Της Γεωργίας Παγιαβλά,
Η διγλωσσία (ή πολυγλωσσία) αναφέρεται στη γνώση δύο (ή περισσότερων) γλωσσών και έχει διάφορους ορισμούς, οι οποίοι εξαρτώνται από παράγοντες όπως η ηλικία και ο τρόπος ανάπτυξης των γλωσσών. Στους γλωσσολόγους, το δίγλωσσο άτομο ορίζεται ως εκείνο που αναπτύσσει δύο γλώσσες από τη γέννησή του ή πριν την ηλικία των 5 ετών, ενώ αν η επαφή με τη δεύτερη γλώσσα γίνει αργότερα, θεωρείται «εκμάθηση» και όχι «διγλωσσία». Αντίθετα, οι ψυχολόγοι θεωρούν δίγλωσσο οποιοδήποτε άτομο μπορεί να επικοινωνεί αποτελεσματικά σε δύο ή περισσότερες γλώσσες.
Σύμφωνα με το Journal of Neurolinguistics, το 43% του παγκόσμιου πληθυσμού είναι δίγλωσσοι, δηλαδή σχεδόν οι μισοί άνθρωποι χρησιμοποιούν καθημερινά δύο γλώσσες. Επιπλέον, το 40% των ανθρώπων είναι μονόγλωσσοι, χρησιμοποιώντας μόνο μία γλώσσα, ενώ το 17% είναι πολύγλωσσοι, γνωρίζοντας άπταιστα δύο ή περισσότερες γλώσσες. Τα στοιχεία αυτά υπογραμμίζουν την ευρεία παρουσία της διγλωσσίας και της πολυγλωσσίας σε ολόκληρο τον κόσμο.
Στην Ελλάδα, το φαινόμενο της διγλωσσίας παρατηρείται από την αρχή της ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους το 1821 και τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1947, λόγω της ύπαρξης μειονοτικών γλωσσών όπως η αρβανίτικη, η πομακική, η βλαχική και η τουρκική. Το γλωσσικό τοπίο συνεχίζει να εμπλουτίζεται και να εξελίσσεται με τη μετανάστευση και τους μεικτούς γάμους. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, το 8,4% του πληθυσμού δεν έχει ελληνική υπηκοότητα, με το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών να δηλώνει ως μητρική γλώσσα την αλβανική (52,7%), τη βουλγαρική (8,3%) και τη ρουμάνικη (5,1%).
Αυτή η εικόνα ενδέχεται να αλλάξει λόγω της εισροής προσφύγων και μεταναστών από περιοχές με ένοπλες συγκρούσεις και χώρες με οικονομική ανασφάλεια και ολοκληρωτικά καθεστώτα κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Επομένως, είτε επικεντρωθούμε στο στενότερο ορισμό της διγλωσσίας, εξετάζοντας κυρίως τα παιδιά από δίγλωσσες οικογένειες, είτε θεωρήσουμε τη διγλωσσία ως ένα ευρύτερο κοινωνικό φαινόμενο (συμπεριλαμβάνοντας και τα Ελληνόπουλα που μαθαίνουν μία ή περισσότερες ξένες γλώσσες όπως Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ισπανικά κ.ά.), κατανοούμε ότι η διγλωσσία έχει γίνει πλέον κοινό φαινόμενο στην ελληνική κοινωνία.
Μέχρι τη δεκαετία του 1960, επικρατούσε η άποψη ότι η διγλωσσία είχε αρνητική επίδραση στη γνωστική και γλωσσική ανάπτυξη του ατόμου, καθώς οι δίγλωσσοι παρουσίαζαν συχνά χαμηλότερες επιδόσεις σε ψυχομετρικά τεστ σε σχέση με τους μονόγλωσσους. Ωστόσο, οι μελέτες που ακολούθησαν απέδειξαν ότι οι προγενέστερες μελέτες είχαν μεθοδολογικά προβλήματα και έδειξαν ότι η διγλωσσία μπορεί να προσφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα, ειδικά όταν τα παιδιά αναπτύσσουν ισόρροπα και τις δύο γλώσσες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η διγλωσσία ενισχύει τις γνωστικές, γλωσσικές και ψυχολογικές ικανότητες .
Πρόσφατες έρευνες έχουν μετατοπίσει το ενδιαφέρον από τα γνωστικά οφέλη στα κοινωνικά πλεονεκτήματα της διγλωσσίας. Όπως αναφέρουν οι Ramírez-Esparza et al. (2020), η διγλωσσία μπορεί να ενισχύσει την κοινωνική ευελιξία, δηλαδή την ικανότητα προσαρμογής σε διαφορετικά κοινωνικά περιβάλλοντα και ανάγνωσης κοινωνικών ενδείξεων. Οι δίγλωσσοι σημείωσαν υψηλότερη βαθμολογία στην κοινωνική ευελιξία και συμμετείχαν σε συχνότερες κοινωνικές αλληλεπιδράσεις σε σύγκριση με τους μονόγλωσσους. Ομοίως, η πολυγλωσσία συνδέθηκε με μεγαλύτερη γνωστική ευελιξία σε κοινωνικά πλαίσια, όπως η κατανόηση και η προσαρμογή πληροφοριών με διάφορους τρόπους, και συσχετίστηκε με πιο ανοιχτές στάσεις απέναντι στην αποδοχή των εξωομάδων. Επίσης, η πολυγλωσσία και η διαμονή στο εξωτερικό συσχετίστηκε με θετικές στάσεις απέναντι στη χρήση διαφορετικών γλωσσών σε ποικίλα κοινωνικά περιβάλλοντα. Η διγλωσσία συνδέθηκε επίσης με υψηλότερη γνωστική ενσυναίσθηση, πολιτισμική ενσυναίσθηση και ανοιχτόμυαλη διάθεση.
