Του Γιώργου Ποτουρίδη,
Αντικείμενο του Ποινικού Δικαίου είναι το ποινικό φαινόμενο. Τι σημαίνει ποινικό φαινόμενο; Ποιο είναι το ακριβές εννοιολογικό περιεχόμενο του ανωτέρω όρου; Το ποινικό φαινόμενο είναι μια έννοια, με την οποία ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή από πολύ μικρή ηλικία, χωρίς να γνωρίζει πως πρόκειται γι’ αυτό. Όλοι νιώθουν την κοινωνική αποδοκιμασία στο άκουσμα πως ο γείτονας σκότωσε τη γυναίκα του ή έγινε ληστεία σε συγγενική οικεία. Πολύ συχνά στις ειδήσεις βλέπουμε τη μεταφορά των δραστών στη φυλακή ή και πληροφορούμαστε για τις συνθήκες κράτησης αυτών, λόγω της απαξίας της κοινωνικής τους συμπεριφοράς.
Ποινικό Φαινόμενο, λοιπόν, ως αντικείμενο του Ποινικού Δικαίου είναι η αναγνώριση στοιχείων της κοινωνικής ζωής ως αγαθών, τα οποία χρήζοντας συμφέροντος προστασίας ανάγονται σε έννομα αγαθά από τον νομοθέτη στα πλαίσια της αντιπροσωπευτικής αρχής ως μορφή του κράτους (προστατευόμενο έννομο αγαθό), η προσβολή των οποίων από τoν δράστη (έγκλημα) επιφέρει την οργανωμένη αντίδραση της Πολιτείας που συνίσταται σε προσβολή εννόμων αγαθών του εγκληματούντος (ποινή). Συνεπώς, τα στοιχεία του ποινικού φαινομένου, όπως συνάγονται από τον παραπάνω ορισμό, είναι τα εξής τρία:
- ΕΝΝΟΜΟ ΑΓΑΘΟ
Πρωταρχικό γνώρισμα της ύπαρξης του ως άνω φαινομένου είναι η αναγνώριση κάποιων στοιχείων της κοινωνικής ζωής ως αγαθών. Αυτά μπορεί να αφορούν τη φυσική υπόσταση στοιχείων του εξωτερικού κόσμου αντιληπτών με τις αισθήσεις, ήτοι πρόσωπα ή πράγματα. Το σώμα π.χ. του ανθρώπου σε περίπτωση ανθρωποκτονίας ή το αυτοκίνητο του Α επί φθοράς ξένης ιδιοκτησίας. Ακόμη μπορεί να αναφέρονται σε φυσικές ιδιότητες αυτών των αντικειμένων, όπως η ελευθερία κι η υγεία, αλλά και σε κοινωνικές ιδιότητες προσώπων ή πραγμάτων, ωσάν η τιμή. Τέλος, περικλείουν και θεσμοθετημένες οντότητες, όπως τα όργανα απονομής της δικαιοσύνης, η κυβέρνηση, ο στρατός κι η αστυνομία. Όπως εύλογα γίνεται αντιληπτό η απαρίθμηση των στοιχείων της κοινωνικής ζωής που καθίστανται “essentialia negotii” του ποινικού φαινομένου δεν μπορεί παρά μόνο ενδεικτική να είναι, λόγω της πολυπλοκότητας και του πολυσχειδούς χαρακτήρα αυτών.
Αυτά τα στοιχεία του εξωτερικού κόσμου κι οι φυσικές-κοινωνικές τους ιδιότητες δεν συνιστούν φύσει κοινωνικά αγαθά. Απαιτείται να θεωρηθεί πως χρήζουν ενός εύλογου συμφέροντος προστασίας, ώστε να δικαιολογείται η προστασία τους με ποινικές κυρώσεις. Θα πρέπει δηλαδή να αναχθούν σε έννομα αγαθά. Η αναγωγή των κοινωνικών αγαθών σε έννομα είναι αρμοδιότητα του νομοθέτη στα σύγχρονα Συνταγματικά Κράτη Δικαίου, όπως επιτάσσεται από την αντιπροσωπευτική αρχή. Ο νομοθέτης καλείται να εκφράσει τον αντιπροσωπευόμενο λαό, από τον οποίο αντλεί τη νομιμοποίηση μέσω της εκλογικής διαδικασίας κι επακόλουθα να κρίνει ποια στοιχεία της κοινωνικής πραγματικότητας χρήζουν οντολογικού και δεοντολογικού συμφέροντος προστασίας, ώστε να τα καταστήσει αντικείμενα προστασίας του Ποινικού Δικαίου, βαπτίζοντάς τα έννομα. Όπως ακριβώς επιτάσσει η θεωρία του Hobbes για τον ορισμό της έννοιας του ανθρώπου, ότι δηλαδή ο άνθρωπος ως φύσει εγωιστικό τέρας δεν γνωρίσει τον εαυτό του και γι’ αυτό αναγκάζεται να παίξει ρόλους, ούτως ώστε να ανταπεξέλθει στις κοινωνικές επιταγές, ο νομοθέτης επωμίζεται τον ρόλο της έκφρασης των αντιλήψεων της κοινωνίας και κατά συνέπεια την εξουσία αναγωγής αυτών των στοιχείων του κοινωνικού γίγνεσθαι σε έννομων αγαθών.
