Του Νίκου Αντωνάκη,
Όπως είναι λογικό, το τεκμήριο της αθωότητας επιδρά αποφασιστικά στην εξελικτική πορεία μιας ποινικής δίκης. Και, φυσικά, η ποινική δίκη αρχίζει με την κίνηση της ποινικής δίωξης. Αυτή είναι και που καθιστά ένα πρόσωπο κατηγορούμενο (κατά κανόνα). Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ αναφέρεται ότι το ανωτέρω δικαίωμα παρέχεται σε «πάντα κατηγορούμενον». Το ότι, συνεπώς, η επιρροή του τεκμηρίου αθωότητας αρχίζει εκ της άσκησης της ποινικής διώξεως είναι γεγονός αναμφισβήτητο 6 με βάση τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ. Το ερώτημα, βεβαίως, ανακύπτει σε σχέση μόνο με τον ύποπτο τελέσεως ενός αδικήματος. Στο σημείο αυτό πρωτοτυπεί ο νέος ΚΠΔ (ν. 4620/20190 στο άρθρο 71, καθώς εκεί διευρύνεται η ισχύς του τεκμηρίου αθωότητας και στον ύποπτο). Ερωτάται, όμως, αν θα μπορούσε να συναχθεί μια τέτοια ερμηνεία και στο πλαίσιο του αυτοτελούς ενωσιακού δικαίου. Στο σημείο αυτό τονίζεται πως μια ερμηνεία που θα περιόριζε την εφαρμογή του τεκμηρίου μόνο στον κατηγορούμενο κι όχι στον ύποπτο εμφανίζεται αυθαίρετη και, κυρίως, τυπολατρική.
Αντίθετα, δεν έλειψε κι η άποψη πως «η απόκτηση της ιδιότητας του κατηγορουμένου αποτελεί προϋπόθεση όλων των εγγυήσεων προστασίας του ατόμου στην ποινική διαδικασία», την οποία διατυπώνει ο Σ. Αλεξιάδης. Με τον τρόπο αυτό, ο συγγραφέας φαίνεται να τάσσεται κατά της επέκτασης του τεκμηρίου και στον ύποπτο. Συναφώς θα μπορούσαν να λεχθούν τα εξής: Το τεκμήριο της αθωότητας αποκτά ιδιαίτερη σημασία ενόψει των μέτρων δικονομικού καταναγκασμού, όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια. Στο πεδίο αυτό, η τήρησή του από τη δικαστική εξουσία πρέπει να είναι ιδιαίτερα ευλαβής. Στο μέτρο, λοιπόν, που πλέον προβλέπονται μέτρα δικονομικού καταναγκασμού και σε βάρος ατόμου στο οποίο δεν έχει αποδοθεί η κατηγορία (λ.χ. δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, κατάσχεση), δηλαδή σε βάρος του απλώς υπόπτου, δεν φαίνεται να διαφοροποιείται ουσιαστικά η κατάστασή του από αυτήν του κατηγορουμένου. Κι ακριβώς επειδή ο ύποπτος δεν περιβάλλεται από επαρκείς εγγυήσεις προστασίας, ως ο κατηγορούμενος, είναι κομβικής σημασίας για μια κοινωνία κράτους δικαίου να του αναγνωριστεί το τεκμήριο της αθωότητας ως εγγύηση κατά, πολλές φορές, «φασιστικών» δικαστικών αρχών.
Επειδή ακριβώς δεν υπάρχει ουσιαστική διαφοροποίηση υπόπτου-κατηγορουμένου, στο πλαίσιο της τελεολογικής ερμηνείας του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, πρέπει να συμπεριληφθεί κι ο πρώτος. Είναι ζήτημα, εξάλλου, δικαιοκρατικό. Στο σημείο αυτό δεν θα μπορούσε κανείς παρά να συμφωνήσει με τον Γ.Τριανταφύλλου που θεωρεί την αντίθετη άποψη άκρως τυπολατρική. Αλλά δεν θα μπορούσε κανείς να μη συμφωνήσει και με την απόφαση Διαμαντίδης κατά Ελλάδος, όπου το ΕΔΔΑ δέχθηκε ότι η προστασία του 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ καταλαμβάνει και πρόσωπα στα οποία δεν έχει απαγγελθεί μέχρι στιγμής κατηγορία, ήτοι τους υπόπτους. Το άλλο, εξίσου αμφισβητούμενο ζήτημα, είναι το πότε λήγει η προστασία του τεκμηρίου. Το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ αναφέρει πως το τεκμήριο της αθωότητας εκτείνεται μέχρι τη «νόμιμη απόδειξη της ενοχής του κατηγορουμένου».
