10.3 C
Athens
Σάββατο, 14 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ νομολογιακή αντιμετώπιση της ετοιμότητας προς εργασία

Η νομολογιακή αντιμετώπιση της ετοιμότητας προς εργασία


Του Χάρη Καλπάκη,

Ο προβληματισμός

Ένα προστατευτικό δίκαιο, με ρόλο εξισορροπητικό μίας έννομης σχέσης, όπως το εργατικό, είναι απαραίτητο να διακρίνεται για τη σαφή κι ακριβή εννοιολογική του νοηματοδότηση. Πολλές έννοιες παίζουν σημαντικό ρόλο σε αυτόν τον δικαιικό κλάδο και, αναμφισβήτητα, ένα κομβικό δίπολο αποτελεί αυτό του «χρόνου εργασίας» και της «περιόδου ανάπαυσης».

Βασικές έννοιες

Το ενωσιακό δίκαιο (πρωτογενές και δευτερογενές) διέπεται από την αρχή της αυτόνομης ερμηνείας. Δηλαδή, η αρμοδιότητα για την έγκυρη ερμηνεία του ανήκει στο ίδιο το Δικαστήριο της ΕΕ (άρ. 19 παρ. 1 ΣΕΕ) κι αυτό επιτυγχάνεται μέσω του θεσμού της προδικαστικής παραπομπής (άρ. 19 παρ. 3 ΣΕΕ, άρ. 267 ΣΛΕΕ). Τέτοιες αυτόνομες έννοιες του ενωσιακού δικαίου αποτελούν κι οι έννοιες του «χρόνου εργασίας» και της «περιόδου ανάπαυσης» που προβλέπονται στην Οδηγία (ΕΚ) 93/104. Όπως επισημαίνει το ίδιο το ΔΕΕ στην απόφαση C-14/04 (ΔΕΕ 1.12.2005, Abdelkader Dellas and Others v Premier ministre and Ministre des Affaires sociales, du Travail et de la Solidarité) «μόνο μία τέτοια αυτοτελής ερμηνεία μπορεί να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα της οδηγίας, καθώς και την ομοιόμορφη εφαρμογή των εν λόγω εννοιών στο σύνολο των κρατών».

Σύμφωνα, λοιπόν, με το άρθρο 2 της Οδηγίας, χρόνος εργασίας ορίζεται «κάθε περίοδος κατά, τη διάρκεια της οποίας o εργαζόμενος ευρίσκεται στην εργασία, στη διάθεση του εργοδότη, και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές», ενώ περίοδος ανάπαυσης ορίζεται αρνητικά ως «κάθε περίοδος που δεν είναι χρόνος εργασίας» (βλ. και αρ. 2 Π.Δ. 88/1999).

Το πρόβλημα, ακριβώς, ανευρίσκεται στο γεγονός ότι η οδηγία προβλέπει μόνο αυτά και καμία άλλη ενδιάμεση κατάσταση, όπως αυτή της ετοιμότητας προς εργασία. Συνεπώς, η νοηματοδότησή της κι ο νομικός της χαρακτηρισμός επαφίεται στα εθνικά δικαστήρια και το ΔΕΕ πρωτίστως, μεταξύ των οποίων δεν υπάρχει συχνά συμφωνία.

Πηγή Εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα Χρήσης: serpstat.com

Η νομολογιακή διάπλαση της «ετοιμότητας προς εργασία»

Τα εθνικά δικαστήρια, μέσα από την εμφάνιση διαφόρων υποθέσεων, έχουν οδηγηθεί στην αποκρυστάλλωση δύο μορφών ετοιμότητας προς εργασία: τη γνήσια και την απλή (μη γνήσια).

  • «Στη γνήσια ετοιμότητα ο μισθωτός οφείλει να βρίσκεται σε ορισμένο τόπο και χρόνο, διατηρώντας τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις εν γρήγορση, ώστε να είναι σε θέση να παρέχει εργασία ευθύς μόλις του ζητηθεί» (ΑΠ 9/2023).
  • «Αντίθετα, στη μη γνήσια, ο εργαζόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να περιορίσει μόνο κατά ένα μέρος την ελευθερία των κινήσεων του υπέρ του εργοδότη, ώστε να δύναται να προσφέρει την εργασία του οποτεδήποτε του ζητηθεί, ενώ διατηρεί, παράλληλα, την ευχέρεια να αναπαύεται ή να βρίσκεται μακριά από τον τόπο εργασίας, επιδιδόμενος ενδεχομένως σε άλλες ασχολίες» (ΑΠ 22/2018).

