Του Γιάννη Περγαντή,
Η Ινδία, γνωστή και ως Υποήπειρος, διατρέχει μια μακρά περίοδο ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων, από τα βάθη του αχαρτογράφητου και άγνωστου παρελθόντος, μέχρι και σήμερα. Μέσα σ’ αυτό το μεγάλο μάκρος χρόνου, η αλληλεπίδραση και η άμεση σχέση με ξένες δυνάμεις και κράτη λαμβάνουν μέρος ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Έτσι, στα βάθη του Ινδικού Μεσαίωνα, από τη βόρεια Ινδία, αναδείχθηκε ένα στιβαρό και δυναμικό κράτος, το οποίο έμελλε να αλλάξει τη ροή της ιστορίας της χώρας, τους μετέπειτα αιώνες, αυτό αποτέλεσε το Σουλτανάτο του Δελχί.
Το Σουλτανάτο του Δελχί ήταν μια σειρά από μουσουλμανικές δυναστείες, οι οποίες κυβέρνησαν μεγάλες περιοχές της Ινδίας μεταξύ του 13ου και 16ου αιώνα. Ιδρύθηκε το 1206 και αποτέλεσε σημαντική καμπή στην ιστορία της Ινδίας, καθώς εισήγαγε την ισλαμική εξουσία στην περιοχή κι έθεσε τα θεμέλια για την μετέπειτα ανάπτυξη της Μουγγαλικής Αυτοκρατορίας, η οποία κυριάρχησε στην περιοχή. Η ίδρυση του Σουλτανάτου αποδίδεται στον Κουτμπ—ουτ—Ντίν Αϊμπάκ, πρώην σκλάβο που έγινε έμπιστος στρατηγός της Γκουρίδη Αυτοκρατορίας. Οι Γκουρίδες, υπό την ηγεσία του Μοχάμαντ Γκόρι, είχαν επεκτείνει την αυτοκρατορία τους στη βόρεια Ινδία.
Με τον θάνατο του Γκόρι, το 1206, ο Αϊμπάκ κήρυξε την ανεξαρτησία του και ίδρυσε τη δική του εξουσία στο Δελχί, σηματοδοτώντας την αρχή της μουσουλμανικής κυριαρχίας στην Ινδία. Η βασιλεία του Αϊμπάκ ήταν σύντομη, αλλά θεμελιώδης. Επικεντρώθηκε στην εδραίωση της εξουσίας στο Δελχί και στην άμυνα από εξωτερικές απειλές, ιδιαίτερα από τους Ρατζπούτες στη βόρεια Ινδία. Τον Αϊμπάκ διαδέχτηκε ο γαμπρός του, Ιλτουτμίς, ο οποίος «έπαιξε» κρίσιμο ρόλο στην εδραίωση της εξουσίας του Σουλτανάτου. Ήταν υπό την εξουσία του Ιλτουτμίς, όταν το Δελχί καθιερώθηκε ως το πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο του Σουλτανάτου. Το Σουλτανάτο, λοιπόν, άρχισε να παίρνει την τελική του μορφή.
Το Σουλτανάτο του Δελχί κυβερνήθηκε από πέντε διαφορετικές δυναστείες κατά τη διάρκεια της ύπαρξής του, από τον 13ο έως τον 16ο αιώνα: τη Δυναστεία των Μάμλουκ (1206—1290), τη Δυναστεία των Χαλτζί (1290—1320), τη Δυναστεία των Τουγλακί (1320—1414), τη Δυναστεία των Σαγγίντ (1414—1451) και τη Δυναστεία των Λόντι (1451—1526). Κάθε μία απ’ αυτές τις δυναστείες άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα στην ιστορία της Ινδίας.
