Της Ευμορφίλης Μεξίδου,
Ως επεκτατικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων νοείται η επέκταση της επωφελούς για τον εκκαλούντα έκβασης της δίκης και σε συμπαραπεμφθέντες ή συγκαταδικασθέντες μαζί του, οι οποίοι, είτε δεν άσκησαν ένδικο μέσο είτε το άσκησαν μεν αλλά απορρίφθηκε ως απαράδεκτο ή ανυποστήρικτο. Άξιο αναφοράς είναι, ωστόσο, πριν φτάσουμε σε περαιτέρω ανάλυση να τονιστεί ότι νομοθετικό έρεισμα της χορήγησης των ενδίκων μέσων στην ποινική δίκη αποτελεί η διάταξη του αυξημένης τυπικής ισχύος άρθρου 2 παρ. 1 του 7ου πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. που κυρώθηκε από τη χώρα μας με το ν. 1705/1987. Σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο «Κάθε πρόσωπο που καταδικάστηκε για αξιόποινη πράξη στο δικαστήριο, έχει το δικαίωμα της επανεξέτασης από ανώτερο δικαστήριο της απόφασης με την οποία κηρύχθηκε ένοχος ή της απόφασης με την οποία του επιβλήθηκε ποινή. Η άσκηση αυτού του δικαιώματος και οι λόγοι για τους οποίους μπορεί αυτό να ασκηθεί, διέπονται από το νόμο». Η χορήγηση της δυνατότητας άσκησης ενδίκων μέσων, μολονότι διαθέτει αυξημένης τυπικής ισχύος νομικό έρεισμα, εξυπηρετεί τον προφανή αλλά και γενικά παραδεκτό σκοπό του ελέγχου της ήδη απονεμηθείσας δικαιοσύνης, της οποίας τη βελτίωση επιζητεί, αποβλέποντας στην εν γένει ασφάλεια δικαίου που πρέπει να χαρακτηρίζει μία νομοκρατούμενη πολιτεία. Η παραδεκτή άσκηση των ενδίκων μέσων έχει ως συνέπεια τη δημιουργία μιας σειράς δικαιωμάτων, εννόμων συνεπειών κι αποτελεσμάτων για τον κατηγορούμενο, τα οποία ρυθμίζονται εξαντλητικά σχεδόν από τον ΚΠΔ. Πέρα από το επεκτατικό αποτέλεσμα (το οποίο πρόκειται να αναλυθεί) υπάρχει, επίσης, το μεταβιβαστικό και το ανασταλτικό.
Το επεκτατικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων καθιερώνεται με το α. 469 ΚΠΔ. Η δικαιολογητική του βάση κι ο σκοπός της ρύθμισης συνδέεται, τόσο με την ανάγκη αποφυγής εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, όσο και με την επίτευξη ισότητας στη μεταχείριση των συγκατηγορουμένων. Επιπλέον, ειδικά στην περίπτωση της συνάφειας εξυπηρετείται, αν κι αντανακλαστικά, κι η οικονομία της δίκης, καθώς το αποδεικτικό υλικό ταυτίζεται ολικά ή έστω μερικά. Η επέκταση αφορά τα ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης, όταν αυτά στρέφονται κατά βουλεύματος, αλλά και κατά απόφασης, όπως άλλωστε προκύπτει αδιαφιλονίκητα από την ίδια τη διατύπωση του άρθρου. Μόλις που χρειάζεται να αναφερθεί στο σημείο αυτό ότι απαιτείται συμπαραπομπή και συνεκδίκαση των συγκατηγορουμένων, αντίστοιχα, με ένα βούλευμα ή με μία απόφαση. Με βάση τη διατύπωση του α. 469 ΚΠΔ η «επωφελής επέκταση» καλύπτει τις περιπτώσεις α) συμμετοχής, β) ποινικής αλληλεξάρτησης και γ) συνάφειας. Έτσι, λοιπόν, αν στο έγκλημα συμμετείχαν περισσότεροι ή αν η ποινική ευθύνη του ενός εξαρτάται από την ευθύνη του άλλου, το ένδικο μέσο που ασκεί κάποιος από τους κατηγορουμένους, ακόμα κι όταν χορηγείται μόνο σε αυτόν από το νόμο, καθώς κι οι λόγοι τους οποίους προτείνει, αν δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπό του, ωφελούν και τους λοιπούς κατηγορουμένους.
