Του Φωκίωνα Δανιηλίδη,
Η εκστρατεία του Ιουστινιανού στην Δύση αποτελεί, ίσως, τη σπουδαιότερη νίκη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Αν και ο όρος “Reconquista” χρησιμοποιείται πιο συχνά, για την ανάκτηση της ιβηρικής χερσονήσου από τους Ισπανούς, στα πλαίσια της βυζαντινολογίας, αναφέρεται σε μία σειρά πολέμων μεταξύ του Βυζαντίου και των γερμανικών λαών, οι οποίοι είχαν καταλάβει την Ιταλία, την βόρεια Αφρική και την νότια Ισπανία.
Οι στρατηγοί Βελισάριος και Ναρσής κατάφεραν να επαναφέρουν τον βυζαντινό έλεγχο στις παραπάνω περιοχές, δίνοντας στον Ιουστινιανό το δικαίωμα να δηλώσει, πως είχε αποκαταστήσει την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Αρχαιότητας. Πολλοί μελετητές, ωστόσο, ιδιαίτερα εκείνοι που ανήκουν στην νεότερη ιστοριογραφία, συμφωνούν ότι η βυζαντινή Reconquista δεν ήταν τόσο επιτυχής όσο πιστεύαμε. Συγκεκριμένα, την περιγράφουν ως μία άσκοπη εκστρατεία, η οποία δεν είχε κάποιο πραγματικό όφελος για την Αυτοκρατορία.
Προκειμένου να κατανοήσουμε πλήρως την σημασία της Reconquista, είναι απαραίτητο να εξετάσουμε το συγκεκριμένο θέμα, λαμβάνοντας υπόψιν μας πολλούς διαφορετικούς παράγοντες. Αν και ο Ιουστινιανός θεωρείται δικαίως, από τους ικανότερους αυτοκράτορες της μεσαιωνικής περιόδου, αυτό δεν σημαίνει ότι όλες του οι αποφάσεις ήταν σοφές. Όταν, για παράδειγμα, το 533, διέταξε τον Βελισάριο να ξεκινήσει τον πρώτο πόλεμο στην Δύση, το Βυζάντιο ερχόταν συχνά σε σύγκρουση με τους εχθρούς τους, που βρίσκονταν στα ανατολικά σύνορα και ιδιαίτερα, με τους Πέρσες. Μολονότι, ο Βελισάριος είχε συντρίψει τον στρατό τους μερικά χρόνια νωρίτερα, οδηγώντας τον βασιλιά Καβάντ Α΄, στο να μην διεξάγει άλλους πολέμους είναι φανερό ότι το Βυζάντιο παράμενε ευάλωτο σε μελλοντικές εισβολές.
Πράγματι, όσο ο Βελισάριος βρισκόταν στην Ιταλία μαζί με πάνω από δέκα χιλιάδες στρατιώτες, ο νέος βασιλιάς των Σασσανιδών, ο Χοσρόης Α’, αποφάσισε να εκμεταλλευτεί την απουσία του. Μέχρι ο Βελισάριος να καταφέρει να τον τρέψει σε φυγή, το 542, είχε προλάβει να εισβάλλει σε πολλές περιοχές της βυζαντινής επικράτειας, καταλήγοντας να λεηλατήσει και να κατακτήσει μερικές πόλεις, οι οποίες βρίσκονταν κοντά στα σύνορα. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, το Βυζάντιο κατάφερε να αποφύγει τον κίνδυνο, όμως δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για την σημαντικότερη κρίση, που χτύπησε την Αυτοκρατορία εκείνη την εποχή.
Παράλληλα με τις πρώτες εισβολές του Χοσρόη, η πανούκλα του Ιουστινιανού, η οποία συνιστά από τις πιο καταστροφικές επιδημίες της ιστορίας του Βυζαντίου, ξεκίνησε να εξαπλώνεται σ’ ολόκληρη την επικράτεια. Ο ακριβής αριθμός θανάτων, οι οποίοι προέκυψαν απ’ αυτήν, είναι αδύνατον να προσδιοριστεί με απόλυτη ακρίβεια. Ωστόσο, οι περισσότεροι μελετητές υποστηρίζουν ότι η Αυτοκρατορία έχασε περίπου το 1/3 του πληθυσμού της. Σε μόλις τρία χρόνια, τα περισσότερα εδάφη στην Ιταλία επέστρεψαν στους Γότθους, καθώς η αποδυναμωμένη κεντρική διοίκηση αδυνατούσε να εφοδιάσει τους στρατιώτες στη Δύση.
Παρά την κρίση που αντιμετώπιζε η Αυτοκρατορία, το 544, η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, διέταξε τον Βελισάριο να επιστρέψει στην Ιταλία μετά βίας με 4.000 άνδρες, με σκοπό να την ανακαταλάβει πλήρως. Αν και ο Βελισάριος ήταν ένας ευφυέστατος στρατηγός, ήταν πρακτικά αδύνατον να πετύχει και σ’ αυτή την εκστρατεία. Κατάφερε να φτάσει για ακόμη μία φορά στην Ρώμη, όμως αδυνατούσε να την κρατήσει υπό βυζαντινό έλεγχο, καθώς ο στρατός των Γότθων ήταν πολλές φορές μεγαλύτερος από τον δικό του. Η πόλη χάθηκε και ανακτήθηκε πολλές φορές, μέχρι που ο Βελισάριος, αναγνωρίζοντας το μάταιο της κατάστασης, εγκατέλειψε την Ιταλία και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Η γοτθική κυριαρχία έληξε οριστικά, όταν ο στρατηγός Ναρσής στάλθηκε στην χερσόνησο το 551 με τον πενταπλάσιο αριθμό στρατιωτών.
