Της Φωτεινής Παπανικολάου,
Τρία είναι τα αποτελέσματα της εφέσεως, το ανασταλτικό (521 ΚΠολΔ), το μεταβιβαστικό (522 ΚΠολΔ) και το επικοινωτικό (523 ΚΠολΔ). Το επικοινωτικό αποτέλεσμα δίνει τη δυνατότητα στον
εφεσίβλητο να μεταρρυθμίσει τη διάταξη που δυσχεραίνει τη θέση του, παρόλο που μπορεί να έχει παρέλθει η προθεσμία άσκησης εφέσεως. Στην πραγματικότητα η απόφαση βλάπτει και τους δυο, αλλά ο διάδικος τον οποίο η απόφαση δεν δυσχεραίνει σε μεγάλο βαθμό, δεν επιθυμεί να την προσβάλλει γεγονός που δεν είναι βέβαιο για τον αντίδικο του. Αν, όμως, ο ζημιωθείς διάδικος επιθυμεί να προσβάλλει την απόφαση, ενδέχεται τα κεκτημένα από τον πρώτο βαθμό του διάδικου με τη μικρότερη ήττα να έρθουν σε επισφαλή θέση. Συνεπώς, του δίνεται η δυνατότητα της αντεφέσεως ως άμυνα έναντι στον αντίδικο του που ασκεί έφεση, ενδεχόμενο αποτέλεσμα αυτής να εξαφανίσει την ευμενή γι΄ αυτόν διάταξη.
Ως προς τη νομική θέση της αντεφέσεως, στη θεωρία χαρακτηρίζεται ως γνήσιο ένδικο μέσο, ενώ η ολομέλεια του Ακυρωτικού το χαρακτηρίζει ως περιορισμένης έκτασης ιδιόμορφο ένδικο μέσο. Για να ασκηθεί η αντέφεση παραδεκτά πρέπει να συντρέχουν τέσσερις προϋποθέσεις. Πρώτη βασική προϋπόθεση είναι η παραδεκτή άσκηση εφέσεως. Δεν νοείται αντέφεση χωρίς να έχει ασκηθεί πρώτα το προαναφερθέν τακτικό ένδικο μέσο της έφεσης. Όρος κεφάλαια κατά τη νομολογία και τη θεωρία χαρακτηρίζονται οι οριστικές διατάξεις της εκκαλούμενης αποφάσεως οι οποίες αποφαίνονται ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των αιτήσεων παροχής δικαστικής προστασίας και των ενστάσεων. Δηλαδή κάθε κεφάλαιο αποτελεί μια ξεχωριστή ιστορική και νομική βάση. Συνεπώς και η αντέφεση αφορά μόνο τα κεφάλαια και τα αναγκαίως συνεχόμενα τα οποία προσβλήθηκαν με την έφεση (523).
Σε αντίθεση με την έφεση, η αντέφεση δεν μπορεί να κριθεί απαράδεκτη διότι δεν καταβλήθηκε κάποιο παράβολο, καθώς δεν αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού. Λόγος, όμως, για να κριθεί απαράδεκτη είναι η απόρριψη της εφέσεως καθώς κι όταν απευθύνεται σε έφεση που δεν είναι εκκρεμής. Δεύτερος λόγος ο οποίος πρέπει να συντρέχει είναι η άσκηση της αποκλειστικά από τον εφεσίβλητο ή από αυτόν που παρενέβη υπέρ αυτού, άρα απαιτείται έννομο συμφέρον. Η αντέφεση στρέφεται κατά εκείνου που άσκησε έφεση. Η τρίτη προϋπόθεση αφορά τη νομότυπη κι εμπρόθεσμη άσκησή της, δηλαδή απαιτείται ιδιαίτερο αυτοτελές δικόγραφο στη γραμματεία του δικαστηρίου που δικάζει την έφεση, δηλαδή στο δευτεροβάθμιο, ενώ αυτή θα κοινοποιηθεί στον εκκαλούντα, ώστε να λάβει γνώση τριάντα ημέρες πριν τη συζήτηση βάσει του άρθρου 523 ΚΠολΔ. Η τελευταία προϋπόθεση αφορά το ποια κεφαλαία μπορούν να προσβληθούν. Έτσι, στην αντέφεση καθίσταται σαφές ότι τα κεφάλαια και τα αναγκαίως συνεχόμενα αυτών δύνανται να προσβληθούν με αντέφεση.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Νικόλαος Θ. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2022.