Αντιθέτως, το ΔΕΕ κάνει διάκριση μεταξύ της «ετοιμότητας προς εργασία» και της «ετοιμότητας κλήσης»:

  • Η ετοιμότητα προς εργασία συνίσταται στην υποχρέωση παραμονής του εργαζομένου εκτός οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντος (ΔΕΚ 9.9.2003, C-151/202).
  • Η ετοιμότητα κλήσης από την άλλη συνιστά υποχρέωση παροχής εργασίας από τον εργαζόμενο, εντός συντόμου διαστήματος μόλις κληθεί, ενώ στο μεσοδιάστημα επιλέγει ο ίδιος ελεύθερα τον τόπο παραμονής του (Υπόθεση Jeager, C-151/02).

Αντιλαμβάνεται, ευλόγως, κανείς τις ομοιότητες μεταξύ εθνικής κι ενωσιακής νομολογίας. Με περίσσιο θάρρος θα μπορούσαμε να ταυτίσουμε την εθνική έννοια της «γνήσιας ετοιμότητας» με την ενωσιακή «ετοιμότητα εργασίας» και την «απλή ετοιμότητα» με την «ετοιμότητα κλήσης» αντίστοιχα. Έτσι, τόσο το ΔΕΕ, όσο και τα εθνικά δικαστήρια χαρακτηρίζουν την πρώτη μορφή ετοιμότητας ως χρόνο εργασίας και τη δεύτερη ως περίοδο ανάπαυσης, κατά βάση.

Σύγκρουση ενωσιακής κι εθνικής νομολογίας

Ωστόσο, το ΔΕΕ ερμηνεύει ευρέως τον χρόνο εργασίας κι αντίστοιχα στενά την περίοδο ανάπαυσης. Υπό αυτό το πρίσμα έχει κρίνει πως «η ετοιμότητα κλήσης πρέπει να θεωρείται χρόνος εργασίας, όταν τίθεται μια ιδιαίτερα σύντομη προθεσμία μέσα στην οποία ο εργαζόμενος πρέπει να αναλάβει εργασία, γιατί και στην περίπτωση αυτή, εκ των πραγμάτων, ο εργαζόμενος δεν είναι σε θέση να επιλέγει ελεύθερα τον χώρο παραμονής του» (ΔΕΚ 3.10.2000, C-303/98). Τέτοια, όμως, in concreto στοιχεία στάθμισης, όπως τον χρόνο αντίδρασης του εργαζομένου δεν συναντά κανείς στην ελληνική νομολογία. Αντίθετα, η αρεοπαγίτικη νομολογία ερμηνεύει τόσο στενά τον χρόνο εργασίας, ώστε να θεωρεί περίοδο ανάπαυσης κι ενδιάμεσες καταστάσεις μεταξύ απλής και γνήσιας ετοιμότητας, ήτοι όταν ο εργαζόμενος δεσμεύεται κατά τόπο και χρόνο, αλλά χωρίς να είναι σε εγρήγορση οι σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις, όπως για παράδειγμα οι οδηγοί ή συνοδηγοί φορτηγών για μεταφορές, που δεν συμμετέχουν στη φορτοεκφόρτωση, όσο αυτή συντελείται.

Ένα ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η υπόθεση ΑΠ 10/2009. Η υπόθεση αφορούσε εργαζόμενους που τελούσαν σε καθεστώς ετοιμότητας κατ’ εντολή του εργοδότη, περιορίζοντας τη δυνατότητα ελεύθερης διαχείρισης του χρόνου τους αλλά χωρίς να απαιτείται συνεχής εγρήγορση των σωματικών και πνευματικών τους δυνάμεων. Το βασικό ερώτημα ήταν αν ο χρόνος αυτός συνιστά χρόνο εργασίας ή ανάπαυσης. Η απλή παραμονή του εργαζομένου, κατά την απόφαση, σε χώρο που έχει καθοριστεί από τον εργοδότη, χωρίς άμεση απαίτηση εγρήγορσης ή συνεχή ανάληψη καθηκόντων, δεν συνιστά χρόνο εργασίας, αλλά θεωρείται περίοδος ανάπαυσης. Σε αυτή την περίπτωση, δεν οφείλεται πλήρης αμοιβή αλλά ενδεχομένως μικρότερο ποσό, ανάλογα με τις συμβάσεις. Η απόφαση αναγνώρισε ότι στη μη γνήσια ετοιμότητα οι περιορισμοί στην ελευθερία του εργαζομένου δεν αναιρούν τον χαρακτήρα της περιόδου αυτής ως περιόδου ανάπαυσης. Ωστόσο, υπογραμμίστηκε ότι η εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας εξαρτάται από τη φύση των περιορισμών και τη συμφωνία εργοδότη-εργαζομένου. Στην εν λόγω περίπτωση, ο εργοδότης υποχρεούνταν να καταβάλει μόνο το συμφωνηθέν ή συνηθισμένο μισθό για την περίοδο μη γνήσιας ετοιμότητας, χωρίς προσαυξήσεις για υπερωρίες ή αργίες.

