλογών. Η αποπομπή του φιλελεύθερου Υπουργού Οικονομικών, Christian Lindner, από τον καγκελάριο, ο οποίος είχε ρήξη μαζί του, υπήρξε προοίμιο του τέλους της εποχής του τρικομματικού συνασπισμού. Ο Lindner είχε ήδη προγραμματίσει την αποχώρησή του, και από τεχνικής πλευράς, ο Scholz προχώρησε στην καθαίρεσή του πιο γρήγορα απ’ ό,τι αναμενόταν. Η «oλαφική» κυβέρνηση καταψηφίστηκε από 394 βουλευτές έναντι των 717 που συμμετείχαν στη διαδικασία, μετά από τρεις ώρες έντονης συζήτησης. Πιο αναλυτικά, 394 βουλευτές καταψήφισαν την κυβέρνηση, 207 ψήφισαν υπέρ και 116 απείχαν, αποσύροντας έτσι την εμπιστοσύνη από τη γερμανική κυβέρνηση.
Η πτώση της κυβέρνησης φάνηκε να ήταν αναπόφευκτη, με τα χρονικά περιθώρια να στενεύουν λόγω της τεταμένης κατάστασης που είχε διαμορφωθεί στη Γερμανία από την ανάληψη των καθηκόντων της πολιτικής ηγεσίας το 2021. Η «γερμανική» αυστηρή λογική ωστόσο δικαιολογεί γιατί η χώρα παραμένει ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της παγκόσμιας οικονομίας, καθώς η πτώση της κυβέρνησης συνέβη με εσωτερική διακομματική συμφωνία για να ανταπεξέλθει άμεσα στην κρίση που αναδύθηκε και να αναμορφώσει το πολιτικό τοπίο, με καθορισμένη ήδη την διενέργεια των εκλογών την 23η Φεβρουαρίου 2025.
Ο καγκελάριος Scholz χαρακτήρισε την εσωτερική αδυναμία του συνασπισμού ως «δολιοφθορά» και έλλειψη «ηθικής ωριμότητας», υπογραμμίζοντας την αδυναμία του συνασπισμού να υιοθετήσει μια κοινή γραμμή και στρατηγική για τη δημοσιονομική και πολιτική κατάσταση της χώρας. Κατηγορήθηκε με τη σειρά του για ανεπάρκεια και πλημμελή διοίκηση από την αντιπολίτευση και πιο συγκεκριμένα από τον πρόεδρο του κεντροδεξιού κόμματος. Παρά βέβαια τις επικρίσεις, ο Scholz ηρέμησε το κοινοβούλιο σχετικά με τις αμυντικές δυνατότητες της χώρας. Η μεγάλη αντιπαράθεση και το αγεφύρωτο χάσμα που υπήρξε στο εσωτερικό της κυβέρνησης είχαν διπλό αντίκτυπο, τόσο στην οικονομία όσο και στην πολιτική σταθερότητα της Γερμανίας.
Απεργιακές διαδηλώσεις από αγρότες και σιδηροδρομικούς υπαλλήλους, σε συνδυασμό με τη διεθνή κατάσταση, όπως η επανεκλογή του Donald Trump στις ΗΠΑ και η επιβολή υψηλών τελωνειακών δασμών, δικαιολογούν κατά ένα ποσοστό την πολιτική κρίση που προκάλεσε την αποπομπή της κυβέρνησης. Ενδεικτικά, τον Νοέμβριο του 2023, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας έκρινε ότι ορισμένα τμήματα της δημοσιονομικής πολιτικής της κυβέρνησης ήταν αντισυνταγματικά. Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση του Scholz είχε ανακατανείμει τα αδιάθετα κονδύλια από δάνεια που είχαν αρχικά προβλεφθεί για την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19, κατευθύνοντάς τα στον προϋπολογισμό για την κλιματική δράση. Ωστόσο, η απόφαση του δικαστηρίου άφησε τον κρατικό προϋπολογισμό με ένα έλλειμμα ύψους 60 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Σε μια προσπάθεια να καλυφθεί αυτό το χρηματοδοτικό κενό, η κυβέρνηση προχώρησε σε ανακατανομή ήδη προγραμματισμένων κονδυλίων. Αυτή η απόφαση, όμως, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, ιδιαίτερα από τη μεριά των Γερμανών αγροτών, οι οποίοι διοργάνωσαν μαζικές διαμαρτυρίες κατά την περίοδο 2023-2024. Οι εξελίξεις αυτές επιδείνωσαν την εικόνα της κυβέρνησης, η οποία ήδη αντιμετώπιζε χαμηλά επίπεδα δημοφιλίας.
