Της Μαρίας Κουλούρη,
Υπάρχουν στιγμές που νιώθουμε ξένοι. Νιώθουμε πως δεν ανήκουμε ή, καλύτερα, δεν «κουμπώνουμε», ούτε εκεί που βρεθήκαμε, ούτε εκεί που βρισκόμαστε, ούτε πουθενά. Τι συμβαίνει, όμως, όταν για κάποιους αυτή η κατάσταση δεν είναι παροδική αλλά μόνιμη; Η πρωταγωνίστρια του βιβλίου με τίτλο Η ξένη της Claudia Durastanti, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση της Ζωής Μπέλλα-Αρμάου, μαρτυρά πως νιώθει «ξένη» σε όλη της τη ζωή και εξιστορεί γεγονότα που καθόρισαν αυτή τη συναισθηματική της κατάσταση.
Ας γνωρίσουμε, πρωτίστως, τη συγγραφέα του βιβλίου, Claudia Durastanti. Γεννήθηκε στις 8 Ιουνίου 1984 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης από Ιταλούς γονείς. Σπούδασε πολιτιστική ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο Sapienza της Ρώμης, όπου ολοκλήρωσε και τις μεταπτυχιακές σπουδές της στη δημοσιογραφία και τις εκδόσεις. Εκτός από συγγραφέας εργάζεται και ως μεταφράστρια, έχοντας στο ενεργητικό της μια ευρεία γκάμα έργων, ενώ το 2019 ήταν και υποψήφια για τα βραβεία Strega —η σημαντικότερη διάκριση της ιταλικής λογοτεχνίας— και Viareggio για το έργο που παρουσιάζεται σε αυτή τη βιβλιοπαρουσίαση, Η ξένη (La Straniera). Έχει ζήσει στο Μπρούκλιν, την Μπαζιλικάτα, το Λονδίνο και τη Ρώμη.
Η ξένη του βιβλίου σαφώς είναι η ίδια η συγγραφέας, αφού αυτό είναι εμπνευσμένο από τη δική της ζωή. Το έργο χωρίζεται σε έξι μεγάλα κεφάλαια που υποδιαιρούνται σε πολλά μικρότερα, στα οποία περιγράφεται η ζωή της πρωταγωνίστριας με τους κωφούς γονείς της και τον αδερφό της. Αρχικά, παρακολουθούμε τη γνωριμία τους στην Ιταλία, τον τόπο καταγωγής τους, και τον γάμο τους σ’ ένα σύντομο ταξίδι τους στις ΗΠΑ, από το οποίο, όταν γύρισαν στη Ρώμη, απέκτησαν τον γιο τους, το πρώτο τους παιδί. Πολύ σύντομα η οικογένεια μετακομίζει στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, όπου και γεννιέται το δεύτερο παιδί, η συγγραφέας και αφηγήτρια του έργου. Αξίζει να σημειωθεί πως στο βιβλίο δεν αναφέρεται κανενός το όνομα.
Ένα αρκετά παράδοξο στοιχείο της οικογένειας είναι πως οι γονείς εξ αρχής δεν ήθελαν να μάθουν ποτέ στα παιδιά τους τη νοηματική, αν και οι ίδιοι ήταν κωφοί. Αυτό, ωστόσο, προκαλούσε συχνά παρεξηγήσεις και εντάσεις. Ένα παράδειγμα είναι η διήγηση κάθε γονέα ξεχωριστά στα παιδιά σχετικά με τη γνωριμία τους, αφού μητέρα και πατέρας παρουσιάζουν δύο εντελώς διαφορετικές ιστορίες. Εν τέλει, το 1989, το ζευγάρι χωρίζει. Ο πατέρας επιστρέφει στο πατρικό του στη Ρώμη, ενώ η μητέρα με τα παιδιά μετακομίζει στην Μπαζιλικάτα, ένα μικρό χωριό της Ιταλίας, με περίπου χίλιους κατοίκους. Αναμφισβήτητα, ο χωρισμός και η ζωή με τη μητέρα της ασκούν σφοδρή επιρροή στην πρωταγωνίστρια, κάτι που είναι φανερό και κατά την ενηλικίωσή της. Στα 27 της χρόνια πια, αποφασίζει να μετακομίσει στο Λονδίνο.
Το μυθιστόρημα Η ξένη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «μυθιστόρημα ενηλικίωσης». Η συγγραφέας παρουσιάζει τον εαυτό και τις καταβολές της σε όλο της το βιβλίο, με τρόπο, ωστόσο, όχι μονότονο και εγωιστικό, αλλά διεισδυτικό και γοητευτικό, αφού ο αναγνώστης δεν διαβάζει απλώς μια ακόμα αυτοβιογραφία· το έργο εισχωρεί στον εσωτερικό του κόσμο, με αποτέλεσμα να εγείρει βαθύτερα συναισθήματα. Ο εξομολογητικός και, παράλληλα, ειλικρινής τρόπος γραφής της συγγραφέως καθιστά το έργο εύληπτο και ενδιαφέρον για όποιον «περιηγηθεί» στις σελίδες του.