Της Αλεξίας Κυριαζοπούλου,
Η δεκαετία του 1950 υπήρξε καθοριστική για τη διαμόρφωση των διμερών σχέσεων μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ. Τα δύο κράτη —το ένα νεοσύστατο και το άλλο με βαθιές ιστορικές ρίζες, αλλά σε μια φάση επαναπροσδιορισμού της ταυτότητάς τους— βρέθηκαν να συνεργάζονται υπό το πρίσμα των γεωπολιτικών αλλαγών του Ψυχρού Πολέμου. Η σχέση αυτή επηρεάστηκε από παράγοντες, όπως η δυτική επιρροή, η κοινή απειλή του κομμουνισμού και η ανάγκη για ασφάλεια στη Μέση Ανατολή. Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Τουρκία αναζήτησε την ένταξή της σε δυτικές συμμαχίες για να εξασφαλίσει την εδαφική της ακεραιότητα και να ενισχύσει τη θέση της στο διεθνές σύστημα. Η ένταξή της στο ΝΑΤΟ, το 1952, αντικατοπτρίζει την προθυμία της να συνεργαστεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους. Σ’ αυτό το πλαίσιο, οι διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ, εντάχθηκαν σε μια στρατηγική περιορισμού των φιλοκομμουνιστικών κινημάτων στη Μέση Ανατολή.
Το Ισραήλ, το οποίο ιδρύθηκε το 1948, προσπαθούσε να διασφαλίσει την εθνική του επιβίωση σ’ ένα εχθρικό περιβάλλον, καθώς πολλές αραβικές χώρες αρνούνταν να το αναγνωρίσουν. Σ’ αυτή την προσπάθεια, το Ισραήλ έβλεπε την Τουρκία ως πιθανό στρατηγικό σύμμαχο, ιδιαίτερα λόγω της μη—αραβικής ταυτότητάς της και της γεωγραφικής της θέσης. Η Τουρκία αναγνώρισε το Ισραήλ στις 28 Μαρτίου 1949, λίγους μήνες μετά την ίδρυση του κράτους. Αυτή η αναγνώριση προκάλεσε ενθουσιασμό στο Ισραήλ, αλλά και ανησυχία στις αραβικές χώρες, οι οποίες είδαν την κίνηση αυτή ως «προδοσία» από ένα μουσουλμανικό έθνος. Παρ’ όλα αυτά, η Τουρκία προχώρησε στην εγκαθίδρυση επίσημων διπλωματικών σχέσεων, το 1950. Οι διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών εξελίχθηκαν γρήγορα σε μία στενή στρατηγική συνεργασία. Στη διάρκεια αυτής της δεκαετίας, η σύμπραξη βασίστηκε, κυρίως, στη στρατιωτική συνεργασία, που αποτέλεσε έναν από τους βασικούς πυλώνες της συνεργασίας τους.
Η Τουρκία, που ήταν ήδη μέλος του ΝΑΤΟ από το 1952, επιθυμούσε να ενισχύσει τη στρατηγική της θέση και να εξασφαλίσει την άμυνά της από τη σοβιετική απειλή. Το Ισραήλ ως νέο κράτος επιζητούσε συμμαχίες για να επιβιώσει σ’ ένα εχθρικό περιβάλλον, έτσι αναζητούσε συνεργασίες που θα του επέτρεπαν να ενισχύσει τις στρατιωτικές του δυνατότητες. Η συνεργασία περιλάμβανε κοινές στρατιωτικές εκπαιδεύσεις και την ανταλλαγή στρατηγικών και τεχνολογικών πληροφοριών. Το Ισραήλ προσέφερε στην Τουρκία εκπαίδευση για την ανάπτυξη στρατιωτικών υποδομών και την εφαρμογή νέων τεχνολογιών, όπως η χρήση αεροπορικών και τεθωρακισμένων δυνάμεων. Επίσης, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις επωφελήθηκαν από την εμπειρία του Ισραήλ στον τομέα της αεροπορίας και των ειδικών δυνάμεων, οι οποίες ήταν καλά εκπαιδευμένες για την αντιμετώπιση αντιπάλων σε δύσκολες και ασύμμετρες συνθήκες.
