Του Κωνσταντίνου Κατσούλα,
Στο λεκανοπέδιο του Ταρίμ, στο σημερινό Ξινγιάνγκ της Κίνας, αναπτύχθηκε ένας ιδιαίτερος πολιτισμός από έναν λαό Ινδοευρωπαϊκής προέλευσης, ανάμεσα σε πληθώρα αλταϊκών και μογγολικών φυλών. Ο λαός αυτός ονομάστηκε Τόχαροι οι οποίοι «κουβαλούσαν» στις πλάτες τους την ιστορία της επιβίωσής τους, ανά τους αιώνες και παρά τις συνεχείς απειλές από τις γειτονικές φυλές αλλά και τις αντίξοες συνθήκες της άγονης περιοχής στην οποία κατοίκησαν, κατάφεραν να αφήσουν το αποτύπωμά τους. Στις επόμενες παραγράφους, θα γίνει λόγος για την ιστορία, αλλά και για τα αρχαιολογικά κατάλοιπα, τα οποία μας άφησε πίσω η εθνότητα αυτή.
Οι πρόγονοι των Τόχαρων, όπως και των υπολοίπων Ινδοευρωπαίων, κατοικούσαν στην περιοχή της σημερινής Ουκρανίας την Δ΄ χιλιετία π.Χ. Η μεταναστευτική πορεία την οποία ακολούθησαν, τους διαφοροποίησε από τα υπόλοιπα Ινδοευρωπαϊκά φύλα, καθώς αντί να περάσουν τον Καύκασο ή να επεκταθούν προς την Ευρώπη, αυτοί κινήθηκαν προς τα ανατολικά και μετανάστευσαν προς την νότια Σιβηρία. Έμειναν εκεί τουλάχιστον επί μια χιλιετία, δημιουργώντας τον αποκαλούμενο «πολιτισμό του Αφανασίεβο» και φέρνοντας στην περιοχή την κτηνοτροφία, η οποία ως τότε ήταν άγνωστη στην κεντρική και ανατολική Ασία. Ακόμα, ο πολιτισμός αυτός εισήγαγε για πρώτη φορά την μεταλλουργία στην περιοχή, καθώς οι κτηνοτρόφοι χρησιμοποιούσαν εργαλεία από χαλκό και κασσίτερο, γεγονός πρωτοφανές για την περιοχή. Τα ευρήματα του πολιτισμού αυτού μοιάζουν πολύ περισσότερο σε εκείνα των πρώτων Ινδοευρωπαίων στην Ουκρανία, παρά σε αυτά των κατοίκων των γύρω περιοχών, γεγονός το οποίο οδήγησε τους αρχαιολόγους να συνδέσουν με την έλευση των Τόχαρων τον πολιτισμό αυτό, μαζί με αναλύσεις του γονιδιώματος σε τάφους της εποχής. Η περιοχή της αρχικής τους εγκατάστασης ήταν στην δυτική πλευρά των συνόρων Ρωσίας-Μογγολίας.
Σταδιακά εγκαταστάθηκαν πιο νότια, στην έρημο Τακλαμακάν και το λεκανοπέδιο του Ταρίμ. Η μετακίνησή τους εκεί χρονολογείται στο 2000 π.Χ., περίοδο κατασκευής των μουμιών του Ταρίμ. Οι συγκεκριμένες μούμιες αφορούν άτομα με ευρωπαϊκά αλλά και ορισμένα μογγολικά χαρακτηριστικά, γεγονός το οποίο πιθανόν να υποδεικνύει την έναρξη της επιμειξίας μεταξύ των Τόχαρων και των ιθαγενών μογγολικών φύλων. Κατά την πρώτη π.Χ. χιλιετία, με την μετανάστευση στην περιοχή των (επίσης Ινδοευρωπαϊκών) ιρανικών φύλων, όπως οι Σάκα, οι Τόχαροι επηρεάστηκαν από την έλευση των νέων φύλων, ιδίως σε κλάδους, όπως το εμπόριο και ο πόλεμος.
Τους δύο τελευταίους π.Χ. αιώνες γίνεται λόγος από τους Κινέζους, για τις πόλεις-κράτη των Τόχαρων. Συγκεκριμένα στο βιβλίο των Χαν αναφέρονται 36 κρατίδια στο λεκανοπέδιο του Ταρίμ, τα οποία «έπαιζαν» σημαντικό ρόλο στο εμπόριο της εποχής, λόγω της διέλευσης από την περιοχή του δρόμου του μεταξιού. Όμως, οι Κινέζοι δεν ήταν η μόνη μεγάλη δύναμη της περιοχής. Η φυλή των Ξιόνγκ-Νου (μετέπειτα γνωστοί ως Ούννοι) πολέμησε πολλές φορές ενάντια στους Κινέζους για την κατοχή του Ξινγιάνγκ. Οι Τόχαροι βρέθηκαν μεταξύ διασταυρούμενων πυρών, και αναγκάστηκαν να επιλέγουν σε κάθε διένεξη, την συμμαχία με κάποια από τις δύο πλευρές, ώστε να επιβιώσουν. Τελικά, ολόκληρο το λεκανοπέδιο «έπεσε» στα χέρια της δυναστείας Χαν των Κινέζων το 127 μ.Χ., γεγονός το οποίο διευκόλυνε την επικοινωνία Ασίας-Ευρώπης μέσω του δρόμου του μεταξιού.
