Του Θανάση Πεταλά,
Το αστικό μας δίκαιο καταλείπει ευρεία περιθώρια στους πολίτες, προκειμένου να καταρτίζουν ελεύθερα συμβάσεις και να διαπλάθουν γενικώς τις έννομες σχέσεις τους κατά το δοκούν. Στην αυτόνομη ρύθμιση των εννόμων σχέσεων, ωστόσο, τίθενται από την έννομη τάξη «κόκκινες γραμμές» που η ιδιωτική δράση οφείλει να σέβεται και να τηρεί, για να θεωρείται νόμιμη κι άρα να κατευθύνεται στην παραγωγή έγκυρων εννόμων αποτελεσμάτων. Έτσι, λοιπόν, το αστικό δίκαιο προβλέπει ορισμένους λόγους ακυρότητας μιας δικαιοπραξίας, ένας από τους οποίους είναι η εικονικότητα στη βούληση, η οποία θα αναλυθεί παρακάτω.
Έννοια της εικονικότητας και τα βασικά της στοιχεία
Με τον όρο εικονική νοείται η δήλωση βούλησης, όταν ο δηλών δεν επιθυμεί στην πραγματικότητα να δεσμευθεί νομικά ή να επέλθει οποιαδήποτε μεταβολή στις έννομες σχέσεις του. Αντιθέτως, αυτό που θέλει είναι απλώς να δημιουργηθεί η εντύπωση σε τρίτους ότι έχει μεταβληθεί η νομική του κατάσταση. Προφανώς αυτό συμβαίνει για να εξυπηρετήσει ο εικονικά δηλών πολύ συγκεκριμένα συμφέροντά του. Συμφώνα με τη διάταξη 138 παρ. 1 ΑΚ, που εισάγει την έννοια της εικονικότητας, «δήλωση βούλησης η όποια δεν έγινε στα σοβαρά παρά μονό φαινομενικά είναι άκυρη». Από τη διατύπωση του νόμου συμπεραίνουμε, λοιπόν, πως δύο είναι τα εξέχοντα κι αλληλοσυμπληρούμενα στοιχεία της εικονικότητας στη δήλωση: αφενός η έλλειψη σοβαρότητας, που συνίσταται στην απουσία πρόθεσης του δηλούντος να δεσμευθεί από τη δικαιοπραξία αφετέρου η φαινομενικότητα, δηλαδή η εκούσια δημιουργία εσφαλμένης εντύπωσης σε τρίτους, που αγνοούν τα πραγματικά περιστατικά, ότι η έννομη κατάσταση του δηλούντος έχει αλλάξει
Στο σημείο αυτό δύο επιπλέον διευκρινίσεις χρειάζεται να δοθούν: κατά πρώτον, η εικονικότητα δεν περιορίζεται μόνον στη δήλωση βούλησης για την κατάρτιση δικαιοπραξίας. Αντιθέτως, είναι αναγκαίο να επεκταθεί και στην ίδια τη δικαιοπραξία, δεδομένου ότι η δήλωση βούλησης αποτελεί αναγκαίο προηγούμενό της κι αναπόσπαστο στοιχειό του πραγματικού της. Κατά δεύτερον, υιοθετώντας την αυστηρά γραμματική ερμηνεία της ΑΚ 138 παρ. 1 συνάγεται ότι δεν τίθεται καταρχήν κανένα εμπόδιο στον δυνητικό χαρακτηρισμό κάθε δήλωσης βούλησης και δικαιοπραξίας ως εικονικής. Μπορεί, επομένως, να αποκληθεί εικονική κάθε είδους σύμβαση (πχ πώληση, δωρεά, μίσθωση), μονομερής απευθυντέα δικαιοπραξία (πχ καταγγελία σύμβασης) αλλά και μονομερής μη απευθυντέα δικαιοπραξία (πχ διαθήκη).
