Της Πελαγίας Τριχάκη,
Διανύοντας τον τελευταίο μήνα του 2024, αντιλαμβανόμαστε ότι έχουν περάσει σχεδόν 50 χρόνια από τη συνταγματική κατοχύρωση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών, με το Σύνταγμα του 1975. Από ό,τι φαίνεται, όμως, όσα χρόνια κι αν παρέλθουν —ή όσα νομοθετήματα κι αν ψηφιστούν— η ελληνική, κι όχι μόνο, πραγματικότητα εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από πλήθος διακρίσεων σε βάρος των γυναικών.
Ο εργασιακός χώρος αποτελεί πολύ συχνά ένα από τα κυριότερα πεδία εμφάνισης του φαινομένου, το οποίο παρουσιάζεται υπό διάφορες μορφές κατά την έναρξη μέχρι και τη λήξη της εργασιακής σχέσης. Βάσει της έρευνας που πραγματοποίησε η Γενική Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ) και η Γραμματείας Ισότητας της Συνομοσπονδίας σε συνεργασία με το Ίδρυμα Friedrich Ebert Stiftung για το φαινόμενο της σεξουαλικής παρενόχλησης και βίας στην εργασία, κι η οποία διενεργήθηκε στο διάστημα από τις 9 Ιουλίου έως τις 9 Σεπτεμβρίου 2024 σε 876 συμμετέχοντες, προέκυψε ότι 1 στους 3 εργαζομένους έχει δεχτεί σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία, ενώ 3 στα 4 θύματα είναι γυναίκες.
Υπό αυτές τις συνθήκες, τίθεται το ερώτημα του ποιες είναι οι νομικές δίοδοι που θα μπορούσε να ακολουθήσει μια εργαζομένη προς αντιμετώπιση των παρενοχλητικών συμπεριφορών. Μία πρώτη λύση είναι η προσφυγή στον Συνήγορο του Πολίτη. Στο άρθρο 35 του Νόμου 3896/2010, ο Συνήγορος του Πολίτη (εφεξής: ΣτΠ) ορίζεται ως ένας φορέας που επιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, την παρακολούθηση και προώθηση της εφαρμογής της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα. Πρόκειται, δηλαδή, για εξωδικαστική αρχή που έχει ως στόχο τη διαμεσολάβηση και μπορεί να διεξάγει δική του έρευνα, χωρίς, όμως, να είναι επιφορτισμένη με την επιβολή κυρώσεων ή προστίμων.
Πολλές φορές, έτσι, αρκείται σε περισσότερο «θεωρητικές» επιπλήξεις, όπως στην περίπτωση που ο καταγγελλόμενος είναι ο εργοδότης, κατά την οποία διατυπώνει το πρώτον έγγραφη σύσταση προς εκείνον, ενημερώνοντάς τον σχετικά με τη δέουσα συμπεριφορά που πρέπει να διατηρεί απέναντι στους εργαζομένους αλλά και για τις συνέπειες που ενδεχομένως θα επιφέρει μια νέα καταγγελία. Ο ΣτΠ μπορεί πλέον να επιλαμβάνεται εκκρεμείς υποθέσεις μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο ή μέχρι τη λήψη απόφασης εκ μέρους του δικαστηρίου για παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας (π.χ. ασφαλιστικά μέτρα), σε αντίθεση με το προ του 2010 καθεστώς, κατά το οποίο υποθέσεις που εκκρεμούσαν ενώπιον δικαστηρίου ετίθεντο από τον ΣτΠ στο αρχείο.
Ο Συνήγορος του Πολίτη συνεργάζεται στενά με την Επιθεώρηση Εργασίας (εφεξής: ΕΠΕ). Το θύμα, λοιπόν, έχει επιπροσθέτως τη δυνατότητα να καταγγείλει επώνυμα το περιστατικό στην ΕΠΕ, η οποία, ύστερα από την αίτηση του θιγόμενου προσώπου, προσδιορίζει τη συζήτηση για την εργατική διαφορά εντός δέκα ημερών από την υποβολή της καταγγελίας. Στη συνέχεια, αποστέλλει πρόσκληση για παράσταση στη συζήτηση στον Συνήγορο του Πολίτη, στον θιγόμενο, στον εργοδότη κι, όταν ο καταγγελλόμενος είναι έτερος εργαζόμενος, και σε εκείνον. Η ΕΠΕ, μάλιστα, δύναται να επιβάλει πρόστιμο στον εργοδότη όχι μόνο όταν προβαίνει ο ίδιος σε παρενοχλητικές συμπεριφορές, αλλά κι όταν παραλείπει να λάβει τα κατάλληλα μέτρα αντιμετώπισης του φαινομένου, στην περίπτωση που ο καταγγελλόμενος για βία και παρενόχληση είναι εργαζόμενος (για παράδειγμα αλλαγή βαρδιών του προσωπικού, παύση της εργασιακής σχέσης με τον εργαζόμενο που καταγγέλλεται κλπ).