Αργότερα μέσα στον Β΄ μ.Χ. αιώνα η Ιρανική-Ινδική αυτοκρατορία του Κουσάν επεκτάθηκε προς τα βόρεια, κατακτώντας ευρείες περιοχές του λεκανοπεδίου του Ταρίμ. Οι Τόχαροι, από την αυτοκρατορία αυτή, υιοθέτησαν το αλφάβητο Βράχμι, αλλά και τον Βουδισμό, ενώ επηρεάστηκε από την συνύπαρξη με τους κατακτητές και η τέχνη των Τόχαρων. Την εποχή εκείνη, δημιουργήθηκαν πάνω από 200 βουδιστικοί ναοί στην περιοχή, λίγα χιλιόμετρα δυτικά από την πρωτεύουσα των Τόχαρων, την Κούτσα.
Η πόλη αυτή, η οποία ήταν η μεγαλύτερη από τις πόλεις των Τόχαρων, είχε συγκεκριμένη δομή αξιωματούχων, των οποίων την δράση διηύθυνε ο βασιλιάς. Η κτηνοτροφία παρέμενε βασική ασχολία των κατοίκων, ενώ άνθιση γνώρισε και η γεωργία, καθώς και η εξόρυξη μετάλλων. Προς το τέλος του Ε΄ μ.Χ. αιώνα, οι Εφθαλίτες Ούννοι εισέβαλλαν στο λεκανοπέδιο του Ταρίμ και κατέλαβαν τις περιοχές των Τόχαρων, κάνοντας τους βασιλείς των Τόχαρων, υποτελείς τους. Οι Εφθαλίτες ξεχώριζαν από την εκκεντρική ένδυσή τους, καθώς και από την ιδιόρρυθμη τέχνη τους, χαρακτηριστικά τα οποία μεταβιβάστηκαν και στους Τόχαρους την περίοδο εκείνη, όπως μαρτυράται από πληθώρα ευρημάτων. Μεταξύ των ευρημάτων αυτών ήταν και πληθώρα τοιχογραφιών στα σπήλαια του Κιζίλ, σπήλαια τα οποία μαρτυρούν πολλά ακόμα και σήμερα, για την συνολική εξέλιξη του πολιτισμού των Τόχαρων.
Το 560 περίπου, η περιοχή έπεσε στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι και κατέστησαν υποτελείς τους Τόχαρους. Από την εποχή εκείνη, μπορεί να μην διασώζονται τόσα έργα τέχνης, ωστόσο υπάρχουν αρκετά κείμενα, τα οποία πραγματεύονται ζητήματα διοίκησης, θρησκείας αλλά και την καθημερινότητα των ανθρώπων της περιοχής και το εμπόριο. Τον επόμενο αιώνα, η Κινεζική δυναστεία των Τανγκ εξαπέλυσε μια μεγάλη εκστρατεία στο λεκανοπέδιο του Ταρίμ. Ο πόλεμος στο λεκανοπέδιο ξεκίνησε το 630 και έληξε το 648, ενώ σημαδεύτηκε από μεγάλες ακρότητες, ιδίως από την πλευρά των Κινέζων. Η δολοφονία του στρατηγού των Κινέζων Γκουο-Ξιαόκε, οδήγησε σε σκληρά αντίποινα από την πλευρά τους, με αναφορές για απόλυτη καταστροφή πέντε πόλεων των Τόχαρων.
Οι Τόχαροι, οι οποίοι για ακόμα μια φορά έγιναν υποτελείς των Κινέζων, δεν επανέκαμψαν ποτέ μετά από αυτόν τον πόλεμο. Η μείωση του πληθυσμού και η λεηλασία των πόλεων οδήγησαν τον πολιτισμό των Τόχαρων σε μια μη αναστρέψιμη κάμψη. Τελευταία φορά γίνεται λόγος για τους βασιλιάδες των Τόχαρων στις Κινεζικές πηγές το 787, ενώ είναι γνωστό πως οι αλταϊκής προέλευσης Ουίγουροι κατέλαβαν την περιοχή στις αρχές του ένατου μ.Χ. αιώνα. Καθώς συνέβησαν εκτεταμένες επιμειξίες μεταξύ των Τόχαρων και των νέων κατακτητών, σταδιακά οι Τόχαροι αφομοιώθηκαν από τους Ουίγουρους. Η γλώσσα των Τόχαρων έπαψε να ομιλείται, ωστόσο πολλές λέξεις της πέρασαν σε εκείνη των Ουίγουρων, γλώσσα η οποία χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα στην περιοχή του Ξινγιάνγκ στην Κίνα.
Η ιστορία του ανάδελφου λαού, ο οποίος επιβίωσε επί χιλιετίες σε μια περιοχή, στην οποία οι αντίξοες κλιματικές συνθήκες της ερήμου συνδυάζονται με τις αλλεπάλληλες εισβολές, τόσο από τους συγκροτημένους στρατούς των Κινέζων, όσο και από τις βαρβαρικές φυλές της στέπας, είναι πράγματι άξια θαυμασμού. Ο μυστήριος αυτός λαός, από τον οποίο σώζονται μόνο 500 περίπου κείμενα και ορισμένα έργα τέχνης, δεν παύει να προκαλεί δέος στους φίλους της ασιατικής ιστορίας, αλλά και να εγείρει αρκετά ερωτήματα στους ιστορικούς και τους αρχαιολόγους, τα οποία παραμένουν —προς το παρόν— αναπάντητα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Frankopan P. (2021), The Silk Roads: The extraordinary history that created your world, Λονδίνο: Εκδόσεις Bloomsbury
- Durant W. (1935), Story of Civilization: Our Oriental Heritage, Νέα Υόρκη: Εκδόσεις Simon & Chuster