Η βιβλιογραφία σχετικά με τις επιπτώσεις της διγλωσσίας στην αγορά εργασίας παρουσιάζει αρκετά θετικά ευρήματα, ιδίως όσον αφορά τις δεξιότητες ξένων γλωσσών, συμπεριλαμβανομένων των μειονοτικών γλωσσών. H θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου, υποστηρίζει ότι η γλωσσική επάρκεια αποτελεί μια μορφή ανθρώπινου κεφαλαίου, που αποβλέπει μισθολογικά οφέλη στην αγορά εργασίας. Μελέτες που υποστηρίζουν αυτή τη θεωρία δείχνουν θετικές αποδόσεις για την ευχέρεια της ξένης γλώσσας, με κάποιες διαφοροποιήσεις ανάλογα με τη γλώσσα και τη χώρα.
Η διγλωσσία (και η πολυγλωσσία) φαίνεται να έχει επιπτώσεις όχι μόνο σε ατομικό αλλά και σε μακροοικονομικό επίπεδο. Αναφορικά με τις οικονομικο-κοινωνικές διαστάσεις, δεν υπάρχουν επιστημονικά στοιχεία που να δείχνουν ότι οι πολύγλωσσες χώρες είναι σε κοινωνικοοικονομικό μειονέκτημα σε σχέση με τις μονόγλωσσες. Έρευνες από τις δεκαετίες του 1960 και 1970 διαπίστωσαν ότι το επίπεδο γλωσσικής ποικιλομορφίας δεν καθορίζει την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας. Ένα έθνος μπορεί να είναι οικονομικά πλούσιο ή φτωχό ανεξάρτητα από τη γλωσσική του ομοιομορφία.
Ενώ η γλωσσική ομοιομορφία μπορεί να συσχετίζεται με την οικονομική ανάπτυξη, είναι υπερβολικά απλοϊκό να αποδίδεται στην πολυγλωσσία η ευθύνη για τα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα μιας χώρας. Αντίθετα, η πολυγλωσσία αποτελεί πολύτιμο πόρο σε κοινωνικό και προσωπικό επίπεδο. Η διατήρηση εθνικών γλωσσών παράλληλα με την εθνική γλώσσα σε μια ποικιλόμορφη κοινωνία μπορεί να ενισχύσει την ατομική ανάπτυξη και να προωθήσει την εθνική ενότητα. Μια πολυεθνική κοινωνία συχνά αποδεικνύεται πιο δυναμική και εμπλουτιστική από μια ομοιογενή κοινωνία. Παρά τις επιστημονικές αποδείξεις, οι προκαταλήψεις κατά της διγλωσσίας συνεχίζονται και επηρεάζουν ακόμα γονείς και εκπαιδευτικούς.
Ενώ η διγλωσσία προσφέρει γνωστικά, κοινωνικά και οικονομικά οφέλη, το εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας παραμελεί συχνά τη γλωσσική κληρονομιά των μαθητών. Για να αξιοποιήσει πλήρως τα πλεονεκτήματα της διγλωσσίας, η Ελλάδα πρέπει να υιοθετήσει μια πιο περιεκτική προσέγγιση, εκτιμώντας τη γλωσσική ποικιλομορφία. Αυτό θα ενίσχυε την ακαδημαϊκή και γνωστική ανάπτυξη των μαθητών, θα προωθούσε τη διαπολιτισμική συνείδηση και θα συνέβαλε σε μια πιο ενοποιημένη και ευημερούσα κοινωνία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- López, B. G., Luque, A., & Piña-Watson, B. (2023). Context, intersectionality, and resilience: Moving toward a more holistic study of bilingualism in cognitive science. Cultural Diversity and Ethnic Minority Psychology, 29(1), 24
- Newsdle. (2023). What Percentage of the World’s Population is Bilingual?. Διαθέσιμο εδώ
- Ramírez-Esparza, N., García-Sierra, A., & Jiang, S. (2020). The current standing of bilingualism in today’s globalized world: A socio-ecological perspective. Current Opinion in Psychology, 32, 124-128.
- Ubalde, J., & Heyman, J. (2021). Is there a bilingual advantage? the effects of non-English language skills on occupational attainment among immigrants and natives. International Journal of the Sociology of Language, 2021(270), 19-38.
- Wei, L. (2020). Dimensions of bilingualism. In The bilingualism reader (pp. 3-22). Routledge.
- Μαρτζούκου, Μ. (2022). Διγλωσσία: μύθοι και επιστημονικά δεδομένα. Conference: 3o ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑΣ: ΕΠΙΣΤΗΜΗ & ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