Της Μαριάνθης Κοκοράκη,
Η χαρμόσυνη γιορτή των Χριστουγέννων έχει περάσει από πολλές διακυμάνσεις κατά το πέρασμα των αιώνων. Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες θρησκευτικές εορτές του Χριστιανισμού, η οποία γιορτάζεται από τα βάθη των αιώνων έως και τη σημερινή εποχή. Παρόλα αυτά, τα Χριστούγεννα δεν γιορτάζονταν πάντα με ίδιο τον τρόπο που γιορτάζονται σήμερα, όπως και πολλά από τα χριστουγεννιάτικα έθιμα έχουν υποστεί αλλαγές. Σ’ αυτό το σημείο, θα γυρίσουμε το χρόνο πίσω και θα δούμε πώς γιορτάζονταν τα Χριστούγεννα κατά τον Μεσαίωνα και πώς οι άνθρωποι της τότε εποχής αντιλαμβάνονταν την γιορτή των Χριστουγέννων.
Κατά τον Μεσαίωνα, τα Χριστούγεννα ήταν από τις «λαμπρότερες στιγμές», όχι μόνο για τους πλούσιους, αλλά για όλες τις κοινωνικές τάξεις, ακόμα και για τους φτωχότερους. Για δώδεκα ολόκληρες μέρες, οι αγροτικές εργασίες σταματούσαν και τα σπίτια στολίζονταν καταλλήλως. Πηγές, που προέρχονται από εκείνη την περίοδο, αναφέρουν τα εξής: «Το σπίτι κάθε ανθρώπου, όπως και οι εκκλησίες της ενορίας τους, διακοσμούνταν με λιόπρινο, κισσό, δάφνη και οτιδήποτε πράσινο παρείχε η περιοχή». Το λιόπρινο —ή γκι, όπως αλλιώς ονομαζόταν—, με τους κόκκινους καρπούς του και τα φύλλα του σε σκούρο πράσινο χρώμα, θεωρήθηκε από εκείνη την περίοδο και έπειτα, ως το ιδανικό γιορτινό στολίδι κάθε νοικοκυριού.
Επιπροσθέτως, οι λειτουργίες για τις μέρες των Χριστουγέννων δεν έλειπαν. Στην εκκλησία πήγαιναν όλοι, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης. Μάλιστα, σταδιακά έκαναν την εμφάνισή τους χορωδίες, οι οποίες αποτελούνταν από μικρά παιδιά, τα οποία έψελναν ύμνους προς τιμήν εκείνης της ημέρας. Έπειτα από τη λειτουργία, η κάθε οικογένεια γιόρταζε την ημέρα αυτή ανάλογα με τα χρηματικά ποσά, τα οποία μπορούσε να διαθέσει. Όσες οικογένειες ανήκαν στην αριστοκρατική τάξη, απολάμβαναν πολυτελή χριστουγεννιάτικα δείπνα και αντάλλασσαν δώρα μεταξύ τους. Τα δώρα αφορούσαν κυρίως, ακριβά ρούχα και κοσμήματα, τα οποία μπορούσαν να φορέσουν εκείνες τις γιορτινές μέρες.
Όσον αφορά το δείπνο, τα εδέσματα τοποθετούνταν πάνω σε μεγάλα στολισμένα τραπέζια με πολλά σερβίτσια, τα οποία στο εσωτερικό τους εμπεριείχαν από ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί. Αφού είχε καθίσει και ο τελευταίος στο τραπέζι, άρχιζε το σερβίρισμα. Το πρώτο πιάτο ήταν κάποια σούπα βοδινού ή ζωμός, ενώ το δεύτερο πιάτο θα μπορούσε να είναι ζουμερά βραστά λαχανικά, συνήθως πολτοποιημένα πράσα και κρεμμύδια. Το επόμενο πιάτο ήταν και το πιο πολυτελές, μιας και η αριστοκρατική τάξη ήθελε να εντυπωσιάσει τους καλεσμένους της. Το τρίτο πιάτο αποτελούνταν από κρέατα, όπως το μοσχάρι, το ελάφι, η πάπια και η χήνα. Τα περισσότερα πιάτα ενισχύονταν με σάλτσες διαφόρων ειδών, καθιστώντας τα ήδη πλουσιοπάροχα φαγητά πεντανόστιμα. Η «αποκορύφωση» του αριστοκρατικού χριστουγεννιάτικου δείπνου αποτελούσε το επιδόρπιο. Ενδιάμεσα από τα γεύματα, έπιναν κόκκινο κρασί, το οποίο ήταν αναμειγμένο με ζάχαρη και μέλι. Όσα φαγητά περίσσευαν από το πλουσιοπάροχο αυτό τραπέζι, δίνονταν πάντα στους φτωχούς.
