Της Αντιγόνης Λαπατά,
Ένα κοινό μάθημα για όλες τις κατευθύνσεις στα σχολικά μας χρόνια. Ένα στοιχείο που συνδέει τον τρόπο σκέψης και ενέργειας, κομμάτι αναπόσπαστο κάθε λαού και πολιτισμού. Και από την άλλη μια Μούσα που συνδέει τις ψυχές, τα μυαλά, τους παλμούς της καρδιάς. Σε ανύποπτο χρόνο ενώθηκαν, ίσως και εν μία νυκτί… και εγένετο λογοτεχνία! Μα για σταθείτε· κάτι δεν είναι σωστό… πάλι ξεφύγαμε από τους κανόνες του ερμηνευτικού σχολίου. Πάλι ο αριθμός λέξεων δεν συμπεριλαμβάνεται στα προβλεπόμενα όρια. Πάλι η απάντηση που ήθελες να δώσεις δεν μπορεί να βαθμολογηθεί. «Ξαναγράψ’ την λοιπόν» θα σου πουν. Τι θα συνέβαινε αν κάναμε αυτή τη φορά εμείς τις διορθώσεις;
Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που σας έρχεται στο μυαλό με το άκουσμα ή την ανάγνωση της λέξης «λογοτεχνία»; Τόσα συναισθήματα που αδυνατούν να διατυπωθούν, που ξεχειλίζουν και δε βρίσκουν το δρόμο να βγουν προς τα έξω, να προχωρήσουν πέρα από το δικό μας στόμα και μυαλό στον κόσμο γύρω μας. Έναν κόσμο που από τα μάτια του θέλουμε να κρυφτούμε… Φανταστείτε τώρα πως απαντάτε αυτήν την ερώτηση υπό συγκεκριμένες συνθήκες· πολύ συγκεκριμένες συνθήκες! Πίσω από ένα θρανίο, με τον ήχο της κιμωλίας να σας γρατζουνάει τα αφτιά και να μην μπορείτε να αιχμαλωτίσετε την όποια σκέψη ξετρυπώνει. Και με το άγχος ό,τι πείτε να είναι «σωστό», «εντός μέτρου». Τότε η απάντηση αλλάζει και μάλιστα φαντάζει ως τη μόνη δυνατή. «Η λογοτεχνία είναι ένα μάθημα. Είναι μέρος του μαθήματος των νέων ελληνικών. Στις πανελλαδικές εξετάσεις, το ερμηνευτικό σχόλιο βαθμολογείται με μέγιστο τις 15 μονάδες!».
Για κάθε μαθητή και κάθε μαθήτρια, οι επιστήμες και η Τέχνη δεν μπορούν παρά να υπάγονται στην κατηγορία των «εξεταζόμενων μαθημάτων». Σε ένα πλαίσιο αμιγώς βαθμοθηρικό, που οι καλές ακαδημαϊκές επιδόσεις φτάνουν πλέον να αποτελούν αυτοσκοπό, καθίσταται αδύνατο να ξεχωρίσουμε τις επιστήμες, τις τέχνες ως κομμάτια του κόσμου, ως κομμάτια που συνθέτουν (και συχνά λείπουν) από την ετοιμόρροπη κατασκευή του ψυχισμού μας. Κάτω από το αυστηρό, αμείλικτο βλέμμα των εκπαιδευτικών, οι ερωτήσεις γύρω από ένα λογοτεχνικό κείμενο είναι σαφείς και συγκεκριμένες. Κι οι απαντήσεις, ακόμη πιο συγκεκριμένες. Ο φίλος μας, το άγχος, πάλι εμφανίζεται από το πουθενά (κι αυτό το «πουθενά» καταλήγει να σημαίνει όλα τα πιθανά και απίθανα σημεία). Οι σκέψεις μας δεν μπορούν να ακολουθήσουν μια πορεία, όλο παραστρατούν. Τα λόγια μας δε δύνανται να διατυπωθούν αργά και καθαρά, όλο κάτι μπλέκεται. Μα εδώ πια δε μιλάμε για άγχος… μιλάμε για εγκλωβισμό!
Ναι, μάθε τι είναι ο ρομαντισμός. Μάθε τους εκπροσώπους του, την περίοδο που εκδηλώθηκε, τις συνθήκες υπό τις οποίες διαμορφώθηκε. Διάβασε για τον παρνασσισμό, τον υπερρεαλισμό, τις χρονικές περιόδους. Μα μάθε και κάτι ακόμη…
Να μη σκανάρεις το ποίημα του Εμπειρίκου, που σας έβαλαν στο βιβλίο, για να βρεις σε ποιο κύμα ανήκει. Σου παν για κείνον ότι εξύμνησε τον έρωτα όσο άλλος κανείς. Άστον, λοιπόν, να σε παρασύρει και ερωτεύσου την τέχνη ξανά, κάνοντας βόλτα στο «δάσος των εντόμων» αφήνοντας την «ηχώ» σου να επιστρέφει έναν αποδυναμωμένο αντίλαλο.
