Της Φωτεινής Παπανικολάου,
Τα ζητήματα δικαιοδοσίας στις δίκες που ανακύπτουν από τη διοικητική εκτέλεση απασχόλησαν τη νομική θεωρία από νωρίς. Το νομοθετικό διάταγμα 356/1974 (ΚΕΔΕ) καλύπτει όλα τα δημόσια έσοδα, ανεξαρτήτως προέλευσης, ενώ δημόσια έσοδα θεωρούνται επίσης κι οι απαιτήσεις που αποκτά το Δημόσιο μέσω καθολικής ή ειδικής διαδοχής.
Αυτό εγείρει το ερώτημα αν όλες οι διαφορές που σχετίζονται με την είσπραξη δημοσίων εσόδων υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως φαίνεται να υπονοεί το άρθρο 1 παρ. 2 ια’ του Ν. 1406/1983, ή αν η αρμοδιότητα προσδιορίζεται από την πηγή και τη φύση του εσόδου. Εάν η εφαρμογή του ΚΕΔΕ θεωρηθεί καθοριστική, τότε όλες οι σχετικές διαφορές θα πρέπει να εκδικάζονται από τα διοικητικά δικαστήρια. Αντίθετα, εάν κριθεί ότι προέχει η φύση της απαίτησης, μπορεί να αναγνωριστεί η δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων όταν η απαίτηση στηρίζεται σε έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου.
Ενδεικτικά, το άρθρο 73 του ΚΕΔΕ επιτρέπει την άσκηση ανακοπής κατά πράξεων εκτέλεσης χωρίς, ωστόσο, να προσδιορίζει ρητά τη δικαιοδοσία. Έτσι, η ανακοπή μπορεί να ασκηθεί είτε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου βάσει του ΚΠολΔ (άρθρα 583-585), είτε ενώπιον του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου βάσει του ΚΔΔ (άρθρα 216-230). Η πολυπλοκότητα αυξάνεται όταν στη διαδικασία εμπλέκονται τρίτα πρόσωπα, που συνδέονται με τον καθ’ ού η εκτέλεση μέσω σχέσεων ιδιωτικού δικαίου.
Η θεωρία της υποκείμενης αιτίας αποτελεί κρίσιμο εργαλείο για την κατανομή της δικαιοδοσίας. Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ), σε σειρά αποφάσεων, έχει υποστηρίξει ότι η φύση της απαίτησης καθορίζει τη δικαιοδοσία μεταξύ διοικητικών και πολιτικών δικαστηρίων. Στις περιπτώσεις ανακοπών κατά ενταλμάτων προσωπικής κράτησης, το ΑΕΔ έχει δεχθεί ότι το συγκεκριμένο μέτρο μπορεί να εφαρμοστεί ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση απαιτήσεων του Δημοσίου, ακόμα κι αν αυτές απορρέουν από έννομες σχέσεις ιδιωτικού δικαίου, όπως η εκμίσθωση ακινήτων ή η διαχείριση ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου. Εάν ο τίτλος που θεμελιώνει την απαίτηση έχει ιδιωτική φύση, η διαφορά που απορρέει από την ανακοπή διατηρεί τον χαρακτήρα της ιδιωτικής διαφοράς, παρά την εφαρμογή της διοικητικής διαδικασίας βεβαίωσης κι είσπραξης. Ωστόσο, όταν η υποκείμενη έννομη σχέση είναι δημοσίου δικαίου, η δικαιοδοσία για την εκδίκαση ανακοπών παραμένει στα πολιτικά δικαστήρια, ακόμη και μετά τη θέσπιση του Ν. 1406/1983.
Η νομολογία του ΑΕΔ επηρέασε την κατεύθυνση του νομοθέτη όσον αφορά τον θεσμό της προσωπικής κράτησης. Με τον Ν. 1868/1989, όπως τροποποιήθηκε αργότερα από τους Ν. 2065/1992 και 2214/1994, καθιερώθηκε ο διαχωρισμός της δικαιοδοσίας με βάση τον χαρακτήρα της απαίτησης. Στις περιπτώσεις όπου το δημόσιο έσοδο προέρχεται από τίτλο δημοσίου δικαίου, η δικαιοδοσία ανήκει στο Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο. Η θέσπιση του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2727/1999) έφερε περαιτέρω αλλαγές, εισάγοντας ειδικές ουσιαστικές και δικονομικές προϋποθέσεις για την επιβολή της προσωπικής κράτησης, περιορίζοντας το μέτρο αυτό αποκλειστικά στις απαιτήσεις του Δημοσίου.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας προσέγγισε το ζήτημα της προσωπικής κράτησης με αυστηρότητα, κρίνοντας ότι οι διατάξεις του ΚΔΔ πρέπει να ερμηνεύονται με τρόπο που διασφαλίζει τα συνταγματικά δικαιώματα του ατόμου (άρθρο 5 παρ. 3 Σ κι άρθρο 7 ΕΣΔΑ). Με την εισαγωγή του ΚΔΔ, οι διατάξεις του Ν. 1867/89 που επέτρεπαν την επιβολή προσωπικής κράτησης και για χρέη προς λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου, Το μέτρο περιορίστηκε αποκλειστικά στα χρέη προς το Δημόσιο. Τέλος, με τον Ν. 3842/2010, η προσωπική κράτηση καταργήθηκε πλήρως ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη δημοσίων εσόδων. Όλες οι σχετικές εκκρεμείς διαδικασίες ή υποθέσεις τέθηκαν στο αρχείο, κλείνοντας οριστικά αυτό το κεφάλαιο στη νομοθεσία της διοικητικής εκτέλεσης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Π. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 2014
- Π. Λαζαράτος, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018