Της Βασιλικής Μπουτκάρη,
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι, κατά το άρθρο 13 ΣΕΕ, το μοναδικό θεσμικό δικαιοδοτικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μέχρι τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, το θεσμικό δικαιοδοτικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το οποίο, δυνάμει των τροποποιήσεων που επέφερε αυτή η Συνθήκη, μετονομάστηκε σε Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 19 ΣΕΕ το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως θεσμικό όργανο της Ένωσης, περιλαμβάνει τρία επιμέρους δικαστήρια, το Δικαστήριο, το Γενικό Δικαστήριο και τα ειδικευμένα δικαστήρια.
Το Δικαστήριο
Το Δικαστήριο απαρτίζεται από έναν δικαστή ανά κράτος μέλος, αποτελείται από είκοσι επτά δικαστές, επικουρείται δε από οκτώ γενικούς εισαγγελείς. Οι δικαστές συμμετέχουν στις συνθέσεις του Δικαστηρίου και δικάζουν, δηλαδή σε κάθε υπόθεση εκφέρουν τη γνώμη τους, βάσει της οποίας σχηματίζεται η απόφαση του Δικαστηρίου. Οι γενικοί εισαγγελείς δεν είναι δικαστές κατά συνέπεια, ενώ λαμβάνουν μέρος στις συζητήσεις κατά την εκδίκαση της υποθέσεως, δεν συμμετέχουν στην ψηφοφορία του Δικαστηρίου, που προηγείται της λήψης της απόφασης. Το Δικαστήριο αποτελεί κατά κύριο λόγο ακυρωτικό δικαστήριο, υπό την έννοια ότι εκδικάζει αιτήσεις αναιρέσεων κατά αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου το οποίο είναι δικαστήριο ουσίας. Ως ακυρωτικό, το Δικαστήριο δεν ασχολείται με τη βασιμότητα των πραγματικών περιστατικών κάθε εκδικαζόμενης υπόθεσης αλλά εξετάζει αν το Γενικό Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, εφάρμοσε ορθά τις συγκεκριμένες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου.
Το Γενικό Δικαστήριο
Το Γενικό Δικαστήριο είναι το δεύτερο είδος δικαστηρίου που σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 ΣΕΕ, περιλαμβάνει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Γενικό Δικαστήριο είναι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της Ένωσης, όμως, λόγω της Συνθήκης της Λισσαβώνας μετονομάστηκε Πρωτοδικείο. Το Πρωτοδικείο ιδρύθηκε από τη Συνθήκη της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης ως δικαστήριο προσαρτημένο στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σκοπός της ιδρύσεως του Πρωτοδικείου ήταν η αποσυμφόρηση των εργασιών του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με την ανάθεση σε αυτό της εκδίκασης των ήσσονος σημασίας υποθέσεων, προκειμένου να διατηρηθεί η ποιότητα κι η αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας στην έννομη τάξη, ώστε με τον τρόπο αυτό να μπορεί το Δικαστήριο να επικεντρώνει τη δραστηριότητά του στο κύριο έργο του, δηλαδή στη διαφύλαξη της ενότητας της ερμηνείας του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το Γενικό Δικαστήριο αποτελεί δικαστήριο ουσίας που κρίνει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό τις υποθέσεις που υπάγονται στην αρμοδιότητά του. Επομένως, οι αποφάσεις του είναι τελεσίδικες, αφού δεν προσβάλλονται παρά μόνο με αναίρεση ενώπιον του ΔΕΕ, η οποία περιορίζεται σε νομικά μόνο ζητήματα, του τελευταίου δικάζοντος ως ακυρωτικού κι όχι ως δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ουσίας. Επίσης, το Γενικό Δικαστήριο ενεργεί ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο επί εφέσεων κατά αποφάσεων των ειδικευμένων δικαστηρίων, αφού σύμφωνα με το άρθρο 256 παρ. 2 εδ. α ΣΛΕΕ το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί προσφυγών που ασκούνται κατά αποφάσεων των ειδικευμένων δικαστηρίων.
Τα Ειδικευμένα Δικαστήρια
Τα ειδικευμένα δικαστήρια είναι το τρίτο είδος δικαστηρίων που κατά το άρθρο 19 παρ. 1 ΣΕΕ περιλαμβάνει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 257 ΣΛΕΕ, τα ειδικευμένα δικαστήρια υπάγονται στο Γενικό Δικαστήριο κι είναι αρμόδια να εκδικάζουν σε πρώτο βαθμό ορισμένες κατηγορίες προσφυγών οι οποίες ασκούνται σε συγκεκριμένους τομείς. Ιδρύονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αποφασίζουν μέσω κανονισμών είτε μετά από πρόταση της Επιτροπής και διαβούλευση με το Δικαστήριο είτε μετά από αίτημα του Δικαστηρίου και διαβούλευση με την Επιτροπή. Τα ειδικευμένα δικαστήρια είναι δικαιοδοτικά όργανα στα οποία ανατίθενται η εκδίκαση συγκεκριμένων κατηγοριών υποθέσεων — από αυτές που υπάγονται μέχρι σήμερα στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου χωρίς περιορισμό πλην των υποθέσεων οι οποίες δυνάμει ρητής διάταξης της Συνθήκης δεν επιτρέπεται η μεταβίβαση τους σε άλλο δικαστήριο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Παναγιώτης Ι. Κανελλόπουλος, Το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2010.