Του Φωκίωνα Δανιηλίδη,
Στην ελληνική βιβλιογραφία σπάνια δίνεται η απαραίτητη σημασία στη Μογγολική επέκταση προς τη Δύση. Η ιστορική κοινότητα στην Ελλάδα απαρτίζεται κυρίως, από μελετητές περιόδων αποκλειστικά της ελληνικής ιστορίας, με κυριότερες την αρχαία, τη βυζαντινή και τη σύγχρονη εποχή. Ως εκ τούτου, η δραστηριότητα των λαών, οι οποίοι δεν ήρθαν σε άμεση επαφή με τον ελληνισμό, συχνά αγνοείται, αν και αναφέρονται οι συνθήκες, που προκλήθηκαν εξαιτίας τους και οι οποίες κατέληξαν να επηρεάσουν σε σημαντικό βαθμό την πορεία της ελληνικής ιστορίας.
Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η νίκη του Ταμερλάνου, ενός δεινού Μογγόλου κατακτητή, έναντι των Οθωμανών Τούρκων στην Άγκυρα το 1402, καθώς θεωρείται πως η έλευσή του έσωσε το Βυζάντιο από βέβαιη ήττα. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, το παραπάνω γεγονός δεν αποτελεί τη μοναδική περίπτωση, στην οποία οι Μογγόλοι κατέληξαν να επηρεάσουν τους Βυζαντινούς νικώντας τους Τούρκους στο πεδίο της μάχης. Σε σχετικά έργα, σπάνια αναφέρεται πως τις πρώτες δεκαετίες της μογγολικής επέκτασης, το 1243, η αυτοκρατορία του Τζέκινγκς Χαν είχε έρθει σε απευθείας σύγκρουση με τους Σελτζούκους Τούρκους.
Οι Σελτζούκοι ήταν το πρώτο τουρκικό φύλο, το οποίο μπόρεσε για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα να «γονατίσει» το Βυζάντιο. Από το 1071 και τη νίκη τους στο Μαντζικέρτ ξεκίνησε η σταδιακή κατάκτηση του μεγαλύτερου μέρους της Μικράς Ασίας και μέχρι την άνοδο των Κομνηνών στο θρόνο, η επικράτεια των Βυζαντινών είχε συρρικνωθεί κατά το ήμισυ. Με το πέρασμα του χρόνου, ωστόσο, η κάποτε πανίσχυρη Σελτζουκική Αυτοκρατορία είχε εξαφανιστεί από το χάρτη και μέχρι τον 13ο αιώνα, μοναδικό κατάλοιπό της ήταν το Σουλτανάτο του Ρουμ.
Το Σουλτανάτο, αν και ήταν Σελτζουκικό, ανέκαθεν δρούσε ανεξάρτητα από την κεντρική διοίκηση της Αυτοκρατορίας και πλέον, είχε συμμαχήσει με τα όμορα κράτη, όπως η Γεωργία και τους Βυζαντινούς της Νίκαιας και της Τραπεζούντας, καθότι αποδυναμωμένο, μετά από δεκαετίες συνεχών ηττών. Το 1231, όταν οι Μογγόλοι νίκησαν οριστικά τους Χορεσμιανούς, μία άλλη τουρκική φυλή, η οποία βρισκόταν μεταξύ της Μικράς Ασίας και την Ινδία, οι Σελτζούκοι δήλωσαν υποτέλεια στον Ογκεντέι, το Μογγόλο αυτοκράτορα, ωστόσο αυτό άλλαξε σε μία μόλις δεκαετία.
Το 1241, ο Σουλτάνος Καϊχοσρόης Β’, γνωρίζοντας ότι ο Ογκεντέι πέθανε και πως ο στρατός του ήταν απασχολημένος σε μία σειρά εκστρατειών στην Ανατολική Ευρώπη, αποφάσισε να εκμεταλλευτεί αυτή τη βραχύχρονη περίοδο αστάθειας. Όταν ο Μπάιτζου, ο Μογγόλος περιφερειάρχης της Μέσης Ανατολής, απαίτησε από το Σουλτανάτο να δηλώσει ξανά υποτέλεια, ο Καϊχοσρόης αρνήθηκε και εισέβαλε στη Γεωργία, η οποία είχε ταχθεί με το μέρος της Αυτοκρατορίας. Ο Μπαίτζου, τότε, κατέφτασε στην περιοχή και αφού έτρεψε τους Σελτζούκους σε φυγή, κατέκτησε το Ερζορούμ, μία τουρκική πόλη, η οποία βρισκόταν εντός της τουρκικής επικράτειας και ύστερα, διέταξε να σκοτωθούν όλοι οι κάτοικοι.
