Του Αποστόλη Ζαχαρή,
Υπό κανονικές συνθήκες, η κεντρική θερμοκρασία του σώματος είναι κοντά στους 37C, που είναι το σημείο αναφοράς του συστήματος θερμορύθμισης. Ο υποθάλαμος λαμβάνει πληροφορίες για τη θερμοκρασία του σώματος από κεντρικούς και περιφερικούς θερμοϋποδοχείς και ρυθμίζει τους μηχανισμούς απώλειας θερμότητας μέσω του συμπαθητικού νευρικού συστήματος.
Το σώμα αποκρίνεται συνεχώς στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος για τη διατήρηση της θερμοκρασίας κατά την έκθεση είτε στο κρύο, είτε στη ζέστη. Για παράδειγμα, στις αποκρίσεις στο κρύο περιλαμβάνονται η δερματική αγγειοσυστολή, το ρίγος και η θερμογένεση χωρίς ρίγος, ενώ σε μια αυξανόμενη κεντρική θερμοκρασία, ο οργανισμός αντιδρά με δερματική αγγειοδιαστολή και εφίδρωση. Γίνεται αντιληπτό, λοιπόν, ότι το σώμα χρησιμοποιεί διάφορες στρατηγικές για να αποτρέψει την πτώση ή την αύξηση της κεντρικής θερμοκρασίας. Ωστόσο, σε ακραίες συνθήκες, τέτοιοι αντισταθμιστικοί μηχανισμοί μπορεί να αποδειχθούν ανεπαρκείς και υπό αυτές τις συνθήκες εμφανίζεται υποθερμία ή υπερθερμία.
Υποθερμία
Ως υποθερμία, ορίζεται η κατάσταση κατά την οποία η κεντρική θερμοκρασία του σώματος είναι μικρότερη από 35οC. Κάτω από αυτήν τη θερμοκρασία οι μύες γίνονται πιο αδύναμοι και τόσο η εκούσια κίνηση, όσο και το ρίγος μειώνονται. Με την απώλεια αυτών των μηχανισμών παραγωγής θερμότητας, η κεντρική θερμοκρασία του σώματος μπορεί να αρχίσει να μειώνονται γρήγορα.
Καθώς η κεντρική θερμοκρασία του σώματος πέφτει στους 34οC, παρατηρείται διανοητική σύγχυση και σύντομα ακολουθεί απώλεια συνείδησης. Όταν η θερμοκρασία πέσει κάτω από τους 28°C μπορεί να εμφανιστούν σοβαρές καρδιαγγειακές μεταβολές, συμπεριλαμβανόμενης της μείωσης του καρδιακού ρυθμού και των αρρυθμιών που οδηγούν σε κοιλιακή μαρμαρυγή, η οποία είναι θανάσιμη. Ωστόσο, είναι δυνατή η πλήρης ανάκαμψη ακόμη και από ακραία υποθερμία, με την προϋπόθεση ότι ο άνθρωπος θερμανθεί αργά, κατά προτίμηση «από μέσα προς τα έξω». Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η μειωμένη θερμοκρασία των ιστών του σώματος, ειδικά του εγκεφάλου, μειώνει σημαντικά τις μεταβολικές τους απαιτήσεις και τους επιτρέπει να διατηρηθούν σε συνθήκες περιορισμένης ροής αίματος. Σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι σημαντικό οι προσπάθειες ανάνηψης ενός ασθενούς να μη διακόπτονται πρόωρα.