Πιο συγκεκριμένα, η έννοια της «συμμετοχής» προσεγγίζεται ερμηνευτικά επί τη βάσει του περιεχομένου των διατάξεων των άρθρων 45-47 ΠΚ. Υποστηρίχθηκε, ωστόσο, κι η αντίθετη άποψη, που είναι κι ορθότερη, δηλαδή πέρα τη συναυτουργία, την ηθική αυτουργία και τη συνέργεια, να εμπίπτει στην έννοια της συμμετοχής και κάθε άλλη σύμπραξη για την πραγμάτωση ενός και του αυτού εγκλήματος, ήτοι παραυτουργία κι αναγκαία σύμπραξη. Ως προς την εξάρτηση ενός κατηγορουμένου από την ευθύνη άλλου, οι προβαλλόμενοι λόγοι του ενδίκου μέσου πρέπει να μην αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπο εκείνου που άσκησε το ένδικο αυτό μέσο (αντικειμενικοί λόγοι). Τέτοιοι λόγοι είναι λ.χ. το μη αξιόποινο της πράξης, η έλλειψη στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, το εκπρόθεσμο της έγκλησης κ.λπ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εξάρτησης είναι το έγκλημα της κλοπής (α. 372 ΠΚ) κι η αποδοχή προϊόντων εγκλήματος (α. 394 ΠΚ). Αντιθέτως, πρόκειται για προσωπικούς λόγους, δηλαδή αυτοί που αρμόζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του ασκήσαντος το ένδικο μέσο κι ως εκ τούτου δεν επεκτείνονται και στους άλλους συγκατηγορουμένους, στις περιπτώσεις έλλειψης δόλου ή αμέλειας, της έλλειψης ή μειωμένης ικανότητας καταλογισμού, της πλάνης.
Ζήτημα ανακύπτει, επιπροσθέτως, σε σχέση με την παραγραφή του εγκλήματος. Καταρχάς, πρέπει να γίνει δεκτό το γεγονός πως η παραγραφή συνιστά αντικειμενικό (ουσιαστικό) κι όχι προσωπικό λόγο κι επομένως, η δικονομική της έκφραση για οριστική παύση της ποινικής δίωξης καλύπτει όλους τους συγκατηγορουμένους, όμως υπό προϋποθέσεις. Το πρώτον, να πρόκειται για τον ίδιο χρόνο παραγραφής, γεγονός που δεν ισχύει όταν η πράξη του ενός έχει κακουργηματικό χαρακτήρα ενώ του άλλου πλημμεληματικό και συμπληρωματικά οι χρόνοι παραγραφής να συνδέονται με την ίδια χρονική αφετηρία αναστολής επιδικίας του α. 113 ΠΚ. Εννοείται αυτό δεν συμβαίνει, όταν η έγκυρη επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος έγινε σε διαφορετικούς χρόνους. Αναφορικά, τέλος, με τη «συνάφεια» αυτή καταγράφεται στο α. 128 ΚΠΔ που διακρίνει 4 κατηγορίες συναφών εγκλημάτων.
Άξιο αναφοράς, κι ιδιαίτερα ενόψει του ότι η «επωφελής επέκταση» μέσω της συνάφειας αναφέρεται μόνο σε δικονομικούς-αντικειμενικούς λόγους, είναι ότι, όταν η μία κι αυτή περίπτωση εμπίπτει τόσο στη συμμετοχή ή αλληλεξάρτηση όσο και στη συνάφεια, θα πρέπει να προτάσσεται η υπαγωγή της στις δύο πρώτες, ακριβώς γιατί διευρύνουν το αποτέλεσμα της επέκτασης. Παραδείγματα αντικειμενικών λόγων είναι η κακή σύνθεση του δικαστηρίου, η έλλειψη αιτιολογίας, όπου απαιτείται, η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή, η υπέρβαση εξουσίας. Το ζήτημα της έφεσης κατά απόφασης που έκρινε συναφή εγκλήματα φαίνεται να ρυθμίζεται τόσο από το α. 469 εδ. β’ όσο κι από το α 493 ΚΠΔ. Μία προσεκτικότερη ανάγνωση, ωστόσο, οδηγεί αναγκαστικά στο συμπέρασμα ότι το όλο θέμα ρυθμίζεται πλήρως από τη διάταξη του άρθρου 493 ΚΠΔ, αφού η τελευταία είναι ειδικότερη και παρέχει αποτελεσματικότερη προστασία, καθώς σε αντίθεση με την 469 εδ. β’ ΚΠΔ επιτρέπει την επέκταση ανεξάρτητα από το είδος των προτεινόμενων λόγων από τον εξαρχής δικαιούμενο.
