Της Αντωνίας Αποστόλου,
Οι καμπάνες των Εκκλησιών χτυπούσαν χαρμόσυνα για πάνω από μία ώρα και τα σπίτια σημαιοστολίζονταν το ένα μετά το άλλο, με τον κόσμο να ξεχύνεται στους δρόμους και να πανηγυρίζει. Δεν είχαν περάσει ούτε δύο μήνες από το ιστορικό «ΌΧΙ» του Μεταξά και τα ελληνικά στρατεύματα κατάφεραν να απελευθερώσουν την Χειμάρρα από τον ιταλικό ζυγό.
Πιο συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, η Ιταλία είχε αναπτύξει τη στρατιωτική της ισχύ στην ελληνοαλβανική μεθόριο, έχοντας σκοπό να επιτεθεί στην Ελλάδα. Η επίθεση εκδηλώθηκε τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου. Μετά από δύο εβδομάδες αλλεπάλληλων συγκρούσεων, οι ελληνικές δυνάμεις απέκρουσαν τον ιταλικό στρατό στη μάχη της Πίνδου και στη μάχη Ελαίας-Καλαμά.
Η Χειμάρρα βρίσκεται στα νότια της Αλβανίας, μεταξύ των Αγίων Σαράντα και του Ακρωτηρίου Λικουέττα. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου, αποτέλεσε ένα πολύ δύσκολο πεδίο μάχης. Στις 13 Δεκεμβρίου, ο ελληνικός στρατός κατέλαβε τον Πάνορμο (Πόρτο Παλέρμο), ένα όρμο κοντά στη Χειμάρρα. Δύο μέρες νωρίτερα, η 3η Μεραρχία του Πεζικού Ελληνικού Στρατού επιτέθηκε εναντίον των ιταλικών στρατευμάτων στην περιοχή της Χειμάρρας. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις επιβραδύνθηκαν, λόγω της σθεναρής αντίστασης του αντιπάλου, τον οποίο υποστήριζαν πολεμικά αεροσκάφη, που έπλητταν τον ελληνικό στρατό, αλλά και από τις καιρικές συνθήκες, που δεν ήταν και ιδιαίτερα ευνοϊκές.
Έξι μέρες μετά, στις 19 Δεκεμβρίου, έπειτα από ακατάπαυστες και σκληρές μάχες ο στρατός της Ελλάδας κατέλαβε το ύψωμα Γκιάμι, βόρεια του Πανόρμου. Τα ξημερώματα της ίδιας μέρας, το 3/40 Σύνταγμα Ευζώνων, υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Θρασύβουλου Τσακαλώτου ξεκίνησε μία αιφνιδιαστική επίθεση, χωρίς να προπαρασκευαστεί πυροβολικό εναντίον των ιταλικών θέσεων στο όρος Μάλι ι Τζορέτ, ένα σημείο υψίστης στρατηγικής σημασίας στα περίχωρα της Χειμάρρας. Οι Εύζωνοι του συντάγματος, αφού ενημερώθηκαν από τους ντόπιους για την τοπογραφία της περιοχής, επιτέθηκαν με αργό και σταθερό τρόπο και ύστερα, εκτέλεσαν έφοδο με εφ’ όπλου λόγχη από διαφορετικές θέσεις, ταυτόχρονα κατά της άμυνας του ιταλικού στρατού.
Παρόλο, που το χιόνι υπερέβαινε το ένα μέτρο, οι καιρικές συνθήκες εκείνη τη στιγμή ευνόησαν την προώθηση των ελληνικών στρατευμάτων. Η εύνοια που προσέφερε ο καιρός βοήθησε τους Έλληνες στρατιώτες να υπερπηδήσουν τα συρματοπλέγματα και να εγκλωβίσουν μία ορεινή ιταλική πυροβολαρχία, μαζί με το διοικητή της. Μετά από τρεις ημέρες σκληρών μαχών, η 3η Μεραρχία του Πεζικού κατάφερε να ελέγξει το ύψωμα, μαζί με το διάσελο του Κούτσι.
