Της Άννας Καρρά,
Όσο μεγαλώνουμε, οι ρόλοι αντιστρέφονται και καλούμαστε να γίνουμε από παιδιά, φροντιστές των γονέων μας. Ένας ρόλος αρκετά δύσκολος, καθώς πολλές φορές ερχόμαστε αντιμέτωποι με ασθένειες, τις οποίες δεν μπορούμε να θεραπεύσουμε, αλλά ούτε έχουμε τις κατάλληλες γνώσεις και δυνατότητες, προκειμένου να παρέχουμε σ’ αυτούς την καλύτερη φροντίδα. Για παράδειγμα, μπορεί κάποιος δικός μας άνθρωπος να έχει κινητικά προβλήματα και να μην μπορεί να εξυπηρετηθεί μόνος του ή να πάσχει από άνοια και να μην δύναται να ζήσει μια κανονική ζωή, με αποτέλεσμα να χρειάζεται διαρκή φροντίδα και επίβλεψη. Εμείς, όμως, λόγω των πολλαπλών υποχρεώσεων μας, αλλά και εξαιτίας του ότι δεν έχουμε εξειδικευμένες γνώσεις, δεν μπορούμε να τους φροντίσουμε, όπως θα θέλαμε, αλλά και όπως τους αξίζει.
Τότε, μοναδική λύση αποτελεί να αναζητήσουμε βοήθεια από κάποιον οίκο ευγηρίας. Ωστόσο, τα συναισθήματα που μας διακατέχουν, όταν κληθούμε να πάρουμε αυτήν την απόφαση, είναι ανάμεικτα. Πιο αναλυτικά, αισθανόμαστε τύψεις, που θα «εγκαταλείψουμε» τους γονείς μας, γιατί θεωρούμε ότι κανένας «ξένος» δεν θα μπορεί να τον φροντίσει καλύτερα από εμάς. Πρόκειται για μια λανθασμένη πεποίθηση, αφού οι μονάδες αυτές απαρτίζονται από εξειδικευμένους επαγγελματίες με ενσυναίσθηση και ανθρωπιά. Καταλυτικό ρόλο στην ενίσχυση των τύψεων και των άλλων αρνητικών συναισθημάτων διαδραματίζει και η στάση της κοινωνίας απέναντι σ’ αυτήν την απόφαση, κατηγορώντας τους ως αχάριστους και μη ικανούς να σταθούν στους γονείς τους, όπως οφείλουν.
Άλλοι πάλι δυσκολεύονται να διαχειριστούν το γεγονός ότι δεν θα βρίσκονται συνέχεια με τους γονείς τους και πρέπει να τους αποχωριστούν. Όσα χρόνια και να περάσουν, πάντα θα θέλουμε να βρισκόμαστε προστατευμένοι κάτω από τις «φτερούγες» των γονέων μας. Δεν είναι τυχαίο, που λέγεται πως η πραγματική ενηλικίωση πραγματοποιείται, όταν χάσουμε τους γονείς μας.
Δύσκολη είναι η κατάσταση και για τους ίδιους τους ηλικιωμένους, οι οποίοι θα κληθούν να αλλάξουν περιβάλλον και συνήθειες. Αλλά ας μην παραβλέπουμε και τα πλεονεκτήματα της μετακίνησής τους σε κάποια τέτοια μονάδα. Για κάποιον λόγο, τονίζεται μόνο η αρνητική πλευρά αυτών, κάτι που δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα. Πρώτα απ’ όλα, δέχονται την ιατρική φροντίδα, που χρειάζονται για την αποκατάσταση ή τη διατήρηση της υγείας τους σε σταθερό επίπεδο. Από την άλλη, δημιουργούνται ισχυρές φιλίες μεταξύ των φιλοξενούμενων και απολαμβάνουν τη συντροφιά τους, κάτι που πιθανόν να στερούνταν, καθώς τα παιδιά τους λόγω των πολλαπλών υποχρεώσεων τους θα έλειπαν πολλές ώρες από το σπίτι, με αποτέλεσμα να μένουν αρκετές στιγμές μόνοι.
Καταλήγοντας, αξίζει να τονισθεί το γεγονός πως, όταν ένας ηλικιωμένος φιλοξενείται σε κάποιο γηροκομείο, δεν σημαίνει ότι αποξενώνεται από την οικογένεια του. Μπορούν να τον επισκέπτονται και να περνούν χρόνο μαζί του είτε να τον παίρνουν οι ίδιοι στο σπίτι τις γιορτές. Μ’ αυτόν τον τρόπο, δεν αισθάνεται εγκαταλελειμμένος, αλλά δέχεται και την κατάλληλη φροντίδα, που χρειάζεται. Το να αποφασίσεις να βάλεις έναν άνθρωπο σου σε κάποιον οίκο ευγηρίας, δεν είναι εγκατάλειψη, αλλά μία πράξη αγάπης και αποδοχής ότι δεν μπορείς να τον φροντίσεις μόνος σου, όπως του αξίζει.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Πώς μπορούμε να κάνουμε την μετάβαση στον οίκο ευγηρίας πιο εύκολη για τα παιδιά των ηλικιωμένων;, irakleios.gr, διαθέσιμο εδώ
- Όταν προκύπτει η ανάγκη του γηροκομείου, capital.gr, διαθέσιμο εδώ