Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Το τελευταίο διάστημα, διεξάγεται μια συζήτηση για το κατά πόσο είναι χρήσιμη η δημοσίευση του ουδέτερου επιτοκίου, καθώς η εκτίμησή του κρίνεται ιδιαίτερα επισφαλής, λόγω της γενικής του σημασίας, που κάνει δύσκολο τον ακριβή υπολογισμό του. Ωστόσο, ο συγκεκριμένος παράγοντας παρακολούθησης για τη λήψη αποφάσεων στη νομισματική πολιτική εμφανίζει, γενικά, αρκετό ενδιαφέρον και, ιδανικά, θα μπορούσε να αποτελέσει μια σημαντική και κρίσιμη παράμετρο.
Το ουδέτερο επιτόκιο, γνωστό και ως μακροπρόθεσμο επιτόκιο ισορροπίας ή φυσικό επιτόκιο, είναι το επίπεδο του επιτοκίου πολιτικής που απαιτείται για να διατηρηθεί η αύξηση της ζήτησης σε ισορροπία με την προσφορά μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, μπορεί να οριστεί και ως το βραχυπρόθεσμο επιτόκιο που θα επικρατούσε, εφόσον η οικονομία είναι σε πλήρη απασχόληση και ο πληθωρισμός σταθερός στο 2%. Το επιτόκιο αυτό είναι συνάρτηση των υποκείμενων χαρακτηριστικών της οικονομίας, δεν είναι άμεσα παρατηρήσιμο ή σταθερό νούμερο και προέρχεται από τεκμηριωμένες εκτιμήσεις. Εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης του ΑΕΠ, της μελλοντικής ανάπτυξης, των δημογραφικών στοιχείων και άλλων μεταβλητών που αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου.
Η εκτίμησή του είναι μια καλή συνοπτική έκφραση της μεσοπρόθεσμης πρόβλεψης για τις συνολικές δαπάνες και τις δυνάμεις που τη διαμορφώνουν. Παράλληλα, δείχνει τι αποτέλεσμα έχει η επιτοκιακή πολιτική που ασκείται από την Κεντρική Τράπεζα.
Η θέση του ουδέτερου επιτοκίου είναι βασικό συστατικό στη συζήτηση για την πολιτική. Εάν το τρέχον επιτόκιο πολιτικής είναι μεγαλύτερο του ουδέτερου επιτοκίου, τότε από την Κεντρική Τράπεζα ασκείται περιοριστική πολιτική, ενώ, αν είναι χαμηλότερο, ασκείται επεκτατική πολιτική. Οι προσδοκίες για τη μελλοντική πορεία των επιτοκίων επηρεάζουν ευρείες νομισματικές και χρηματοοικονομικές συνθήκες —όπως το επίπεδο των στεγαστικών δανείων με σταθερό επιτόκιο ή η αξία του νομίσματος—, οι οποίες με τη σειρά τους διαμορφώνουν την πορεία των δαπανών στην οικονομία. Η παροχή ποσοτικών εκτιμήσεων για το ουδέτερο επιτόκιο θα μπορούσε να βοηθήσει στη σταθεροποίηση αυτών των προσδοκιών για το επιτόκιο πολιτικής στη σωστή θέση, περιορίζοντας την αστάθεια των γενικών νομισματικών και χρηματοοικονομικών συνθηκών και, τελικά, σταθεροποιώντας τις δαπάνες.
Οι προβλέψεις των κεντρικών τραπεζών εξαρτώνται συνήθως από την υπόθεση ότι τα επιτόκια ακολουθούν την πορεία που αναμένεται από τους επενδυτές. Εάν αυτές οι προβλέψεις δείχνουν ανάπτυξη κοντά στην τάση στο τέλος του προβλεπόμενου ορίζοντα —όπως συμβαίνει συχνά—, τότε οι επενδυτές μπορούν εύλογα να συμπεράνουν ότι η Κεντρική Τράπεζα συμμερίζεται την άποψη της αγοράς σχετικά με τη θέση του ουδέτερου.
Οι εκτιμήσεις των ουδέτερων επιτοκίων, όμως, συχνά αποδεικνύονται λανθασμένες. Αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία για να μην τα δημοσιεύσουμε. Η φήμη των κεντρικών τραπεζών βασίζεται στη σωστή λήψη των μεγάλων αποφάσεων και όχι στην ακρίβεια των εκτιμήσεων που δημοσιεύουν. Η διαφάνεια σχετικά με τις εισροές στη λήψη αποφάσεων μπορεί ακόμη και να βοηθήσει στη διατήρηση της φήμης όταν γίνονται λάθη.
Πολλοί οικονομολόγοι λένε ότι τα ουδέτερα επιτόκια σε όλο τον κόσμο έχουν ωθηθεί προς τα κάτω από διαρθρωτικούς παράγοντες, όπως ο πληθυσμός που γερνάει, η παραγωγικότητα που επιβραδύνεται και τα ποσοστά αποταμίευσης που αυξάνονται. Οι αξιωματούχοι της Federal Reserve μιλούν για το επιτόκιο αρκετά συχνά, σε μια προσπάθεια να αυξήσουν την κατανόηση των περίπλοκων αποφάσεων που λαμβάνουν. Αλλά ακόμη και οι αξιωματούχοι τους έχουν διαφορετικές απόψεις. Ενώ οι εκτιμήσεις ποικίλλουν, υπάρχει γενική συμφωνία ότι το πραγματικό ουδέτερο επιτόκιο μειώθηκε από το 1960 έως το 2020. Ένα χαμηλότερο ουδέτερο επιτόκιο συνοδεύεται από προκλήσεις νομισματικής πολιτικής, καθώς περιορίζει τη δυνατότητα μείωσης των επιτοκίων σε περίοδο ύφεσης.
Η αναζήτηση αυτού του «άπιαστου» ποσοστού παραμένει μια βασική πρόκληση για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής. Η ανησυχία πολλών οικονομολόγων για την ανακρίβεια των εκτιμήσεών του είναι εύλογη. Ωστόσο, με την παραπάνω επεξήγηση της έννοιάς του γίνεται κατανοητή η σημασία του στην άσκηση νομισματικής πολιτικής. Όταν πρόκειται να λάβεις μια (οικονομική) απόφαση, είναι λάθος να περιορίζεσαι. Χρειάζεται να λάβεις υπόψη σου πολλούς παραμέτρους και μεθόδους, έστω και αυτούς που ενέχουν υψηλή αβεβαιότητα για το αποτέλεσμα που φέρουν, χρησιμοποιώντας τους επικουρικά. Ο κανόνας είναι να γνωστοποιούνται όλες οι βασικές κρίσεις που ενημερώνουν την απόφαση μιας πολιτικής.