Η κατάληψη αυτών των θέσεων είχε αποκτήσει πολύ μεγάλη σημασία μιας κι επέτρεπε την πρόσβαση στην κοιλάδα Σιούσιτσα, η οποία κατέληγε στα περίχωρα της Αυλώνας. Ακόμη, είχαν κατασχεθεί από τους Ιταλούς στρατιώτες έξι πυροβόλα, μία μονάδα πυροβολικού και μία γενναιόδωρη ποσότητα προμηθειών πολέμου.
Η ελληνική νίκη στη Χειμάρρα προκάλεσε πανικό στο Μουσολίνι, με 400 νεκρούς οπλίτες και με τους αιχμαλώτους να ξεπερνούν τους 900. Έστειλε άμεσα επιστολή στον Ιταλό στρατιωτικό διοικητή Ούγκο Καβαλέρο, δίνοντας έμφαση πως «πέρα από κάθε αμφιβολία, μία από τις αιτίες της ιταλικής ήττας ήταν το υψηλό ηθικό των ελληνικών δυνάμεων».
Οι κάτοικοι της περιοχής αυτής διατηρούσαν έντονη ελληνική ταυτότητα και μεγάλη υποστήριξη από τον ελληνικό στρατό. Στην διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, κήρυξαν την ανεξαρτησία τους στις 5 Νοεμβρίου 1912, την οποία διατήρησαν με τα όπλα τους, έως τις 21 Φεβρουαρίου 1913.
Η Χειμάρρα απελευθερώθηκε από την 3η Μεραρχία του Πεζικού στις 22 Δεκεμβρίου 1940 και παρέμεινε υπό τον ελληνικό έλεγχο μέχρι τον Απρίλιο του 1941, όπου ξεκίνησε η γερμανική εισβολή. Στα δημοσιεύματα της 24ης Δεκεμβρίου εντοπίζονται σημαντικές πληροφορίες σχετικά με «την προσήλωση της Χειμάρρας στην Ελλάδα ανά τους αιώνες»: «Η Χειμάρρα είναι παλαιότατη ελληνική εστία. Όλοι οι Χειμαρριώτες μέχρι τον 18ο αιώνα κατόρθωσαν να διατηρήσουν τη χριστιανική πίστη. Από τότε, όμως, ξεκίνησε ο βίαιος εξισλαμισμός τους κι έτσι, σημαντικός αριθμός εξ αυτών, ακολούθησε τη μωαμεθανική πίστη…».
Οι ελληνόφωνοι Χειμαρριώτες θεωρούνται άποικοι των Μανιατών, καθώς έχουν μεγάλες ομοιότητες στην προφορά της γλώσσας και στα έθιμά τους. Κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, η Χειμμάρα είχε δική της επισκοπή. Άξιο αναφοράς είναι πως στα χρόνια εκείνα, είχε σχολεία με εθνωφελή δράση, όπως και το σύνολο των ελληνικών σχολείων. Με την εκκαθάριση του 1922, η Χειμάρρα προσαρτίστηκε στην Αλβανία, έχοντας πλέον πολύ λίγα από τα παλαιά της προνόμια. Σήμερα, η Χειμάρρα θεωρείται ελληνικό έδαφος, μετά από τόσους αιώνες περιπετειών και μαχών και «απολαμβάνει» την ελευθερία της, ως τους κόλπους του ελληνικού κράτους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Η συγκινητική είσοδος του στρατού στην Χειμάρρα!, dimokratia.gr, διαθέσιμο εδώ
- Η Μάχη της Χειμάρρας (20-22 Δεκεμβρίου 1940), army.gr, διαθέσιμο εδώ
- 22 Δεκεμβρίου 1940: Χειμάρρα κατελήφθη, in.gr, διαθέσιμο εδώ