Η Δυναστεία των Μάμλουκ —επίσης, γνωστή ως Δυναστεία των Σκλάβων— ήταν η πρώτη που ίδρυσε το Σουλτανάτο στο Δελχί. Οι ηγέτες της ήταν κυρίως στρατιωτικοί σκλάβοι (μάμλουκ), οι οποίοι ανέβηκαν στην εξουσία λόγω των ικανοτήτων και της αφοσίωσής τους στον στρατό. Ο Κουτμπ—ουτ—Ντίν Αϊμπακ ήταν ο πρώτος σουλτάνος αυτής της δυναστείας και οι διάδοχοί του, όπως ο Ιλτουτμίς και η Ραζία Σουλτάνα —η μοναδική γυναίκα σουλτάνος—, συνέχισαν να εδραιώνουν την εξουσία. Η βασιλεία του Ιλτουτμίς θεωρείται η πιο σημαντική στα πρώτα χρόνια του Σουλτανάτου, καθώς εξασφάλισε τα σύνορα, επέκτεινε τα εδάφη και θέσπισε τις βάσεις για τη μετέπειτα διακυβέρνηση του κράτους. Η Δυναστεία των Μάμλουκ, επίσης, εδραίωσε μια κεντρική διοίκηση, κάτι που έγινε χαρακτηριστικό της διακυβέρνησης του Σουλτανάτου.
Η Δυναστεία των Χαλτζί ήρθε στην εξουσία, το 1290, με τον Τζαλαλ—ουτ—Ντίν Χαλτζί ως ιδρυτή της. Οι Χαλτζί είναι γνωστοί για τις επιθετικές στρατιωτικές εκστρατείες, την εδαφική επέκταση και τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις τους. Ο Άλα—ουτ—Ντίν Χαλτζί, ο πιο διάσημος ηγέτης αυτής της δυναστείας, πραγματοποίησε σημαντικές αλλαγές στη διοίκηση και το στρατό, όπως η ίδρυση μόνιμου στρατού και ένα σύστημα ελέγχου της αγοράς για την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Η βασιλεία του Άλα—ουτ—Ντίν είδε τις πρώτες μεγάλες εκστρατείες προς τον Νότο της Ινδίας και η εξουσία του Σουλτανάτου επεκτάθηκε σημαντικά. Ωστόσο, ο επεκτατισμός του και οι σκληροί φόροι, τους οποίους επέβαλε στους αγρότες, προκάλεσαν εκτεταμένη δυσαρέσκεια, γεγονός που τελικά αποδυνάμωσε τη Δυναστεία των Χαλτζί.
Η Δυναστεία των Τουγλακί ιδρύθηκε από τον Γκιγιάς—ουτ—Ντίν Τουγλακ, μετά την πτώση των Χαλτζίδων. Υπό την ηγεσία του Μουχάμαντ μπιν Τουγλακ —ένας από τους πιο αμφιλεγόμενους ηγέτες της μεσαιωνικής Ινδίας— το Σουλτανάτο έφτασε στην κορυφή της εδαφικής επέκτασης. Ωστόσο, η βασιλεία του ήταν γεμάτη από αστάθειες και κακές αποφάσεις, όπως η αποτυχημένη μεταφορά της πρωτεύουσας από το Δελχί στη Νταουλατάμπαντ, η οποία οδήγησε σε εκτεταμένη δυσαρέσκεια. Παρά αυτές τις προκλήσεις, οι Τουγλακί έκαναν σημαντικές συμβολές στην ανάπτυξη της ισλαμικής αρχιτεκτονικής και των διοικητικών μεταρρυθμίσεων. Επίσης, προώθησαν το εμπόριο, γεγονός που βοήθησε το Σουλτανάτο να διατηρήσει την κυριαρχία του στην περιοχή.
Η Δυναστεία των Σαγγίντ ήταν μία σύντομη, αλλά σημαντική περίοδος στην ιστορία του Σουλτανάτου του Δελχί. Ήρθε στην εξουσία μετά την πτώση των Τουγλακίδων, σε μια περίοδο πολιτικής αστάθειας. Οι Σαγγίντ ήταν απόγονοι του Προφήτη Μωάμεθ και η εξουσία τους ήταν κατά κύριο λόγο συμβολική, με την πραγματική εξουσία να βρίσκεται στα χέρια στρατιωτικών ηγετών. Παρά το γεγονός ότι οι ηγέτες των Σαγγίντ δεν έκαναν πολλά για να επεκτείνουν ή να ενισχύσουν το Σουλτανάτο, η βασιλεία τους αποτέλεσε την τελευταία φάση της κυριαρχίας του Δελχί στο βόρειο τμήμα της Ινδίας. Η περίοδος των Σαγγίντ ακολούθησε την άνοδο της Δυναστείας των Λόντι, η οποία ήταν πιο ικανή να διατηρήσει το Σουλτανάτο ενωμένο.