Ακόμα, το θύμα έχει τη δυνατότητα να αποχωρήσει από την εργασία του, αξιώνοντας παράλληλα αποζημίωση απόλυσης. Αυτό συμβαίνει τόσο στην περίπτωση που ο καταγγελλόμενος είναι ο εργοδότης όσο και στην περίπτωση που ο καταγγελλόμενος είναι εργαζόμενος κι ο εργοδότης δε λαμβάνει τα κατάλληλα μέρα, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Στην πρώτη περίπτωση, ο εργοδότης θεωρείται ότι καταχράται το διευθυντικό του δικαίωμα, ενώ αντίστοιχα στη δεύτερη, θεωρείται ότι παραβιάζει τη δευτερεύουσα υποχρέωση πρόνοιας που έχει απέναντι στους εργαζομένους. Και στις δύο περιπτώσεις, πάντως, το θύμα μπορεί να θεωρήσει ότι υφίσταται μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του, η οποία δύναται να ερμηνευθεί ως καταγγελία της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του εργοδότη, με αποτέλεσμα την ύπαρξη αξίωσης καταβολής αποζημίωσης.
Τέλος, το θύμα της παρενόχλησης μπορεί να υποβάλει έγκληση ενώπιον του Εισαγγελέα ή κάθε αρμόδιας αρχής που θα διαβιβάσει την έγκληση σε εκείνον, με αποτέλεσμα η υπόθεση να οδηγηθεί στην ποινική δικαιοσύνη. Σύμφωνα με το άρθρο 337 του Ποινικού Κώδικα, η ποινή που απειλείται είναι φυλάκιση ενός έτους ή χρηματική ποινή, ενώ εάν η παρενόχληση τελείται από εργοδότη, η πράξη τιμωρείται βαρύτερα, με φυλάκιση έως 3 έτη, λόγω της εξάρτησης που χαρακτηρίζει τη σχέση εργασίας. Παράλληλα, το θύμα έχει τη δυνατότητα να αξιώσει αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων.
Δυστυχώς, το εν λόγω φαινόμενο δε φαίνεται να εξαλείφεται, τουλάχιστον ακόμη. Τα θύματα διστάζουν να καταγγείλουν το περιστατικό, όπως επιβεβαιώνεται κι από την προαναφερθείσα έρευνα, κατά την οποία μόνο το 1,6% των θυμάτων κατήγγειλε το γεγονός στις αρχές. Είναι σημαντικό, λοιπόν, για τα θύματα που επιθυμούν να καταγγείλουν το περιστατικό στην αρμόδια αρχή, να γνωρίζουν ότι στις περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης εφαρμόζεται ο κανόνας της «αντιστροφής του βάρους απόδειξης». Αυτό σημαίνει ότι το θύμα οφείλει μόνο να επικαλεστεί τα γεγονότα από τα οποία πιθανολογείται εκδήλωση περιστατικού παρενόχλησης, ενώ το άτομο κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία βαρύνεται με την υποχρέωση να ανατρέψει το τεκμήριο και να αποδείξει ότι δεν συνέτρεξαν τέτοιες περιστάσεις. Η «αντιστροφή του βάρους απόδειξης» δεν εφαρμόζεται στην ποινική δίκη, όπου ισχύει το τεκμήριο αθωότητας.
Ας ελπίσουμε ότι ο παραπάνω δικονομικός κανόνας θα αποτελέσει κινητήρια δύναμη για τα θύματα των περιστατικών σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία, ώστε να προβούν στις απαραίτητες καταγγελίες και να ανοίξουν τον «ασκό του Αιόλου». Έτσι, ίσως, αποτελέσουν κι έμπνευση, για άτομα που έχουν βιώσει ανάλογες εμπειρίες, να «σπάσουν τη σιωπή» και να υποδείξουν σθεναρά κάθε συνάδελφο ή εργοδότη που τους παρενόχλησε, θέτοντας τέλος σε μία αλυσίδα που μέχρι στιγμής εξακολουθεί να διαιωνίζεται.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Βασιλειάδου Ουρανία / Ιωαννίδου Ελισάβετ / Παπαηλιοπούλου Αλεξία / Ραρρή Ευδοξία, Τα εργασιακά δικαιώματα των γυναικών στην Ευρώπη, nchr.gr. Διαθέσιμο εδώ.
- Η εμπειρία του Συνηγόρου του Πολίτη στο θέμα της σεξουαλικής παρενόχλησης, old.synigoros.gr. Διαθέσιμο εδώ.
- ΓΣΕΕ, Σεξουαλική Παρενόχληση στο χώρο εργασίας, kepea.gr. Διαθέσιμο εδώ.
- Υπουργική Απόφαση υπ’ αρ. 101269, ΦΕΚ 5978/2021.