Η κυβέρνηση «απέπνευσε» τελικά δέκα μήνες νωρίτερα από την προγραμματισμένη ημερομηνία εκλογών και η πολιτική πορεία της χώρας αναμένεται να πάρει διαφορετική τροπή. Ο Scholz θα πρέπει να απευθυνθεί στον Ομοσπονδιακό Πρόεδρο, Frank-Walter Steinmeier, ζητώντας τη διάλυση της Bundestag. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας αναμένεται να αποφανθεί για τη διάλυση του κοινοβουλίου εντός 21 ημερών. Σύμφωνα με το άρθρο 39 του Γερμανικού Συντάγματος, οι εκλογές πρέπει να γίνουν εντός 60 ημερών από τη διάλυση της κυβέρνησης, και ο πρόεδρος αναμένεται να συναινέσει, δεδομένης της τεταμένης κατάστασης που έχει προκύψει. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το κοινοβούλιο δεν διαλύεται πλήρως, αλλά αντικαθίσταται από νέα μέλη, ενώ ο καγκελάριος θα παραμείνει στη θέση του μέχρι να εκλεγεί ο διάδοχός του από το νέο κοινοβούλιο.
Ωστόσο, τι δικαιολογεί αυτή την πολιτική αναστάτωση και τα συνεχιζόμενα προβλήματα; Πράγματι, τα οικονομικά δεδομένα στη Γερμανία δεν είναι τα προσδοκώμενα και η ύφεση επιβαρύνει την καθημερινότητα των πολιτών και των νοικοκυριών εν γένει. Η πληθωριστική κρίση και η διετής ενεργειακή κρίση σε συνδυασμό με εξωτερικούς παράγοντες έχουν δημιουργήσει σοβαρά δομικά προβλήματα στην μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης. Σύμφωνα με πρόσφατες πληροφορίες από την Ομοσπονδιακή Γερμανική Τράπεζα, υπάρχουν σημάδια θετικής ανάπτυξης, παρόλα αυτά η χώρα αντιμετωπίζει υψηλά επιτόκια, προσπαθώντας να περιορίσει την ύφεση και να ενισχύσει την ανάπτυξη.
Με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και τους Πράσινους να θεωρούνται κεντροαριστερά και το Ελεύθερο Δημοκρατικό ένα οικονομικά φιλελεύθερο, οι ιδεολογικές διαφορές μεταξύ των τριών κομμάτων οδήγησαν από την αρχή σε προκλήσεις στη νεοσύστατη κυβέρνηση. Αυτό φάνηκε σε διαφωνίες σε τομείς όπως ο δημοσιονομικός σχεδιασμός, ο περιβαλλοντισμός ή οι κοινωνικές υπηρεσίες, που συχνά οδηγούσαν σε κυβερνητικά αδιέξοδα.
Η κυβέρνηση αυτή των Πρασίνων, Σοσιαλιστών και Φιλελευθέρων απέτυχε, καθώς το μοντέλο του τρικομματικού συνασπισμού δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η πολιτική ανικανότητα και η έλλειψη ευθυγράμμισης σε κρίσιμα ζητήματα, οδήγησαν σε μια θνησιγενή κυβέρνηση, ένα πείραμα που δεν έπρεπε να έχει βγει από τις αίθουσες της Bundestag. Συγχρόνως η πανδημία, η ενεργειακή κρίση, οι πολιτικοί κλυδωνισμοί στην Ουκρανία και το Ισραήλ, καθώς και οι συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, δημιούργησαν έναν εκρηκτικό συνδυασμό, που επικάθησε στην κυβέρνηση Scholz, η οποία ίσως δεν ήταν σε θέση να διαχειριστεί αυτή την ιδιαίτερα ατυχή συγκυρία γεγονότων.
Η επόμενη μέρα φέρνει ερωτήματα για το μέλλον της Γερμανίας: Θα καταφέρει το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα, που βρίσκεται πρώτο μέχρι στιγμής στη σειρά των δημοσκοπήσεων να ανατρέψει τις οικονομικές αυτές κρίσεις και τις γεωπολιτικές ανισορροπίες με έναν πιο επιτυχημένο συνασπισμό; Οι επερχόμενες εκλογές του Φεβρουαρίου θα μας ανατροφοδοτήσουν με νέα δεδομένα για το αν η χώρα θα είναι ικανή να βρει την πολιτική σταθερότητα που χρειάζεται.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- A guide to Germany’s political parties, dw.com, διαθέσιμο εδώ
- Germany’s leader loses confidence vote, dw.com, διαθέσιμο εδώ
- Germany set for new elections after Chancellor Scholz loses confidence vote, aljazeera.com, διαθέσιμο εδώ
- Germany’s Scholz loses historic confidence vote, politico, διαθέσιμο εδώ
- Γερμανία: Έπεσε η κυβέρνηση Σολτς – Έχασε την ψήφο εμπιστοσύνης, εκλογές ενόψει, tovima.gr, διαθέσιμο εδώ