Της Νικολέτας Παναγιωτοπούλου,
Η πρόταση δυσπιστίας αποτελεί θεσμικό εργαλείο που προβλέπεται από το άρθρο 84 του Συντάγματος της Ελλάδας, το οποίο καθορίζει λεπτομερώς τις διαδικασίες και τις προϋποθέσεις για την άσκησή της. Ο θεσμός αυτός ενσωματώνει τις βασικές αρχές του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, όπως αυτές κατοχυρώνονται στα άρθρα του Συντάγματος που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ νομοθετικής κι εκτελεστικής εξουσίας. Η παράγραφος 2 του άρθρου 84 προβλέπει ότι πρόταση δυσπιστίας μπορεί να κατατεθεί από το 1/6 του συνόλου των βουλευτών. Σε αριθμητικούς όρους, αυτό σημαίνει ότι απαιτείται η υπογραφή τουλάχιστον 50 βουλευτών σε μια Βουλή με 300 έδρες. Το Σύνταγμα απαιτεί, επίσης, η πρόταση να είναι αιτιολογημένη, δηλαδή να περιλαμβάνει σαφή εξήγηση των λόγων για τους οποίους αμφισβητείται η εμπιστοσύνη προς την κυβέρνηση ή προς μεμονωμένο μέλος της.
Η υποβολή πρότασης δυσπιστίας δεν είναι ελεύθερη από περιορισμούς. Σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ. 4, μια τέτοια πρόταση δεν μπορεί να κατατεθεί πριν παρέλθει εξάμηνο από την προηγούμενη αντίστοιχη διαδικασία, εκτός εάν η πρόταση υπογράφεται από την πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των βουλευτών. Η διάταξη αυτή αποσκοπεί στην αποφυγή καταχρηστικής χρήσης του θεσμού από την αντιπολίτευση και στην εξασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας. Το Σύνταγμα θέτει συγκεκριμένα χρονικά όρια για τη συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 84, η συζήτηση αρχίζει μετά την παρέλευση δύο ημερών από την κατάθεση της πρότασης, εκτός εάν η κυβέρνηση ζητήσει την άμεση έναρξή της. Η συζήτηση δεν μπορεί να υπερβεί τις τρεις ημέρες κι ολοκληρώνεται με ονομαστική ψηφοφορία. Για να γίνει δεκτή η πρόταση δυσπιστίας, απαιτείται απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των βουλευτών, δηλαδή τουλάχιστον 151 θετικές ψήφοι. Σε περίπτωση που η πρόταση γίνει δεκτή, η κυβέρνηση ή το μέλος της εκτελεστικής εξουσίας που αφορά υποχρεούται να παραιτηθεί.
Μάλιστα, η πρόταση δυσπιστίας έχει χρησιμοποιηθεί αρκετές φορές στην πολιτική ιστορία συχνά με έντονες πολιτικές προεκτάσεις. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η πρόταση δυσπιστίας που κατέθεσε η αντιπολίτευση το 2013 κατά της κυβέρνησης Σαμαρά, με αφορμή το ζήτημα της ΕΡΤ. Αν και η πρόταση απορρίφθηκε, αποτέλεσε εργαλείο για την αντιπολίτευση, ώστε να αναδείξει την πολιτική της διαφωνία και να δημιουργήσει πίεση στην κυβέρνηση. Ωστόσο, παρόλο που η πρόταση δυσπιστίας είναι αναμφίβολα απαραίτητη για τη λειτουργία της δημοκρατίας, η χρήση της στις σύγχρονες συνθήκες εγείρει προβληματισμούς. Συχνά, η πρόταση δυσπιστίας δεν κατατίθεται με σκοπό την ουσιαστική πολιτική αλλαγή, αλλά χρησιμοποιείται ως μέσο επικοινωνιακής προβολής της αντιπολίτευσης. Ακολούθως, σε περιόδους έντονης πολιτικής πόλωσης η συχνή χρήση της πρότασης δυσπιστίας μπορεί να προκαλέσει πολιτική αστάθεια, γεγονός που επηρεάζει αρνητικά την οικονομία και τη λειτουργία του κράτους. Τέλος, μολονότι ο θεσμός δίνει φωνή στην αντιπολίτευση, σπάνια επιτυγχάνει τον σκοπό του, καθώς οι κυβερνήσεις που διαθέτουν κοινοβουλευτική πλειοψηφία σπάνια χάνουν την εμπιστοσύνη της Βουλής.
Ως αντίβαρο, βέβαια, το άρθρο 84 παρ. 6 εισάγει τον θεσμό της ψήφου εμπιστοσύνης, παρέχοντας τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να επιβεβαιώσει τη στήριξη της Βουλής. Η διαδικασία αυτή συχνά λειτουργεί ως «απάντηση» σε μια πρόταση δυσπιστίας, δίνοντας τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να
επαναβεβαιώσει τη δεδηλωμένη, όπως προβλέπει το άρθρο 37 παρ. 2 του Συντάγματος. Η ψήφος εμπιστοσύνης μπορεί να ζητηθεί οποιαδήποτε στιγμή από τον πρωθυπουργό κι απαιτεί, όπως κι η πρόταση δυσπιστίας, την απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των βουλευτών. Η πρόταση δυσπιστίας αποτελεί, συνεπώς, θεμελιώδες εργαλείο κοινοβουλευτικού ελέγχου που συμβάλλει στη διασφάλιση της δημοκρατικής νομιμότητας. Παρά τα τρωτά σημεία που διαπιστώνονται, ο θεσμός εξακολουθεί να αποτελεί πυλώνα του κοινοβουλευτικού μας πολιτεύματος και να αντικατοπτρίζει την ευθύνη της Βουλής να ελέγχει αποτελεσματικά την κυβέρνηση. Η ορθή χρήση του συνιστά προϋπόθεση για τη διατήρηση της ισορροπίας εξουσιών και της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους δημοκρατικούς θεσμούς, διασφαλίζοντας την λογοδοσία της εκτελεστικής εξουσίας απέναντι στη Βουλή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- «Με αφορμή τη συζήτηση που διεξάγεται αυτό το Σαββατοκύριακο στη Βουλή, ο Χαράλαμπος Τσιλιώτης εξετάζει τη νομική φύση, τη διαδικασία, τις κοινοβουλευτικές συνέπειες, αλλά και τα ζητήματα που ανακύπτουν από την πρόταση δυσπιστίας. Παράλληλα, επιχειρεί μία αναδρομή στον θεσμό και τις περιπτώσεις που χρησιμοποιήθηκε μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 1975.», syntagmawatch.gr. Διαθέσιμο εδώ.
- Κώστας Χ. Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, 3η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2022.