Η Τουρκία κέρδισε περισσότερα, ιδιαίτερα από την εκπαίδευση των στρατιωτικών της δυνάμεων από το Ισραήλ. Συγκεκριμένα, οι Ισραηλινοί στρατηγοί προσέφεραν την εμπειρία τους στον τομέα της αεροπορίας και της στρατηγικής αεροπορικής άμυνας, καθώς και στην ανάπτυξη ειδικών δυνάμεων. Οι στρατιωτικές σχολές στην Τουρκία ανέπτυξαν στρατηγικές, οι οποίες βασίζονταν σε στρατιωτικές τεχνικές του Ισραήλ, οι οποίες αποδείχθηκαν χρήσιμες τόσο για την άμυνα της Τουρκίας όσο και για την ασφάλεια της περιοχής. Τέλος, οι μυστικές συμφωνίες το 1958 εντόπισαν ότι ο Ισραηλινός Πρωθυπουργός, Νταβίντ Μπεν Γκουριόν, συναντήθηκε κρυφά με τον Τούρκο Πρωθυπουργό, Αντνάν Μεντερές, σε μια προσπάθεια να ενισχύσουν τις στρατιωτικές και διπλωματικές σχέσεις τους.
Η Τουρκία και το Ισραήλ συνεργάστηκαν στενά στον τομέα της ασφάλειας και της κατασκοπείας, στοχεύοντας, κυρίως, στην εξουδετέρωση φιλοκομμουνιστικών και αντιδυτικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή. Αυτή η συνεργασία έγινε υπό την καθοδήγηση των Ηνωμένων Πολιτειών και περιλάμβανε την ανταλλαγή πληροφοριών, η Μοσάντ —ισραηλινή υπηρεσία πληροφοριών— και η MIT —τουρκική μυστική υπηρεσία— αντάλλαξαν πολύτιμες πληροφορίες για τις κινήσεις σοβιετικών πρακτόρων και αραβικών δυνάμεων. Η συνεργασία τους σε επίπεδο πληροφοριών βοήθησε τις δύο χώρες να αντιληφθούν καλύτερα τις απειλές στην περιοχή και να προετοιμαστούν αναλόγως.
Μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις κατασκοπευτικής συνεργασίας ήταν η ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις αραβικές χώρες, οι οποίες αναπτύσσονταν σε στρατιωτικό και πολιτικό επίπεδο. Το Ισραήλ και η Τουρκία —αν και βρισκόταν σε αντίθετους στρατηγικούς συνασπισμούς με τις αραβικές χώρες— συνεργάζονταν στενά στο να παρακολουθούν τις κινήσεις τους και να αντλούν στρατηγικές πληροφορίες. Η στρατιωτική συνεργασία δεν περιοριζόταν μόνο στην ανταλλαγή πληροφοριών. Μία από τις πιο σημαντικές στιγμές της συνεργασίας ήταν οι μυστικές συμφωνίες για την προμήθεια στρατιωτικού εξοπλισμού και την εκπαίδευση στρατιωτικών. Το Ισραήλ προμήθευσε την Τουρκία με στρατιωτικά όπλα και εξοπλισμό, παράλληλα, όμως, παρείχε συμβουλές και εκπαίδευση για τη βελτίωση των στρατιωτικών δυνατοτήτων της Τουρκίας. Η συνεργασία αυτή ήταν, σε μεγάλο βαθμό, κρυφή λόγω των ευαίσθητων διπλωματικών σχέσεων της Τουρκίας με τον αραβικό κόσμο και τις ευρύτερες γεωπολιτικές πιέσεις.