Η επιμονή του Ιουστινιανού να ολοκληρώσει την Reconquista, αγνοώντας, παράλληλα, τις καταστροφικές απειλές που αντιμετώπιζε η Αυτοκρατορία, προβληματίζει μέχρι και σήμερα την ιστορική κοινότητα. Το αυτοκρατορικό ταμείο, το οποίο ήταν γεμάτο στις αρχές του 6ου αιώνα, μέχρι να λήξει η βασιλεία του Ιουστινιανού, είχε αδειάσει πλήρως. Όλες οι περιοχές, που κατακτήθηκαν, δεν ήταν με κανέναν τρόπο απαραίτητες για την επιβίωση του Βυζαντίου, καθώς δεν ήταν ιδιαίτερα εύφορες ή στρατηγικά κρίσιμες και οι περισσότερες πόλεις της Ιταλίας —με εξαίρεση τη Ραβέννα— ήταν κατεστραμμένες, μετά από δεκαετίες συνεχούς πολέμου.
Αντιθέτως, η Αυτοκρατορία είχε ήδη την Αίγυπτο —την πιο εύφορη επαρχεία ολόκληρης της Μεσογείου— στην διάθεσή της και αδυνατούσε να στείλει στις νέες της κτήσεις αρκετούς στρατιώτες για να εξασφαλίσει πως αυτές θα παρέμεναν υπό βυζαντινό έλεγχο. Σχεδόν αμέσως μετά τον θάνατο του Ιουστινιανού, οι Λομβαρδοί ξεκίνησαν την κάθοδό τους στην Ιταλία και κατέληξαν να κατακτήσουν τα 2/3 της χερσονήσου. Η νότια Ισπανία παραδόθηκε στους Βισιγότθους οικειοθελώς από τον Ηράκλειο, μισό αιώνα αργότερα. Η βόρεια Αφρική κατακτήθηκε, ύστερα, ολοκληρωτικά από τους Άραβες.
Μοναδικό κίνητρο του Ιουστινιανού ήταν η βασιλεία του να χαρακτηριστεί, όπως την αποκαλεί και ο συγγραφέας Stein, «μία αρχαιότητα στον Μεσαίωνα». Τον 6ο αιώνα, οι Βυζαντινοί είχαν αποστασιοποιηθεί αρκετά από τον Ρωμαϊκό πολιτισμό. Ωστόσο, συνέχιζαν να θεωρούνται οι συνεχιστές της αρχαίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που ίδρυσε ο Αύγουστος. Η ίδια η Ρώμη, όμως, είχε χαθεί από τους Οστρογότθους, το 476, ένα γεγονός που έδινε την αίσθηση, πως οι Βυζαντινοί αποτελούσαν μία εντελώς ξεχωριστή αυτοκρατορία, που ο αυτοκράτορας της αρνούνταν να δεχθεί.
Η ιδεολογία του Ιουστινιανού είχε ως εξής: Ένας νόμος, μία θρησκεία, μία αυτοκρατορία. Επομένως, κατακτώντας τα εδάφη που κάποτε ανήκαν στην Ρώμη, σκόπευε να διαδεχθεί το μεγαλείο της, χωρίς να κατανοεί πως είχε ξεκινήσει μία νέα εποχή για τον λαό του, εκείνη του Βυζαντίου. Ο Χριστιανισμός ήταν, πλέον, η επίσημη θρησκεία της Αυτοκρατορίας και η ειδωλολατρία —μέχρι και εκείνη των Ρωμαίων— είχε καταδικαστεί. Η λατινική γλώσσα είχε εξαφανιστεί —σχεδόν— εντελώς από την καθημερινότητα των Βυζαντινών. Επομένως, η βυζαντινή Reconquista, αν και ήταν σημαντική για την πολιτισμική ταυτότητα του Βυζαντίου, στην πραγματικότητα πρόκειται απλώς, για μία τελευταία και μάταιη προσπάθεια της Αυτοκρατορίας να διατηρήσει τους δεσμούς της με την Αρχαιότητα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Σαββίδης, Αλέξιος (2011), Ιστορία του Βυζαντίου (Α’ Τόμος) 284—717 μ.Χ., Αθήνα: Eκδόσεις Πατάκη
- Νικολούδης, Γ. Νικόλαος (2005), Βυζαντινή Μικρά Ασία, Ακμή και Παρακμή (330—1461 μ.Χ.), Αθήνα: Eκδόσεις Ιωλκός
- Norwich John—Julius (2011), Mare Nostrum: Μία Ιστορία της Μεσογείου, Αθήνα: Eκδόσεις Γκοβότσης
- Cyril Mango (2002), The Oxford History of Byzantium, Νέα Υόρκη, Εκδόσεις: Oxford University Press
- Ian Hughes (2009), Belisarius: The last Roman general, Εκδόσεις: Westholme Publishing, Yardley.
- Walter, E. Kaegi (2003), Heraclius, Emperor of Buzantium, Cambriege, Εκδόσεις: Cambridge University Press
- James Allan Stewart Evans (1996), The age of Justinian: Circusmstances of Imperial Power, Νέα Υόρκη, Εκδόσεις: Routledg
- Geoffrey Greatrex, (2003), The Roman Eastern Frontier and the Persian Wars Part II AD 363—630, Νέα Υόρκη: Eκδόσεις Routledge