Εξαίρεση από αυτό τον κανόνα φαίνεται να αποτελούν οι δικαιοπραξίες που καταρτίζονται με σύμπραξη της δημόσιας αρχής. Αυτές καταρχήν δεν επιδέχονται εικονικότητας, διότι σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας της διοικητικής δράσης, η δημοσιά αρχή δεν πράττει ποτέ εικονικά αλλά αντιθέτως μονό με βάση την πραγματική βούληση όσων προσφεύγουν ή συναλλάσσονται με αυτή. Σε περίπτωση, όμως, που η δημόσια υπηρεσία δεν εκδηλώνει δικαιοπρακτική βούληση αλλά πιστοποιεί απλώς ή καταγράφει τη βούληση των πολιτών, επίκληση εικονικότητας μπορεί να νοηθεί. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η σύμπραξη της δημόσιας αρχής αποτελεί υπό αυτές τις συνθήκες καθαρά τυπικό στοιχείο της δικαιοπραξίας κι όχι ουσιαστικό. Συνεπώς, δεν νοείται εικονική αναγκαστική εκτέλεση ή εικονικός γάμος, νοείται, ωστόσο, εικονική δήλωση ενώπιον συμβολαιογράφου.
Απόλυτη Εικονικότητα
Το δίκαιό μας αναγνωρίζει δυο είδη εικονικότητας. Από τη μία μεριά είναι η απόλυτη εικονικότητα, όταν ο εικονικά δηλών δεν προτίθεται εξαρχής να προκαλέσει καμία μεταβολή στις έννομες σχέσεις του. Η εικονική δικαιοπραξία δηλαδή δεν καλύπτει άλλη δικαιοπραξία. Στόχος του είναι απλώς να παραστήσει σκόπιμα μια απατηλή εικόνα που θα δημιουργήσει ψευδείς εντυπώσεις σε τρίτους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πώληση και μεταβίβαση από υπερχρεωμένο οφειλέτη της ακίνητης περιουσίας του σε συγγενικό του πρόσωπο, προκειμένου να γλιτώσει την κατάσχεσή της από τους δανειστές του. Προφανώς ο οφειλέτης στο ανωτέρω παράδειγμα δεν θέλει πραγματικά να πουλήσει στον συγγενή του την ακίνητη περιουσία του. Η πώληση εξυπηρετεί απλώς το συμφέρον του, διότι οι δανειστές του δεν μπορούν να την κατασχέσουν και να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις τους, εφόσον έχει μεταβιβαστεί σε τρίτον που δεν τους οφείλει τίποτα. Η πώληση θα θεωρηθεί εν προκειμένω εικονική κι ως εκ τούτου άκυρη (ΑΚ 180).
Έννομη συνέπεια, επομένως, της εικονικότητας είναι η απολυτή ακυρότητα της δικαιοπραξίας. Αυτό είναι πολύ λογικό, διότι η εικονικότητα, ως γεγονός, θιγεί το γενικό συμφέρον στις συναλλαγές. Η ακυρότητα, λοιπόν, έρχεται για να λειτουργήσει ως κύρωση για την παράβαση του κανόνα δημόσιας τάξεως που συνάγεται εξ αντιδιαστολής από το γράμμα της ΑΚ 138 παρ. 1 κι ορίζει ότι η δήλωση βούλησης κι η δικαιοπραξία πρέπει να είναι σοβαρές κι όχι φαινομενικές. Εξάλλου, αυτή η λογική εμφανίζεται κι ως τελολογικά ορθή. Με τον χαρακτηρισμό της ακυρότητας λόγω εικονικότητας ως απόλυτης μπορούν να την επικαλεστούν όχι μόνον οι εικονικώς αντισυμβαλλόμενοι κι οι διάδοχοι τους (καθολικοί κι ειδικοί) αλλά και τρίτοι που εξαρτούν συμφέροντα από τη διατήρηση αμετάβλητης της νομικής κατάστασης του εικονικά δηλούντος (πχ δανειστές).