Το αν αυτή νοείται ως η πρωτόδικη ή η δευτεροβάθμια καταδικαστική απόφαση ή αν το τεκμήριο υφίσταται ακόμα και στο στάδιο της αναίρεσης είναι ζητήματα αμφιλεγόμενα. Συναφώς, κρίσιμο πρέπει να θεωρηθεί το εσωτερικό ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο κάθε κράτους-μέλους. Κατά μία άποψη το τεκμήριο ισχύει μέχρι μέχρις την πρωτόδικη απόφαση που κρίνει ένοχο τον κατηγορούμενο. Άρα, μόλις το δικαστήριο σχηματίσει δικανική πεποίθηση περί της ενοχής, το τελευταίο απεκδύεται της ισχύος του. Κατ’ άλλη άποψη το δικαίωμα εκτείνεται και μετά την άσκηση αναίρεσης κι άρα μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης. Ορθότερη είναι μια ενδιάμεση λύση.
Η κατάσταση, de lege lata, έχει ως εξής: Το τεκμήριο αθωότητας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να εξαντλείται στην έκδοση μιας πρωτόδικης αποφάσεως. Αν έτσι είχαν τα πράγματα, τότε οι διατάξεις που προβλέπουν το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης (άρθρο 471 ΚΠΔ) και την κατά κανόνα έκτιση της ποινής μόλις η απόφαση που την προβλέπει καταστεί αμετάκλητη (546 παρ. 1 ΚΠΔ) θα στερούνταν δικαιολογητικής βάσεως 13 . Η ίδια η δικαιοσύνη, λέγεται συχνά, αμφισβητεί τις πρωτόδικές της κρίσεις, παρέχοντας στον καταδικασθέντα το ένδικο μέσο της έφεσης, τόσο κατά βουλεύματος όσο και κατά απόφασης. Με τη λογική αυτή, ακόμα και το ίδιο το τελευταίο ένδικο μέσο μπορεί να θεωρηθεί απόρροια του τεκμηρίου αθωότητας.
Επανερχόμενοι στο θέμα μας, το τεκμήριο αθωότητας δεν μπορεί να αποκλειστεί ούτε από τη δίκη της αναίρεσης, στο στάδιο δηλαδή κατά το οποίο η απόφαση καθίσταται αμετάκλητη. Και μπορεί στον Άρειο Πάγο να μη διεξάγεται αποδεικτική διαδικασία, όπως μας λέει ο Τριανταφύλλου, πλην όμως το Ακυρωτικό ελέγχει την ορθότητα της καταδικαστικής αποφάσεως και τη νομότυπη πορεία της διαδικασίας βάσει της οποίας προέκυψε η ενοχή του καταδικασθέντα. Μπορεί συνεπώς να μην εκφέρει άμεσα κρίση επί της ενοχής, δεν παύει όμως να επιδρά σ’ αυτή με έμμεσο τρόπο. Σύμφωνη, άλλωστε, ότι το τεκμήριο ισχύει μέχρι το αμετάκλητο της απόφασης είναι η συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής θεωρίας.
Έτσι, ορθότερη φαίνεται τελικά η άποψη που θέλει το τεκμήριο να δεσμεύει τα όργανα της ποινικής διαδικασίας από την απόδοση σε βάρος του ατόμου απλώς και μόνο υπονοιών για τη διάπραξη ενός εγκλήματος έως και την αμετάκλητη εκδίκαση της απόφασης. Ωστόσο, όταν η απόφαση έχει πλέον καταστεί αμετάκλητη, το τεκμήριο δεν ισχύει και κατά την έκτιση της ποινής. Φυσικά, διαφορετική απάντηση αρμόζει στην περίπτωση που κατ’ εξαίρεση δε χορηγείται ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έκτιση της τελευταίας κι, άρα, ο καταδικασθείς υποβάλλεται σ’ αυτή ήδη από την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης.
Στην τελευταία περίπτωση ασφαλώς κι ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας. Το ίδιο, φυσικά, δεν μπορεί παρά να ισχύει και πριν η υπόθεση φτάσει στο ακροατήριο, στο στάδιο δηλαδή ακόμα των Δικαστικών Συμβουλίων. Τέλος, το τεκμήριο αθωότητας είναι λογικό ότι καταλαμβάνει και την ποινική προδικασία, αφού αυτή έπεται της ποινικής δίωξης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Γιώργος Τριανταφύλλου, σε Λ. Κοτσαλή: ΕΣΔΑ & Ποινικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2014.
- Σ. Αλεξιάδης, Ανακριτική, Εκδόσεις Σάκκουλα.