Τονίζεται, ότι το έννομο αγαθό συνιστά καταρχήν ένα κοινωνικό φαινόμενο. Ως τέτοιο χαρακτηρίζεται από ιστορικότητα, δηλαδή σχετικότητα και κατ’ αποτέλεσμα οι σημασιολογήσεις και κρίσεις για τι χρήζει ή όχι συμφέροντος προστασίας διαφοροποιούνται από τόπο σε τόπο και χρόνο και σε χρόνο. Αιώνια έννομα αγαθά δεν υπάρχουν! Τυχόν αντίθετη παραδοχή δεν είναι αληθής, παρά μόνη πανηγυρική εξαγγελία, αν όχι απλή ευχή. Ακόμη κι η ζωή δεν υπήρξε διαχρονικά προστατευόμενο αγαθό. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τους δούλους και την αγοραία αξία της δικής τους ζωής στα αρχαία χρόνια. Έτσι, λοιπόν, το έννομο αγαθό συνιστά ένα κοινωνικό φαινόμενο που εκφράζει κατά τον προαναφερθέντα τρόπο την αντίληψη των κοινωνών για το τι χρήζει προστασίας. Ακόμη εύλογα νοείται πως το ποινικό φαινόμενο αποτελεί παθολογική εκδήλωση της κοινωνικής ζωής, μιας κι η έγερση του ποινικού μηχανισμού δείχνει προδήλως ότι ο συγκεκριμένος κοινωνικός οργανισμός πάσχει.
- ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΕΝΝΟΜΟΥ ΑΓΑΘΟΥ (ΕΓΚΛΗΜΑ)
Το δεύτερο στοιχείο του ποινικού φαινομένου είναι το γνωστό στο ευρύ κοινό έγκλημα, δηλαδή η προβολή των προστατευόμενων εννόμων αγαθών από τον δράστη. Η προσβολή παίρνει τη μορφή καταρχήν της καταστροφής του υλικού αντικειμένου που ενσωματώνει το έννομο αγαθό, όπως π.χ. η θανάτωση του ανθρώπου, αλλά και της αναίρεσης ή αλλοίωσης μιας φυσικής ή κοινωνικής ιδιότητας του αντικειμένου, π.χ. περιορισμός της ελευθερίας του προσώπου.
- ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΒΟΛΗ (ΠΟΙΝΗ)
Το τρίτο στοιχείο του ως άνω φαινομένου είναι δίχως άλλο η οργανωμένη αντίδραση της πολιτείας στην προσβολή του εννόμου αγαθού, που συνίσταται με τη σειρά της σε προσβολή εννόμων αγαθών του δράστη, δηλαδή αυτό που είναι γνωστό ως ποινή. Κατά τον Ανδρουλάκη η ποινή αποτελεί την αφετηρία για τον εννοιολογικό προσδιορισμό της ποινικής επιστήμης, δηλαδή το πρωτεύον μέγεθος για αυτήν, ενώ το έγκλημα διαδραματίζει δευτερεύοντα ρόλο στο μέτρο που προσδιορίζεται από την ποινή, καθώς έγκλημα δεν είναι κάθε προσβολή έννομου αγαθού αλλά μόνο εκείνου που επισύρει ποινή.
Η ποινή φυσικά κι αυτή χαρακτηρίζεται από ιστορικότητα, δηλαδή σχετικότητα, με διακυμάνσεις σε τόπο και χρόνο. Στο Φιλελεύθερο ποινικό δίκαιο η ανώτερη ποινή είναι αμιγώς η ισόβια κάρθειρξη, μιας κι οι παλαιότερες σωματικές ποινές όπως η διαπόμπευση κι η θανάτωση δεν συνάδουν με τον διαφωτισμό. Ορθά ο Roxin το 1997 κατά την αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα της νομικής σχολής Αθηνών συμπύκνωσε σε τρεις άξονες τις βασικές αρχές του φιλελεύθερου ποινικού δικαίου.
- Ο πρώτος άξονας είναι ότι οι ποινικές κυρώσεις μπορούν να επιβάλλονται μόνο όταν άλλα λιγότερο επαχθή μέτρα (διοικητικές κι αστικές κυρώσεις) δεν είναι επαρκή.
- Ο δεύτερος άξονας είναι ότι από τις ποινικές κυρώσεις θα πρέπει να επιλέγονται κάθε φορά η λιγότερο επαχθείς κατά της επιταγές της αρχής της αναλογικότητας, αλλά ταυτόχρονα να είναι αποτρεπτικές κι αναλογικές.
- Ο τρίτος άξονας είναι η διαμόρφωση θεσμών ελαστικότητας των ποινών κατά την επιμέτρηση κι έκτισή τους, που επιτρέπουν την εξατομίκευση τους ανάλογα με το άδικο και την ενοχή, καθώς στο φιλελεύθερο ποινικό δίκαιο δεν υπάρχουν ποινές εξόντωσης, αλλά ποινές βελτίωσης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Μαρία Καϊάφα-Γκμπάντι, Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ποινικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, Νομική Βιβλιοθήκη, 2022.