Της Ευτυχίας Αντωνοπούλου,
Επιστήμη και θρησκεία, εμπορευματοποίηση του ιατρικού λειτουργήματος και «κουλτούρα της ακύρωσης», σεξισμός και διακρίσεις, ηθική και λογική. Το έργο “The Doctor” του βρετανού Ρόμπερτ Άικ ανεβαίνει για ακόμη μια χρονιά στο Αμφι-θέατρο Σπύρου Α. Ευαγγελάτου, σε σκηνοθεσία και μετάφραση της Κατερίνας Ευαγγελάτου και μας δίνει απαντήσεις σε πληθώρα σύγχρονων κοινωνικών ζητημάτων. Μια παράσταση που πλημμυρίζει το κατάμεστο θέατρο με προβληματισμούς και αναγκάζει τον θεατή να αναλογιστεί σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο τα διλήμματα στα οποία βλέπει τους χαρακτήρες να υποβάλλονται.
Σε ένα ανδροκρατούμενο, λοιπόν, ιατρικό Ινστιτούτο, ονόματι «Ελίζαμπεθ», επικεφαλής είναι η δυναμική, αυστηρή αλλά και ευαίσθητη Ρουθ Γουλφ. Το ιατρικό της ένστικτο και το επαγγελματικό καθήκον την ωθεί στο να λάβει μία αμφιλεγόμενη απόφαση, όταν στην κλινική εισάγεται μετά από μία αυτοσχέδια άμβλωση η ανήλικη Έμιλυ Ρόναν. Γνωρίζοντας το άδοξο τέλος της έφηβης, η Ρουθ καταβάλλει υπέρογκες προσπάθειες να περιθάλψει με τον καλύτερο τρόπο την ασθενή και να της προσφέρει ένα αξιοπρεπές, ανώδυνο και ατάραχο τέλος. Εμπόδιο σε αυτήν της την προσπάθεια στέκεται η παρουσία του καθολικού ιερέα που έστειλε η οικογένεια της ανήλικης, ώστε να την μεταλάβει. Χωρίς δεύτερες σκέψεις, η γιατρός αρνείται στον ιερέα την είσοδο, βάζοντας πάνω από το οτιδήποτε την υγεία και την ηρεμία της ασθενούς. Όταν η έφηβη πεθαίνει, ξεσπά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ένα κίνημα από οπαδούς της καθολικής θρησκείας κατά του Ινστιτούτου και ειδικότερα κατά της Ρουθ. Έπραξε σωστά; Ποιος δικαιούται να κρίνει;
Το περιστατικό αυτό πυροδοτεί διαμάχες στο εσωτερικό του Ινστιτούτου. Ξεσπούν εντάσεις. Αναδύονται οι βαθύτερες αντιζηλίες και ανταγωνισμοί των γιατρών και των εργαζομένων. Έρχονται στην επιφάνεια οι απόλυτες και αμετάβλητες πεποιθήσεις τους. Σχηματίζονται αντιμαχόμενα στρατόπεδα με την απαίτηση ο καθένας τους να λάβει θέση. Στο πρόσωπο της πρωταγωνίστριας συγκεντρώνονται οι λιγότερο δημοφιλείς απόψεις που την οδηγούν σε καθεστώς δημόσιου λιθοβολισμού. Εν τέλει, θα βρεθεί ευάλωτη στην κρίση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αλλά δεν θα υποκύψει στις πιέσεις διατηρώντας ένα μαχητικό προφίλ.