Στον αντίποδα με τα τραπέζια των αριστοκρατών, βρίσκονταν αυτά των κατώτερων κοινωνικά τάξεων. Οι χωρικοί απολάμβαναν σπάνιες λιχουδιές για τους ίδιους, όπως βραστό κρέας, τυριά, αυγά και για επιδόρπιο έτρωγαν κέικ. Κατά την διάρκεια του γεύματος, αντί για κρασί —που έπιναν οι πλούσιοι— οι φτωχοί προτιμούσαν την κατανάλωση της μπύρας, ποτό που άντεχε την ήδη επιβαρυμένη τους τσέπη. Επίσης, ένα έθιμο των φτωχών εκείνης της εποχής, αποτελούσε το κάψιμο ενός ευμεγεθούς κούτσουρου, το οποίο έκαιγαν πάντα την παραμονή των Χριστουγέννων, αποτελώντας ένα έθιμο, το οποίο ίσως είχε τις ρίζες του στην παγανιστική παράδοση.
Επιπλέον, αξίζει να αναφερθεί το γεγονός πως ανήμερα των Χριστουγέννων, οι οικογένειες από όλες τις κοινωνικές τάξεις είχαν εφεύρει και διάφορες χριστουγεννιάτικες διασκεδάσεις. Έστηναν παιχνίδια με χαρτιά και ζάρια, αλλά και παιχνίδια στρατηγικής, όπως το σκάκι και η τρίλιζα. Από τα πιο παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα παιχνίδια, αποτελούσε ο «βασιλιάς του φασολιού». Στο παιχνίδι αυτό, έκρυβαν ένα φασόλι μέσα σε κέικ ή ψωμί και όποιος έβρισκε το φασόλι μέσα στο κομμάτι του, θα ήταν ουσιαστικά ο νικητής και θα μετατρεπόταν ευθύς αμέσως στον «βασιλιά ή την βασίλισσα της γιορτής». Με άλλα λόγια, όποιος νικούσε, θα είχε το δικαίωμα να φέρεται ως ανώτερος όλων των υπολοίπων και να παριστάνει τον βασιλιά ή την βασίλισσα, αντίστοιχα. Ακόμη, σ’ άλλα νοικοκυριά, έλεγαν παραμύθια, πραγματοποιούνταν θεατρικές παραστάσεις με μαριονέτες και συμμετείχαν σε παιχνίδια, τα οποία υπάρχουν έως και τις μέρες μας, όπως η τυφλόμυγα και η αμπάριζα.
Μετά από το πέρασμα αυτών των γιορτινών ημερών, οι άνθρωποι επέστρεφαν στην «καταθλιπτική» τους ρουτίνα και στις πολύωρες εργασίες τους. Κατά αυτό τον τρόπο, είχαν καθιερώσει να γιορτάζουν ως αργία την πρώτη Δευτέρα του καινούργιου έτους, οργανώνοντας αγώνες με άροτρα. Τέλος, η επόμενη αργία αποτελούσε η έβδομη μέρα του Ιανουαρίου, η οποία έμεινε γνωστή ως «Ημέρα της Ρόκας», πιθανόν και αυτή, να αποτελούσε μία ημέρα μεταβατική, για την ομαλή επιστροφή στην καθημερινότητα. Από τα παραπάνω, αποδεικνύεται πόσο πολύ απολάμβαναν οι άνθρωποι την χαρμόσυνη και «φωτεινή» ημέρα των Χριστουγέννων με έθιμα και παραδόσεις, που έχουν επιζήσει με παραλλαγές, έως και τον αιώνα μας!
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Τα Χριστούγεννα στον Μεσαίωνα, maxmag.gr, διαθέσιμο εδώ
- Χριστούγεννα στον Μεσαίωνα, worldhistory.org, διαθέσιμο εδώ