Της Βασιλικής Χαραλάμπους,
Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι «μια δικαστική απόφαση που εκδίδει η αρμόδια αρχή ενός εκάστοτε μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης κι αφορά τη σύλληψη και παράδοση, εκ μέρους άλλου κράτους μέλους, ενός προσώπου καταζητούμενου για ποινική δίωξη ή για εκτέλεση ποινής φυλάκισης. Πρόκειται για ένα εργαλείο που ενίσχυσε τη συνεργασία μεταξύ των δικαστικών αρχών κρατών μελών με βάση την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις. Διάφορες οδηγίες της ΕΕ για δικονομικά δικαιώματα που εκδόθηκαν από το 2010 μέχρι το 2016 διασφαλίζουν ότι τα πρόσωπα που είναι αντικείμενο ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης: α) έχουν το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο και δικαστικής αρωγής, β) έχουν δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, γ) λαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματά τους».
Από τις διατάξεις των άρθρων 9 και 19 του ν. 3251/2004, προκύπτει ότι αρμόδια αρχή εν Ελλάδι για την έκδοση της απόφασης εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος, στην περίπτωση που δεν συγκατατεθεί το πρόσωπο να προσαχθεί στη χώρα έκδοσης του εντάλματος, είναι το Συμβούλιο των Εφετών του τόπου, όπου διαμένει ή συλλαμβάνεται ο εκζητούμενος. Ακολούθως, με βάση το άρθρο 2 παρ. 1 του ίδιου νόμου απαραιτήτως οφείλουν να περιλαμβάνονται στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης : «α) η ταυτότητά κι η ιθαγένεια του εκζητούμενου, β) όνομα, διεύθυνση, αριθμό τηλεφωνικής και τηλεομοιοτυπικής σύνδεσης κι ηλεκτρονική διεύθυνση της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος, γ) μνεία της εκτελεστής δικαστικής απόφασης, του εντάλματος σύλληψης ή της συναφούς διάταξης δικαστικής αρχής, δ) φύση και νομικό χαρακτηρισμό του εγκλήματος, ε) περιγραφή των περιστάσεων τέλεσης του εγκλήματος, στις οποίες περιλαμβάνονται ο χρόνος κι ο τόπος τέλεσης, καθώς κι η μορφή συμμετοχής του εκζητουμένου στην αξιόποινη πράξη, στ) την επιβληθείσα ποινή, αν πρόκειται για αμετάκλητη απόφαση ή το πλαίσιο ποινής που προβλέπεται για την αξιόποινη πράξη από τη νομοθεσία του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος και ζ) στο μέτρο του δυνατού, κάθε άλλη πληροφορία σχετικά με την αξιόποινη πράξη και τις συνέπειές της».
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται ουχί για κάθε αξιόποινη πράξη, αλλά μόνο για πράξεις οι οποίες απειλούνται κατά του ελληνικούς νόμους με ποινή στερητική της ελευθερίας ή με στερητική της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον 12 μήνες.
Οι ανωτέρω προϋποθέσεις πληρούνταν και στην περίπτωση της υπ. αριθμ. 1384/2019 Απόφασης του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου. Εν προκειμένω, απερρίφθη η έφεση του εκζητούμενου Έλληνα υπηκόου κατά της έκδοσής του στη Γερμανία, για να δικαστεί για τις αξιόποινες πράξεις της εισαγωγής κι εμπορίας ναρκωτικών ουσιών. Ειδικότερα, ο Εισαγγελέας της Δρέσδης εξέδωσε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εναντίον του Έλληνα υπηκόου για εμπορία κι εισαγωγή όχι αμελητέων ποσοτήτων ναρκωτικών ουσιών. Το ένταλμα αυτό διαβιβάστηκε στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά και με το οποίο αποδίδεται στον κατηγορούμενο ότι προμήθευε ομάδα ατόμων, εδράζουσα κυρίως στη Δρέσδη. Τα ανωτέρω άτομα δρούσαν συστηματικά από κοινού, μοιράζονταν τα κέρδη από τις συναλλαγές εμπορίας ναρκωτικών. Έτι δε περαιτέρω, ο κατηγορούμενος επιδίδονταν σε εμπορία και διακίνηση άνω των 100 χιλιογράμμων μαριχουάνας, ήτοι αρκετά μεγάλων ποσοτήτων.
Το εκδοθέν ένταλμά περιείχε όλα τα απαραίτητα, ως ανωτέρω αναφερθέντα στοιχεία, τιμωρείται δε το οικείο έγκλημα κατά τον ελληνικό ποινικό κώδικα με κάθειρξη τουλάχιστον 8 ετών και χρηματική ποινή 300.000 ευρώ, ενώ σε κάθε περίπτωση το έγκλημα της εμπορίας και διακίνησης ναρκωτικών ουσιών είναι από εκείνα που μνημονεύονται στο άρθρο 10 παρ. 2 στοιχείο ε’ του οικείου νόμου, με αποτέλεσμα να μην απαιτείται έλεγχος διττού αξιοποίνου για τις ενέργειες αυτές. Ακόμα, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προέκυψε ότι δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη της Ελλάδα για τις ίδιες αξιόποινες πράξεις τελεσθείσες στη Γερμανία, ενώ δεν συνέτρεχε η περίπτωση του άρθρου 11 του ν. 3251/2004 κι άρα δεν υπήρχε κώλυμα στην εκτέλεση του εντάλματος. Μάλιστα, ο ίδιος ο Εισαγγελέας της Δρέσδης επιβεβαιώνει ότι, εάν ο εκζητούμενος καταδικαστεί με ποινή στερητική της ελευθερίας ή άλλο στερητικό μέτρο ελευθερίας στη Γερμανία, μπορεί να αναμεταχθεί στην Ελλάδα οικεία βουλήσει, ούτως ώστε να εκτίσει την ποινή του.
Έτσι, λοιπόν, προέκυψε ότι δεν παραβιάσθηκαν ούτε καταστρατηγήθηκαν τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, ως προστατεύονται από την ΕΣΔΑ, ούτε βέβαια παρείσφρησε ακυρότητα λόγω της διεξαγωγής της δίκης στην Ελλάδα, αφού νομίμως έγινε μεταγωγή του κατηγορουμένου από τη Γερμανία, ενώ κάθε ισχυρισμός περί άρνησης ή μη ενοχής τυγχάνει απορριπτέος, καθώς το δικαστικό συμβούλιο που αποφασίζει για τη έκδοση δεν αποφαίνεται επί των στοιχείων της ενοχής ή μη, εφόσον τα στοιχεία δεν αποτελούν περιεχόμενο του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης κατ άρθρον 221 του ν. 3251/2004, ως επιρρωνύουν κι οι αποφάσεις 1607/2017, 616/2016, 1263/2015 του Αρείου Πάγου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Καιάφα-Γκμπάντι Μαρία, «Νομολογία του ΔΕΕ και ευρωπαικό ένταλμα
σύλληψης: βασικές κατευθύνσεις και σύγχρονες τάσεις Μέρος Α’ και Β’, Ποινική Δικαιοσύνη, 2/2019, σελ 153-167 - Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, European e-justice, διαθέσιμο εδώ