«Είμαι γιατρός. Μοναδική μου ιδιότητα!». Αυτό είναι το χαρακτηριστικό που η Ρουθ κρίνει ως το πιο σπουδαίο και κατ’ επέκταση το προτάσσει διαρκώς στις συζητήσεις και τις εμφανίσεις της. Απαλλαγμένη από έμφυλα και φυλετικά στερεότυπα και αποστασιοποιημένη από την πολιτική και τις εμπορικές σκοπιμότητες, η Ρουθ, σθεναρή υποστηρίκτρια της επιστήμης της, γίνεται διάδικος σε μία λαϊκή δίκη, που την κρίνει «ένοχη». Θίγεται, έτσι, η «κουλτούρα της ακύρωσης», που βρίσκεται σήμερα στο προσκήνιο. Καταδικάζεται το σύγχρονο αυτό μέσο όξυνσης της κοινωνικής πόλωσης, που αντί να εντοπίζει και να αντιμετωπίζει τις σύγχρονες παθογένειες λειτουργεί ως μηχανισμός λογοκρισίας και χλευασμού των όσων σύμφωνα με τα μέσα «σφάλλουν».
Όσον αφορά τη σκηνοθεσία, η παράσταση έχει να προσφέρει ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερο θέαμα. Η Κατερίνα Ευαγγελάτου, ακολουθώντας τις κατευθύνσεις του δημιουργού, ξεχωρίζει τον ηθοποιό από τον χαρακτήρα, δίνοντας για παράδειγμα αντρικούς ρόλους σε γυναίκες, γεγονός που δημιουργεί μία επιπλέον δυσκολία στους ηθοποιούς οι οποίοι πρέπει να μπουν πραγματικά μέσα στον ρόλο. Την πρόκληση αυτή το καστ φέρει εις πέρας, καταφέρνοντας να μεταδώσει σχεδόν απόλυτα τα όσα νιώθουν και τα όσα πιστεύουν οι χαρακτήρες του έργου. Ο θεατής καταλήγει να πάσχει μαζί με την πρωταγωνίστρια, Στεφανία Γουλιώτη, να συμπαθεί τους συμμάχους και να μισεί τους εχθρούς της. Το χιούμορ της Ρουθ εκφράζεται με μεγάλη φυσικότητα από τη Σ. Γουλιώτη, ενώ το υπόλοιπο καστ επιτυγχάνει να την πλαισιώσει φωτίζοντας τις θετικές πτυχές της και αντίστοιχα τις αρνητικές πτυχές των «αντιπάλων» της. Το επταμελές αυτό καστ βρίσκεται σε συνεχή διάλογο σε μία διαρκώς γεμάτη σκηνή, γεγονός που δεν επιτρέπει στον θεατή να αποσπαστεί. Επιπλέον, η ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα που οφείλεται στα ακανθώδη ζητήματα που θίγονται έρχεται σε πλήρη αντιπαράθεση με την ψυχρή και «κλινική» ατμόσφαιρα του σκηνικού, μία σκηνοθετική επιλογή που τονίζει τη σοβαρότητα όσων πραγματεύεται το έργο.
Σε μία παράσταση με επίκεντρο τη διαμάχη της επιστήμης με τη θρησκεία, που παλεύει με τα στερεότυπα και αποπειράται να ανατρέψει την κοινωνική αδικία, θίγοντας πρωτίστως ζητήματα ηθικής και λογικής, προσωπικά, βρήκα στιγμές ανάλαφρες που μου επέτρεπαν να πάρω μία αναζωογονητική ανάσα μαζί με τους ήρωες για να επεξεργαστώ τις σκέψεις που με κατέκλυζαν. Με ένα μεστό σενάριο βασισμένο στον διάλογο, μεταδίδονται μηνύματα πάνω σε φλέγοντα θέματα που απασχολούν —ή θα μάλλον θα έπρεπε να απασχολούν— τον καθένα. Ένα έργο που αξίζει να αποτελέσει σημείο αναφοράς για ζωντανές συζητήσεις και προσωπικούς αναστοχασμούς, η παράσταση “The Doctor” έχει να προσφέρει πολλά περισσότερα από μία απλή αφήγηση.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- The Doctor review – Robert Icke offers brilliant diagnosis of modern ills, the guardian.com, διαθέσιμο εδώ
- “The doctor”, athinorama.gr, διαθέσιμο εδώ