Δεν συνιστάται να θερμαίνεται πολύ γρήγορα η επιφάνεια ενός υποθερμικού ατόμου, δηλαδή με ζεστές κουβέρτες ή έντονο τρίψιμο, καθώς η αυξημένη ροή αίματος στην περιφέρεια μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη ροή του αίματος στα ζωτικά όργανα του σώματος και να οδηγήσει σε περαιτέρω προβλήματα. Τα απλά μέτρα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη θέρμανση ενός υποθερμικού ατόμου περιλαμβάνουν το σκέπασμά του με στρώσεις από στενές κουβέρτες και, εάν επικοινωνεί με το περιβάλλον, την παροχή ζεστών, μη αλκοολούχων ποτών. Σε κλινικό περιβάλλον, η θέρμανση του αίματος του ασθενούς με αιμοκάθαρση ή η περιτοναϊκή πλύση με θερμαινόμενα υγρά είναι το προτιμώμενο μέσο αποκατάστασης της θερμοκρασίας του σώματος. Επίσης, η επαναθέρμανση των αεραγωγών με τη χορήγηση υγροποιημένου οξυγόνου μέσω μάσκας ή ρινικού σωλήνα μπορεί να αποβεί χρήσιμη.
Υποθερμία στους ηλικιωμένους
Η ικανότητα ρύθμισης της κεντρικής θερμοκρασίας του σώματος μειώνεται με την πάροδο της ηλικίας. Υπάρχει μείωση της επίγνωσης των αλλαγών της θερμοκρασίας και εξασθένιση των θερμορυθμιστικών αποκρίσεων. Ενώ οι νέοι μπορούν να ανιχνεύσουν μια αλλαγή θερμοκρασίας του δέρματος κατά 0,8°C, πολλοί ηλικιωμένοι δεν μπορούν να διακρίνουν μια διαφορά θερμοκρασίας της τάξης των 2,5°C και, πράγματι, μερικοί δεν μπορούν να διακρίνουν ούτε μια διαφορά 5,0°C. Σε αυτά τα άτομα, το ρίγος ως απόκριση σε μέτρα ψύξη μειώνεται και η μεταβολή του μεταβολικού ρυθμού ως απόκριση στο κρύο είναι, επίσης, μικρή σε σύγκριση με αυτήν που έχουν νεαροί ενήλικες. Εκτός από αυτές τις αλλαγές που σχετίζονται με την ηλικία, οι ηλικιωμένοι είναι συχνά αρκετά ακίνητοι, υποφέροντας σε πολλές περιπτώσεις από ορθοπεδικά και ρευματικά προβλήματα, νόσο του Parkinson ή καρδιαγγειακή νόσο —όλα αυτά μπορεί να τους δυσκολεύουν την εκούσια μυϊκή τους δραστηριότητα. Επομένως, οι ηλικιωμένοι θα πρέπει ιδανικά να ζουν σε περιβάλλον όπου η θερμοκρασία διατηρείται τουλάχιστον στους 20°C.
Η κλινική χρήση της υποθερμίας
Η σκόπιμη μείωση της θερμοκρασίας του σώματος χρησιμοποιείται σε ορισμένες κλινικές καταστάσεις. Σε χειρουργική επέμβαση στο αορτικό τόξο, η καρδιά πρέπει να σταματά και η θερμοκρασία του σώματος των ασθενών που υποβάλλονται σε τέτοιες επεμβάσεις να μειώνεται, προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι μεταβολικές απαιτήσεις των ιστών. Αυτό επιτρέπει περισσότερο χρόνο για την ολοκλήρωση των χειρουργικών διαδικασιών, χωρίς τον κίνδυνο υποξικής βλάβης του ιστού.
Η ψύξη του τριχωτού της κεφαλής μέσω της χρήσης ενός «κρύου καπέλου» μπορεί να είναι αποτελεσματική στην πρόληψη της τριχόπτωσης (αλωπεκίας) σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με ορισμένα φάρμακα χημειοθεραπείας. Η ψύξη του τριχωτού της κεφαλής σε θερμοκρασία περίπου 17°C περιορίζει την παροχή αίματος στους θύλακες των τριχών, ελαχιστοποιώντας έτσι τη δόση του φαρμάκου που παρέχεται στους θύλακες και αποτρέποντας τη μειονότητά της τριχόπτωσης.