Η Δυναστεία των Λόντι ήταν η τελευταία δυναστεία του Σουλτανάτου του Δελχί. Ιδρύθηκε από τον Μπαχλούλ Λόντι, αλλά η εξουσία της αγωνίστηκε να διατηρήσει τα εδάφη του Σουλτανάτου λόγω εσωτερικών εξεγέρσεων και εξωτερικών απειλών. Οι Λόντι ήταν, επίσης, γνωστοί για τις προσπάθειές τους να ενισχύσουν το στρατό και να περιορίσουν την αυξανόμενη δύναμη των περιφερειακών βασιλείων. Η Δυναστεία των Λόντι παρακολούθησε την άνοδο ισχυρών περιφερειακών βασιλείων, όπως το Βασίλειο της Μέβαρ στη Ρατζαστάν και το Σουλτανάτο της Γκουτζαράτ. Τελικά, το Σουλτανάτο του Δελχί «έπεσε» το 1526, όταν ο Βαμπούρ, απόγονος του Τιμούρ και του Τζένγκις Χαν, νίκησε τον τελευταίο Σουλτάνο του Δελχί, Ιμπραήμ Λόντι, στη Μάχη του Παναπίτ, ιδρύοντας την Μουγγαλική Αυτοκρατορία.
Η ιδιομορφία του Σουλτανάτου ήταν ότι εισήγαγε τον Μωαμεθανισμό σε μια περιοχή σχεδόν αμιγώς Ινδουιστική. Η εισαγωγή της νέας θρησκείας δεν ήταν κάτι το πρόχειρο ή τυχαίο, αλλά συνδέεται με τη καλά οργανωμένη γραφειοκρατία και διοίκηση του Σουλτανάτου. Οι διάφορες δυναστείες δεν είδαν την Ινδία ως απλό φέουδο, αλλά πάνω της ανέπτυξαν μια στιβαρή κρατική οντότητα, η οποία επέζησε για 3 περίπου αιώνες. Μέσα σ’ αυτό το πέρας του χρόνου, οι δύο πολιτισμοί ήρθαν σε επαφή, με τους δυνάστες να υιοθετούν πρακτικές, οι οποίες τελικά να αφομοιώνονται και από τον ντόπιο πληθυσμό. Στοιχεία, όπως η μουσουλμανική αρχιτεκτονική, εξέλιξη της ινδικής γλώσσας και γενικότερα, η εισαγωγή μουσουλμανικών πρακτικών στη καθημερινή ζωή των πολιτών, ήταν λίγες από τις ευεργεσίες των διαφόρων δυναστειών στη περιοχή.
Το Σουλτανάτο του Δελχί, συνοψίζοντας, υπήρξε μία μεταμορφωτική περίοδος στην ιστορία της Ινδίας. Εισήγαγε την ισλαμική εξουσία, διευκόλυνε τις πολιτιστικές ανταλλαγές μεταξύ της Ινδίας και του ισλαμικού κόσμου και έθεσε τις βάσεις για την άνοδο της Μογγολικής Αυτοκρατορίας. Παρά την πολιτική αστάθεια και τις εσωτερικές συγκρούσεις, οι οποίες χαρακτήρισαν τη μεγαλύτερη διάρκεια της ιστορίας του, το Σουλτανάτο διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση της μεσαιωνικής ιστορίας της Ινδίας, αφήνοντας μία κληρονομιά, η οποία παραμένει ζωντανή στην τέχνη, τον πολιτισμό και την αρχιτεκτονική της Ινδίας μέχρι σήμερα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Establishment and Expansion of the Delhi Sultanate, nios.ac.in, διαθέσιμο εδώ
- Mughal dynasty, britannica.com, διαθέσιμο εδώ
- The Delhi Sultanate, en.unesco.org, διαθέσιμο εδώ