Ευτυχώς για το Σουλτάνο, οι Μογγόλοι στράφηκαν στο βασιλιά της Γεωργίας, το Δαβίδ Δ’ και για τα επόμενα δύο χρόνια, δεν συνέχισαν την εισβολή, καθώς σκόπευαν πρώτα να συγκεντρώσουν περισσότερους στρατιώτες. Ο Σουλτάνος κατανοούσε πως η επιστροφή του Μπάιτζου, ήταν απλώς θέμα χρόνου και πως έπρεπε και ότι αν δεν ήταν νικηφόρος στην επόμενη σύγκρουση, η μοίρα του θα «σφραγιζόταν» οριστικά. Ως εκ τούτου, ζήτησε την ενίσχυση των Βυζαντινών, των Αγιουβίδων Αράβων της Αιγύπτου, μέχρι και των Σταυροφόρων των Αγίων Τόπων, από τους οποίους προσέλαβε μερικούς μισθοφόρους.
Το 1243, ο Μπάιτζου εισέβαλε για τελευταία φορά στη σελτζουκική επικράτεια μαζί με 30.000 άνδρες και συνάντησε τον Καϊχοσρόη, κοντά στη σημερινή Σεβάστεια, ξεκινώντας τη «Μάχη του Κιοσέ Νταγ». Ο στρατός των Σελτζούκων υπολογίζεται πως ήταν, περίπου, ο διπλάσιος από εκείνον των Μογγόλων. Ωστόσο, οι τελευταίοι είχαν καταφέρει να υπερισχύσουν σε πολλές περιπτώσεις, έναντι ισχυρότερων αντιπάλων. Ο μογγολικός στρατός φέρεται να είχε εφαρμόσει τη νομαδική τακτική της παραπλανητικής υποχώρησης, πιο αποτελεσματικά από οποιονδήποτε άλλον λαό της Στέπας και η σημαντική πλειονότητα των νικών τους ανάγεται σ’ αυτήν.
Η συγκεκριμένη μάχη δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Αρχικά, οι Σελτζούκοι επιτέθηκαν στους αντιπάλους τους με το 1/3 των στρατιωτών τους, αν και προέβαλαν κάποια αντίσταση, τελικά, ξεκίνησαν να υποχωρούν. Οι Τούρκοι, πιστεύοντας πως θα τους έτρεπαν σε φυγή, συνέχισαν να τους ακολουθούν μέχρι που ο Μπάιτζου διέταξε τους άνδρες του να αλλάξουν την πορεία τους και να περικυκλώσουν τους Σελτζούκους. Ύστερα, καθώς είχαν πλέον απομακρυνθεί από το κύριο μέρος του στρατού και αδυνατούσαν να ζητήσουν ενισχύσεις, οι 20.000 στρατιώτες σφαγιάστηκαν. Ο Καϊχοσρόης, τότε, αποφάσισε να ακούσει τους συμβούλους του και υποχώρησε.
Από εκείνο το σημείο και έπειτα, το Σουλτανάτο του Ρουμ παρέμεινε υποτελές στο Μεγάλο Χαν, όμως οι συνέπειες της ήττας δεν έγιναν άμεσα φανερές. Αν και το Σουλτανάτο παρέμενε υπολογίσιμη δύναμη, πλέον ήταν καταδικασμένο να παραμείνει σε μία περίοδο στασιμότητας. Ύστερα από μία σειρά ανίκανων ηγετών προέκυψε ένα κενό εξουσίας, το οποίο σήμαινε την ουσιαστική κατάλυση του Σουλτανάτου, καθώς η εξουσία περνούσε στους ισχυρούς εμίρηδες της αυλής. Με το πέρασμα του χρόνου, όλο και περισσότερα κρατίδια διασπάζονταν απ’ αυτό, με σημαντικότερο εκείνο που ιδρύθηκε το 1288, υπό τον μπέη Οσμάν, το οποίο σε λιγότερο από δύο αιώνες, εξελίχθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τελικά, αυτή η σειρά των γεγονότων, όχι μόνο κατέληξε στην πτώση του Βυζαντίου, αλλά άλλαξε την ίδια τη ροή της παγκόσμιας ιστορίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Α. Σαββίδης (2009), Η ίδρυση της Μογγολικής Αυτοκρατορίας: Ο Τζέκινς Χαν, οι απόγονοί του και ο κόσμος της Ανατολής (1206-1294 μ.Χ.), Αθήνα: Εκδ. Ιωλκός
- Ν. Νικολούδης (2005), Η βυζαντινή Μικρά Ασία: Ακμή και παρακμή (330-1461), Αθήνα: Εκδ. Ιωλκός
- Norwich John-Julius (2011), Mare Nostrum: Μία Ιστορία της Μεσογείου, Αθήνα: Εκδ. Γκοβόστη
- J. J. Saunders (1971), The History of the Mongol Conquests, London: Εκδ. Routledge & Kegan Paul
- T. May (2007), The mongol Art of War: Chinggis Khan and the Mongol Military System, Yardley: Εκδ. Westholme Publishing