Η νευρολογική βλάβη που προκαλείται από την περιγεννητική υποξία κατά τη γέννηση ή λίγο μετά μπορεί να αποφευχθεί με τη μείωση της θερμοκρασίας των προσβεβλημένων νεογνών σε περίπου 33-34°C για τις πρώτες 72 ώρες περίπου της ζωής τους. Αυτή η βλάβη (γνωστή ως υποξική ισχαιμική εγκεφαλοπάθεια) φαίνεται να προκαλείται, τουλάχιστον εν μέρει, από την επιστροφή της ροής του αίματος στις πληγείσες περιοχές του εγκεφάλου όταν η υποξία αντιστρέφεται («βλάβη επαναιμάτωσης»). Ο στόχος της μείωσης της θερμοκρασίας του σώματος είναι να μειωθούν οι μεταβολικές απαιτήσεις του εγκεφάλου και να καθυστερήσει η βλάβη της επαναιμάτωσης για αρκετό καιρό ώστε να επιτραπεί η επίτευξη καρδιαγγειακής σταθεροποίησης. Στη συνέχεια, πραγματοποιείται αργή επαναθέρμανση για μια χρονική περίοδο περίπου 6-8 ωρών.
Υπερθερμία
Αν και η βραχυπρόθεσμη αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος έως και τους 43οC μπορεί να γίνει ανεκτή χωρίς μόνιμη βλάβη, η παρατεταμένη έκθεση σε θερμοκρασίες πάνω από 40οC περίπου μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή κατάσταση θερμοπληξίας στην οποία υπάρχει απώλεια της θερμορύθμισης. Η εφίδρωση μειώνεται και η κεντρική θερμοκρασία του σώματος αρχίζει να αυξάνεται πολύ. Το δέρμα γίνεται ζεστό και ξηρό, η αναπνοή γίνεται αδύναμη, η αρτηριακή πίεση πέφτει και τα αντανακλαστικά υποτονικά ή απουσιάζουν. Αρχικά, υπάρχει ευερεθιστότητα και απώλεια ενέργειας, ακολουθούμενη από εγκεφαλικό οίδημα, σπασμούς και νευρική βλάβη, καθώς η θερμοκρασία του κέντρου του σώματος υπερβαίνει τους 42οC. Ο θάνατος, συνήθως, ακολουθεί εκτός εάν επιτευχθεί ταχεία ψύξη.
Η θερμική εξάντληση είναι μια άλλη πιθανή συνέπεια της υπερθερμίας και μπορεί να είναι αποτέλεσμα είτε αφυδάτωσης (απώλεια σωματικών υγρών) είτε έλλειψης αλάτων (υπερβολική απώλεια μέσω της εφίδρωσης, που δεν αντικαθίστανται με τη διατροφή). Η αφυδάτωση χαρακτηρίζεται από κόπωση και ζάλη στα αρχικά στάδια, που εξελίσσεται σε ενδοκυτταρική αφυδάτωση και κυτταρική βλάβη. Η έλλειψη αλάτων προκαλεί ελάττωση της ωσμωμοριακότητας των ιστών, η οποία προκαλεί μυϊκές κράμπες.
Όπως και με την υποθερμία, οι ηλικιωμένοι είναι, επίσης, ευαίσθητοι στην υπερθερμία. Οι ηλικιωμένοι είναι λιγότερο ευαίσθητοι στη δίψα και έχουν μειωμένη ικανότητα να ιδρώνουν. Επιπλέον, φάρμακα που χρησιμοποιούνται συχνά σε αυτές τις ηλικίες, όπως τα αντιχολινεργικά (π.χ. ατροπίνη) αναστέλλουν την εφίδρωση. Κάθε χρόνο, πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν κατά τη διάρκεια παρατεταμένων περιόδων καύσωνα και η πλειοψηφία αυτών είναι ηλικίας 50 ετών και άνω.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
Pocock G., Richards C., Richards A., «Φυσιολογία του Ανθρώπου», Εκδόσεις “BROKEN HILLS Publishers Ltd”, Μέρος 9, Ενότητες 42.6-42.9