Πηγή Εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα Χρήσης: Markus Winkler

Η σημασία της «ετοιμότητας προς εργασία» στην πράξη

Το ενδιαφέρον για την ετοιμότητα εργασίας είναι άκρως πρακτικό. Η πλειονότητα των αποφάσεων (ΑΠ 814/2014, ΑΠ 811/2014, ΑΠ 9/2023) αφορούσαν την οριοθέτηση του χρόνου εργασίας στις διάφορες μορφές ετοιμότητας και το συνακόλουθο μισθολογικό αντίκτυπο. Κι ο λόγος είναι απλός: τη γνήσια ετοιμότητα, ο χρόνος αμείβεται ως πλήρους εργασίας. Αντίθετα, στην απλή ετοιμότητα, το ύψος της αμοιβής εξαρτάται από συμβάσεις ή συνήθειες της περιοχής και δεν περιλαμβάνει προσαυξήσεις για υπερωριακή ή νυχτερινή εργασία.

Ενώ, λοιπόν, πρόκειται για ζητήματα ζωτικής σημασίας για έναν εργαζόμενο, η νομολογία φαίνεται ακόμα να μην έχει κατασταλάξει στις απόψεις της, αφού πρόσφατες αποφάσεις έρχονται σε αντίθεση με παλαιότερες κι η πρόβλεψη για το πως θα χαρακτηρίσει ένα δικαστήριο μία μορφή ετοιμότητας εργασίας είναι πλέον δύσκολη.

Αντί επιλόγου

Ʃυµπεραίνεται, λοιπόν, ότι η νοµολογία επιδιώκει να επιλύσει µε κριτήρια αντικειµενικά, αλλά όχι πάντα αποτελεσματικά, βασικά ζητήματα της ετοιμότητας προς εργασία, απορρέοντα από τη µη πρόβλεψη ενδιάμεσων καταστάσεων μεταξύ χρόνου εργασίας κι ανάπαυσης. Ωστόσο, όχι μόνο η δικαστική, αλλά κι η νομοθετική πρακτική, έχουν προ πολλού καταστεί αναχρονιστικές. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας και της ραγδαίας τεχνολογικής εξέλιξης, μία νέα μορφή ετοιμότητας έχει κάνει την εμφάνισή της — η λεγόμενη online διαθεσιμότητα. Κατά την κρατούσα άποψη, συνιστά απλώς ένα είδος ετοιμότητας κλήσης/απλής ετοιμότητας, που κατά το ΔΕΕ δεν αποτελεί χρόνο εργασίας.

Ωστόσο, ορισμένες φορές καθίσταται και αρκετά επαχθέστερη από την απλή ετοιμότητα, δεδομένου ότι απαιτείται άμεση (και όχι εντός ευλόγου χρόνου) ανάληψη εργασίας. Τέτοιες λεπτομέρειες που κάνουν την κρατούσα άποψη να μην πείθει, έχουν εντοπισθεί από τη θεωρία, την οποία και έχουν διχάσει. Στην πραγματικότητα, όμως, η μόνη λύση, κατά την άποψή μου, βρίσκεται στην ολική επανασκόπηση της έννοιας του «χρόνου εργασίας», ώστε να προσαρμοσθεί στις σύγχρονες ανάγκες και συνθήκες!


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ 
  • Δ. Ζερδελής, Εγχειρίδιο Εργατικού Δικαίου-Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 2021
  • ΕΕργΔ, Ιανουάριος, 2023, σελ. 33 επ. και 74 επ.
  • ΕΕργΔ, Απρίλιος, 2024, σελ. 337 επ.
  • 9/2023, Άρειος Πάγος, διαθέσιμη εδώ
  • ΔΕΕ 1.12.2005, C-14/04, διαθέσιμη εδώ
  • 22/2018, Άρειος Πάγος, διαθέσιμη εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Χάρης Καλπάκης
Χάρης Καλπάκης
Είναι τελειόφοιτος φοιτητής στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ. Το ενδιαφέρον και την προσοχή του έχει συλλάβει ο τομέας του Ποινικού και του Διεθνούς Δικαίου, καθώς και το Δίκαιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Πάθη του, ωστόσο, αποτελούν και η γλωσσομάθεια, η ενασχόληση με τις τέχνες σαν τη μουσική και τον χορό, όπως επίσης και ο αθλητισμός. Απώτατος στόχος του είναι να φτάσει να προασπίζεται και να εφαρμόζει τη Δικαιοσύνη όπως την ξέρει και τη μελετά, ως εισαγγελέας στο Δικαστήριο της ΕΕ.