Το α. 493 ΚΠΔ ορίζει ότι η έφεση εκτείνεται σε όλα τα τυχόν συναφή εγκλήματα, ακόμα κι όταν επιτρέπεται για ένα μόνο από αυτά. Με τον τρόπο αυτό γεννιέται υπέρ του συγκατηγορούμενου δράστη συναφούς εγκλήματος το δικαίωμα άσκησης αυτοτελούς έφεσης και μάλιστα ανεξάρτητα από το είδος των λόγων που πρότεινε ο εξαρχής δικαιούμενος, οπότε και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να ερευνήσει την υπόθεση σε όλη της την έκταση. Οφείλω να επισημάνω σε αυτό το σημείο ότι ο συγκαταδικασθείς δράστης συναφούς εγκλήματος δεν δικαιούται να ασκήσει αυτοτελή αναίρεση και δεν του απομένει παρά μόνο η δυνατότητα επέκτασης του αποτελέσματος των λόγων αναίρεσης που πρότεινε ο εξαρχής δικαιούμενος, υπό την προϋπόθεση ότι οι λόγοι είναι αντικειμενικοί και δικονομικοί.
Ακόμα ένα ζήτημα που θα μας απασχολήσει είναι η δικονομική θέση του συγκατηγορουμένου στον οποίο επεκτείνεται το ασκηθέν ένδικο μέσο. Σύμφωνα με τα εδάφια γ’ και δ’ του α. 469 ΚΠΔ για τη συζήτηση του ενδίκου μέσου δεν είναι απαραίτητη η κλήτευση των ωφελουμένων κατηγορουμένων, οι οποίοι, όμως, μπορούν να εμφανιστούν και να συμμετάσχουν στη δίκη. Σε περίπτωση που το δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί για το επεκτατικό αποτέλεσμα του ενδίκου μέσου, μπορεί μετά από αίτηση αυτών ή του εισαγγελέα να επιληφθεί εκ νέου προς συμπλήρωση της αποφάσεώς του. Ο ωφελούμενος συγκατηγορούμενος δεν είναι εκκαλών (σε περίπτωση εφέσεως), άρα, αφενός αυτό σημαίνει ότι μπορεί να παραστεί στο δικαστήριο και να συνυποστηρίξει την ευδοκίμηση του αντικειμενικού λόγου άσκησης του ενδίκου μέσου κι αφετέρου συνάγεται ότι δεν επεκτείνεται σ’ αυτόν το τυχόν ανασταλτικό αποτέλεσμά του. Το α. 469 αναφέρεται, επίσης, και στη διάταξη του α. 476 παρ. 3 ΚΠΔ το οποίο ρητώς επεξηγεί, ότι «αν το ένδικο μέσο κηρυχθεί απαράδεκτο, τα αποτελέσματά του παύουν αυτοδικαίως κατά το α. 469 ΚΠΔ». Ειδικότερα, πρόκειται για επέκταση μόνο αν το ένδικο μέσο συζητήθηκε επί της ουσίας. Στην περίπτωση που περισσότεροι συγκατηγορούμενοι άσκησαν ένδικο μέσο και για κάποιους από αυτούς απορρίφθηκε ως απαράδεκτο ή ανυποστήρικτο, τότε το ένδικο μέσο που έγινε δεκτό για έναν, επεκτείνεται και σε εκείνους των οποίων απορρίφθηκε.
Ως προς την παραβίαση, καταληκτικά, του α. 469 ΚΠΔ, αυτή δημιουργεί λόγο αναιρέσεως κατά του βουλεύματος ή της απόφασης. Οι συγκατηγορούμενοι προς τους οποίους δεν επεκτάθηκε το αποτέλεσμα έχουν τη δυνατότητα κι εφόσον συμμετείχαν στη δίκη, να ασκήσουν αναίρεση κατά του βουλεύματος ή της απόφασης (αρνητική υπέρβαση εξουσίας). Βεβαίως, εάν το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο επεξέτεινε το αποτέλεσμα και χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου, θα μιλάμε για θετική υπέρβαση εξουσίας.
Συνοψίζοντας, το επεκτατικό αποτέλεσμα των ένδικων μέσων αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της ποινικής δίκης, με στόχο τη δίκαιη κι αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης. Παρότι η εφαρμογή του συναντά προκλήσεις, οι αρχές της αναλογικότητας και της δίκαιης διεξαγωγής της δίκης που το διέπουν, εξασφαλίζουν την προστασία των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων και τη διατήρηση της δικονομικής ισορροπίας. Εύλογα θα χαρακτηριζόταν ως ένα εργαλείο το οποίο λειτουργεί διορθωτικά, αποκαθιστώντας αδικίες, τις οποίες γεννά η απονομή της δικαιοσύνης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Αδάμ Χ. Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, 11η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2024
- Άγγελος Ι. Κωνσταντινίδης, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο – Βασικές έννοιες, 5η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2022
- Μαργαρίτης Λάμπρος και Βλέμμα Αναστασία, Το επεκτατικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων στην ποινική δικονομία, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 2007