Η στρατιωτική συνεργασία βοήθησε την Τουρκία να εξασφαλίσει τη στήριξη των ΗΠΑ και της Δύσης, αλλά και να ενισχύσει τις αμυντικές της ικανότητες σε μία περίοδο, όπου ο Ψυχρός Πόλεμος και οι αραβοϊσραηλινές συγκρούσεις αύξαναν την ένταση στην περιοχή. Παράλληλα, το Ισραήλ, αν και νεοσύστατο κράτος, απέκτησε πολύτιμους συμμάχους και στρατηγικές πληροφορίες, οι οποίες το βοήθησαν να βελτιώσει τη δική του θέση στη Μέση Ανατολή. Η συνεργασία δεν περιορίστηκε μόνο στο στρατιωτικό επίπεδο, αλλά επεκτάθηκε και στην οικονομία. Το Ισραήλ εισήγαγε αγροτικά προϊόντα από την Τουρκία και αυτό με τη σειρά του προμήθευε την Τουρκία με τεχνολογία και εξοπλισμό, ειδικά στον τομέα των αμυντικών βιομηχανιών. Οι δύο χώρες συνεργάστηκαν στην ανάπτυξη υποδομών, με το Ισραήλ να παρέχει τεχνολογική υποστήριξη σε διάφορους τομείς, όπως η άρδευση και η ενέργεια. Η συνεργασία Τουρκίας και Ισραήλ προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από τον αραβικό κόσμο. Πολλά αραβικά κράτη θεώρησαν την Τουρκία προδότη, γεγονός που οδήγησε σε διπλωματικές εντάσεις. Παρά τις διάφορες εξωτερικές πιέσεις και τις αντιφάσεις που υπήρχαν, αυτή η συνεργασία άφησε ένα σημαντικό αποτύπωμα στις διμερείς σχέσεις, το οποίο αποδείχθηκε χρήσιμο κατά τη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών, παρά τις όποιες πολιτικές αλλαγές στις χώρες αυτές.
Παρά τη συνεργασία της με το Ισραήλ, η Τουρκία προσπάθησε να διατηρήσει ουδέτερη στάση σε περιφερειακές συγκρούσεις. Για παράδειγμα, κατά την Κρίση του Σουέζ το 1956, η Τουρκία αποστασιοποιήθηκε από το Ισραήλ, υποβαθμίζοντας προσωρινά τις διπλωματικές τους σχέσεις. Μια από τις πιο σημαντικές στιγμές στη σχέση Τουρκίας—Ισραήλ ήταν η μυστική συνάντηση των Πρωθυπουργών, το 1958. Η συνάντηση αυτή επισφράγισε την πρόθεση των δύο χωρών να συνεργαστούν σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, παρά τις πιέσεις που δέχονταν από τις γειτονικές χώρες.
Η δεκαετία του 1950 ήταν μια περίοδος γεωπολιτικής αναδιάρθρωσης στη Μέση Ανατολή, με την Τουρκία και το Ισραήλ να οικοδομούν μια στρατηγική συνεργασία, βασισμένη σε κοινά συμφέροντα. Παρά τις αντιξοότητες και τις περιφερειακές εντάσεις, οι δύο χώρες κατάφεραν να δημιουργήσουν ισχυρούς δεσμούς στον τομέα της ασφάλειας, της οικονομίας και της διπλωματίας. Αυτή η συνεργασία έθεσε τις βάσεις για τις μετέπειτα εξελίξεις στις σχέσεις τους, ενώ ταυτόχρονα ανέδειξε τις προκλήσεις της εξωτερικής πολιτικής στην πολυτάραχη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Η στρατιωτική και κατασκοπευτική συνεργασία μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, αποτέλεσε έναν κρίσιμο άξονα για τη στρατηγική των δύο χωρών στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, καθώς και για τη διασφάλιση των δυτικών συμφερόντων στον πόλεμο κατά του κομμουνισμού και της σοβιετικής επιρροής.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Nachmani Amicar (2003), Ισραήλ, Τουρκία και Ελλάδα: Ταραγμένες Σχέσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, Εκδόσεις Παπαζήση
- Η στρατηγική συμμαχία Τουρκίας—Ισραήλ, ardin—rixi.gr, διαθέσιμο εδώ
- Turkey—Israel Relations in The Post—Cold War Era, arastirmax.com, διαθέσιμο εδώ