Να μη ζητάς να σου πει κάποιος πού θέλει να πάει εκείνη η μυστηριώδης γυναίκα στη «Σονάτα του Σεληνόφωτος»… γιατί και εκείνος μαζί της θε να ‘ρθει. Κι είναι το φεγγάρι τόσο όμορφο (Τι φεγγάρι απόψε…).
Να μην ανοίγεις κουβέντα περί απαισιοδοξίας όταν διαβάζεις Καρυωτάκη. Γιατί ποτέ η «ξεχαρβαλωμένη κιθάρα» δεν προοριζόταν να γίνει «κουρδιστό πορτοκάλι». Και γράψε τη δική σου «μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων» αντί να προσπαθείς να βρεις «τι θέλει να πει ο ποιητής». Δε θα το βρεις· το πήρε μαζί του και έφυγε. Ήταν «του κόσμου η καταφρόνια» που τον «βάραινε».
Να μην αναρωτιέσαι γιατί «πονά η Παναγιά» σε εκείνο το ποίημα του Βάρναλη. Πόνα μαζί της. Ίσως να χρειαστεί και να δακρύσεις. Μη το φοβηθείς! Ποτέ δεν ένιωσε κανείς με τα χείλη και την καρδιά μαγκωμένα.
Να μην αναζητάς διακαώς το ηθικό δίδαγμα. Να θυμάσαι, αντ’ αυτού, τα λόγια του Baudelaire· «Όταν ο ποιητής επιδιώκει ένα ηθικό δίδαγμα περιορίζει την ποιητική του δύναμη».
«Μετά την ανάγνωση του κειμένου, ποια συναισθήματα σάς δημιουργούνται; Αναλύστε την απάντησή σας σε μία παράγραφο 100-150 λέξεων».
Τι νιώθω; Μα πώς μπορώ να πω τι νιώθω; Πώς μπορώ να το χωρέσω σε μία παράγραφο; Πώς να το σουλουπώσω; Μα πιο πολύ απ’ όλα αναρωτιέμαι γιατί να πρέπει να το σουλουπώσω. Και τέλος πάντων, σταματήστε να μου λέτε ψέματα! Κανείς σας και καμιά σας δε νοιάστηκε για το συναίσθημα το δικό μου. Κανείς σας και καμιά σας! Αρκεί να δώσω ως απάντηση αυτό που δεν ξεφεύγει από τα μέτρα και τα στεγανά, αυτό που θα χαροποιήσει το μάτι του βαθμολογητή.
«Στη δεύτερη παράγραφο ο συγγραφέας χρησιμοποιεί κάποια εκφραστικά μέσα, όπως αυτό της αντίθεσης. Τι φανερώνει αυτή του η επιλογή;».
Αντίθεση (συνεχίζεις να σκέφτεσαι)… ναι, αντίθεση! Είναι αντιφατικό να με ρωτάς τι νιώθω και να μου ζητάς να το εντάξω κάπου, σε μια κατηγορία, σε μια αλληλουχία προτάσεων. Τι θα γινόταν αν αντέστρεφα την ερώτηση σε σένα, δάσκαλε; Τι θα απαντούσε η «αλάνθαστή» μου καθηγήτρια όταν θα τη ρωτούσα; Άρτιες απαντήσεις. Απαντήσεις που όταν τις διαβάζω αναρωτιέμαι αν έχουν ως θέμα το ίδιο κείμενο. Ιδού η αντίθεση! Το μαθητούδι που έγινε δάσκαλος, μα δεν τον ξεπέρασε.
«Ο συγγραφέας αξιοποιεί οσφρητικές και απτικές εικόνες. Τι θέλει να πετύχει με τη χρήση τους;».
Μα πόσο πασιφανές… υπάρχει άνθρωπος που διαβάζει και χρησιμοποιεί κάτι λιγότερο απ’ όλες του τις αισθήσεις; Που δεν αισθάνεται τα άκρα του μουδιασμένα, που δε σχηματίζεται στα χείλη του ένα μειδίαμα από τη φανταστική μυρωδιά μιας «δέσμης από τριαντάφυλλα»;
«Σε τι θεωρείτε πώς χρησιμεύει η χρήση του β ενικού προσώπου;»
Σα να απευθύνει το λόγο σε μένα… μα ναι! Ολοφάνερα σε μένα απευθύνεται! Εμένα προσπαθεί να πλησιάσει, να προσεγγίσει. Τη δική μου τη ματιά ζητά να αγγίξει. Αυτός είναι διάλογος. Διά-λόγος… για δύο! Είναι χορός και ζητώ την αποκλειστικότητα για το ρόλο του παρτενέρ. Είναι ντουέτο, τραγούδι. Και μόνο ένας μπορεί να με συνοδεύσει. Είναι μια άσκηση που κάναμε στο θέατρο. Ονομάζεται «καθρέφτης»… μονάχα ένας μπορεί να είναι η αντανάκλασή μου.
Το βλέπω τώρα, Gourmont… για να εκφράσω τις σκέψεις μου δεν έχω άλλο σίγουρο μέσο εκτός απ’ τη σιωπή.