Σχετική Εικονικότητα
Από την άλλη μεριά, σχετική εικονικότητα υπάρχει, όταν ο εικονικά δηλών καταρτίζει άλλη δικαιοπραξία, διαφορετική από εκείνη, στα έννομα αποτελέσματα της οποίας αποβλέπει. Συνεπώς, χρειάζεται να γίνει εδώ η διάκριση μεταξύ καλύπτουσας δικαιοπραξίας, η όποια καταρτίζεται απλώς για την πυροδότηση εντυπώσεων σε τρίτους και καλυπτόμενης, η οποία ανταποκρίνεται στην αληθινή βούληση του δηλούντος. Η κίνηση αυτή, όπως είναι λογικό, συμβαίνει για να εξυπηρετηθεί το συμφέρον του δηλούντος, όπως για παράδειγμα με την πώληση ακινήτου αντί για δωρεά του, προκειμένου να αποφύγει ο δωρητής τον υψηλό φόρο που προβλέπεται για τις δωρεές ακίνητων. Άλλωστε κι οι δύο δικαιοπραξίες μοιράζονται την κοινή έννομη συνέπεια μεταβίβασης της κυριότητας του ακίνητου, που είναι και το ζητούμενο εδώ. Επομένως, η πώληση (καλύπτουσα δικαιοπραξία) υποκρύπτει στην πραγματικότητα μια δωρεά (καλυπτόμενη δικαιοπραξία) και γι’ αυτό είναι άκυρη ως (σχετικά) εικονική.
Σε άλλο παράδειγμα συμφωνείται πώληση πράγματος με τίμημα δυσανάλογα μικρότερο από το προβλεπόμενο για το πωλούμενο πράγμα στις συναλλαγές, δεδομένης και της αξίας και της ποιότητάς του. Αυτή η πρακτική λαμβάνει χώρα κατά κόρον στα ακίνητα, προφανώς για να αποφευχθεί ένα μέρος του υψηλού φόρου μεταβίβασης. Κι εδώ υπάρχει η εικονική συμφωνία με το χαμηλότερο τίμημα (καλύπτουσα) που υποκρύπτει στην πραγματικότητα πώληση με υψηλότερο τίμημα (καλυπτόμενη) και γι’ αυτό τον λόγο η πρώτη είναι άκυρη.
Στις ανωτέρω περιπτώσεις σχετικής εικονικότητας ο νομοθέτης επιλέγει να μην ακυρώσει εντελώς την εκπεφρασμένη βούληση του δηλούντος να επέλθει μεταβολή στις έννομες σχέσεις του. Σύμφωνα με την ΑΚ 138 παρ. 2, «άλλη δικαιοπραξία που καλύπτεται κάτω από την εικονική είναι έγκυρη αν τα μέρη την ήθελαν και συντρέχουν οι οροί που απαιτούνται για τη σύσταση της». Επομένως, η καλύπτουσα, εικονική δικαιοπραξία είναι άκυρη, η καλυπτόμενη, ωστόσο, μπορεί να σωθεί, εφόσον εξακολουθούν να τη θέλουν οι αντισυμβαλλόμενοι και δεν συντρέχει άλλο ζήτημα αναφορικά με το κύρος τους (τύπος όσον αφορά τα ουσιώδη στοιχεία, παρανομία ή ανηθικότητα).
Έτσι, λοιπόν, η πώληση που υποκρύπτει δωρεά είναι άκυρη ως εικονική, η καλυπτόμενη δωρεά, όμως, είναι έγκυρη κι αναπτύσσει κανονικά έννομα αποτελέσματα, εφόσον τη θέλουν οι αντισυμβαλλόμενοι και πληρούνται οι προϋποθέσεις κύρους, που αναφέρθηκαν παραπάνω. Ομοίως, η πώληση με εικονικό τίμημα, μικρότερο του πραγματικού, είναι άκυρη, η καλυπτόμενη, ωστόσο, πώληση με το μεγαλύτερο τίμημα μπορεί να είναι έγκυρη αλλά μόνο για το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα. Για το μη αναγραφόμενο υπερβάλλον θα πρέπει να τηρηθεί, επίσης, συμβολαιογραφικός τύπος (ΑΚ 369+1033), για να θεωρηθεί η καλυπτόμενη πώληση ολικά έγκυρη. Ειδάλλως, ο αγοραστής μπορεί να το διεκδικήσει με την αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΚ 904), καθώς γι’ αυτό ελλείπει η νόμιμη αιτία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 5η Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2019.
- Γιάννα Καρύμπαλη – Τσίπτσιου, Η ακυρότητα Λόγω εικονικότητας, Εκδόσεις Σάκκουλα, 1998.